Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος επίτιμος διδάκτωρ της Σχολής Ευελπίδων
Επίτιμος Διδάκτορας της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων αναγορεύτηκε σήμερα το πρωί ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος. Η τελετή πραγματοποιήθηκε στο Αμφιθέατρο «Αλέξανδρος Ξηρός» της Σχολής και παρέστησαν οι Μητροπολίτες Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος, Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης & Βάρης κ. Αντώνιος, ο Υφυπουργός Εθνικής Άμυνας Ιωάννης Κεφαλογιάννης, ο Αρχηγός του ΓΕΣ Αντιστράτηγος Γεώργιος Κωστίδης, καθηγητές και ευέλπιδες. Τον Αρχιεπίσκοπο συνόδευε ο Επίσκοπος Τανάγρας κ. Απόστολος και ο Διευθυντής του Γραφείου του Αρχιεπισκόπου κ. Ιωάννης Σ. Τσούρας, ενώ παρέστη και ο Γενικός Διευθυντής της Ε.Μ.Υ.Ε.Ε. κ. Αλέξανδρος Κατσιάρας.
Χαιρετισμούς απηύθυναν ο Διοικητής της Σ.Σ.Ε. υποστράτηγος Αναστάσιος Πολύχρονος, ο αρχηγός Γ.Ε.Σ. και ο κ. Κεφαλογιάννης, ο οποίος χαρακτήρισε εξαιρετική την πρωτοβουλία της Σχολής να τιμήσει τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος, όπως είπε, «κατά κοινή ομολογία, αποτελεί έναν πνευματικό ηγέτη, έναν άξιο Ιεράρχη με βαθύτατη Θεολογική, αλλά και ακαδημαϊκή παιδεία. Είναι γνωστή η χαρισματική προσωπικότητα, οι μοναδικές αρετές, η Αρχιερατική πορεία, το πνευματικό, κοινωνικό και ποιμαντορικό έργο του Μακαριωτάτου. Ένας βαθύς γνώστης του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας και καταξιωμένος μελετητής των δύο αυτών στοιχείων». Αναφέρθηκε, επίσης, στις ποικιλότροπες δράσεις του Μακαριωτάτου, στις σπουδές του, στο πλούσιο και βραβευμένο συγγραφικό του έργο με πολλά άρθρα, μελέτες και βιβλία θεολογικού, κοινωνικού και ιστορικού περιεχομένου. «Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου χαρακτηρίζεται από ηπιότητα, πραότητα και στηρίζεται στην αγάπη, αποφεύγοντας μισαλλοδοξίες και φανατισμούς, θέτοντας στο επίκεντρο τον Άνθρωπο, αποτελώντας έτσι απτό παράδειγμα μετουσίωσης της διδασκαλίας του Θεανθρώπου» επεσήμανε ο υφυπουργός και σε άλλο σημείο υπογράμμισε «Πέραν όμως των παραπάνω, η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων με αυτή της την πρωτοβουλία, τιμάει την ανεκτίμητη διαχρονική συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, στους αγώνες επιβίωσης του Έθνους μας και στις υλικές και πνευματικές αγωνίες του λαού μας. Η Εκκλησία που, μπολιάζοντας τον Χριστιανισμό με τον Ελληνισμό, συνέβαλε, ανά τους αιώνες, τα μέγιστα στην πνευματική θωράκιση της κοινωνίας, καθώς και στη διαιώνιση του Έθνους μας. Μία Εκκλησία που συνεχίζει έως σήμερα άοκνα τις επιτυχημένες προσπάθειές της για προσφορά, διαθέτοντας φιλανθρωπικά ιδρύματα, βρεφονηπιακούς σταθμούς, ορφανοτροφεία, μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων, προωθώντας και υποστηρίζοντας δράσεις όπως δωρεάν διανομή φαγητού και ρούχων, δημιουργία τραπεζών αίματος, συνδράμοντας με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί το έργο της Πολιτείας».
Στο τέλος του χαιρετισμού του ο υφυπουργός διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο: «Ότι τόσο εγώ προσωπικά, όσο και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και οι Ένοπλες Δυνάμεις, θα είμαστε αρωγοί και θα συνεργαστούμε με την Εκκλησία, για την προώθηση κάθε εποικοδομητικής προσπάθειας και δημιουργικής πρωτοβουλίας, με στόχο την πρόοδο της κοινωνίας μας. Είμαι δε βέβαιος, ότι με τον πνευματικό πλούτο, την ψυχική ευγένεια και τη μακρά εμπειρία που διαθέτετε, θα συνεχίσετε επιτυχώς το θεάρεστο έργο σας».
Κατόπιν αναγνώστηκε το βιογραφικό του Αρχιεπισκόπου από τον Κοσμήτορα καθηγητή Γεώργιο Καϊμακάμη και ο έπαινος από τον καθηγητή Γεώργιο Τράντα. Έπειτα, αναγνώστηκε το ψήφισμα του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου κι αμέσως μετά απένειμαν στον Αρχιεπίσκοπο τον Διδακτορικό τίτλο.
Ο Αρχιεπίσκοπος ευχαρίστησε για την τιμή που του απέδωσε το αρχαιότερο Ανώτατο Στρατιωτικό Ίδρυμα της χώρας τονίζοντας πως πρόκειται για «μία Σχολή, πού μᾶς προσφέρει πάντοτε ἄξιους ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι ὡς ἀνώτερα καί ἀνώτατα στελέχη τοῦ στρατοῦ ἀναλαμβάνουν μέ εὐθύνη τήν ἀποτελεσματική ὑπεράσπιση τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος μας. Εἶναι ἰδιαιτέρως τιμητική γιά τήν ταπεινότητά μου ἡ ἀπονομή τοῦ τίτλου τοῦ ἐπιτίμου διδάκτορος, πού ἀποφάσισε ἡ Ἀκαδημαϊκή Συνέλευση τῆς Σχολῆς καί ἐνέκρινε τό Ἐκπαιδευτικό Συμβούλιο, καί εἰλικρινῶς σᾶς ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου».
Ο Αρχιεπίσκοπος θέλησε να προσφέρει ως αντίδωρο την παρουσίαση της ιστορίας και της προσφοράς στην πατρίδα μας και σε όλους ενός ιστορικού μνημείου, του Μοναστηριού του Οσίου Λουκά Βοιωτίας. Αναφέρθηκε στο σημείο, όπου βρίσκεται το μοναστήρι και στην ιστορία του από την ίδρυσή του κατά τα μέσα του 10ου αιώνα. Έκανε λόγο για την αρχιτεκτονική, την διακόσμηση και τα ψηφιδωτά, τα οποία συνδέουν το μοναστηριακό συγκρότημα με την Κωνσταντινούπολη.
Μίλησε για τους κτήτορες της Μονής και τους μοναχούς, ενώ σε άλλο σημείο επεσήμανε ότι η ζωή του Μοναστηριού από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα ταυτίζεται με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
Ακόμη, αναφέρθηκε στους περιηγητές που επισκέφθηκαν το Μοναστήρι, αλλά και παραθέτοντας επίσημα ιστορικά στοιχεία ανέδειξε τις λεηλατήσεις που υπέστη. Αναφέρθηκε στα πρόσωπα μοναχών και κληρικών που πρωτοστάτησαν στον αγώνα της Ελευθερίας. Εξάλλου, μεγάλη ήταν η συμβολή της Μονής στον αγώνα με την συμπαράσταση και παροχή κάθε υλικής βοήθειας. Η Μονή διέτρεφε τους αρχηγούς και υπαρχηγούς, το προσωπικό τους και τα άλογα. Χορηγούσε χρήματα στη Διοίκηση και άφθονες τροφές στα στρατεύματα που διέρχονταν απ’ αυτήν ή στρατοπέδευαν στον Παρνασσό και τον Ελικώνα.
«Στό Μοναστήρι στίς 12 Μαρτίου ἔγινε ἡ ἀποφασιστική σύσκεψις κεκλεισμένων τῶν θυρῶν τοῦ ναοῦ, στήν ὁποία ἔλαβον μέρος ὁ Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ Ἀθανάσιος Ζαρείφης, ἀπεσταλμένος τῆς ἑταιρείας, οἱ προεστῶτες καί οἱ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία ἀπό τούς μοναχούς, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Παρθένιος Κουσουρῆς, Ἰωσήφ Θεοχάρης, Ἰωαννίκιος Ἀγγέλης, ὁ Αὐξέντιος, ὁ Νεόφυτος, ὁ Ναθαναήλ, ὁ Εὐγένιος Νικολάου καί ὁ ἱερομόναχος Ματθαῖος. Ἐψήφισαν τήν ἐπανάστασιν, ὁρκίσθηκαν στό ἱερό Εὐαγγέλιο καί καθένας ἐτράπη στήν ἐπιτέλεσιν τοῦ ἔργου πού τοῦ ἀνετέθη» σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος και συμπλήρωσε «Τήν νύχτα τῆς 26ης πρός τήν 27ην Μαρτίου συγκεντρώθηκαν στό μοναστήρι οἱ μοναχοί, ἀρκετοί κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν ἔνοπλοι καί ἄλλοι ὑπό τόν Ζαρείφη καί περίμεναν μέ συγκίνηση νέα ἀπό τήν Ἀμφισσα».
Υπογράμμισε, ακόμη, ότι για την Ήπειρο η μονή του Οσίου Λουκά ήταν η αφετηρία της επαναστάσεως, ενώ έκανε εκτενή αναφορά με συγκεκριμένα στοιχεία και στην υλική προσφορά της μονής.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στην επίσκεψη του Βασιλιά Όθωνα στη Μονή Οσίου Λουκά τονίζοντας ότι ο βασιλιάς θαύμασε το ναό και επήνεσε την ανδρεία των αγωνιστών. Μάλιστα, του διηγήθηκαν την στήριξή τους στην Ελληνική Επανάσταση και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν εκείνη την περίοδο. Συγκεκριμένα ο Επίσκοπος Σαλώνων είπε χαρακτηριστικά: “Οὗλοι, Μεγαλειότατε, οὗλοι ἐπολεμήσαμεν παλληκαρίσια γιά τήν ἐλευθερία … καί ἀνασύρας τό ἔνδυμα ἔδειξε τάς πληγάς του. Τώρα ὅμως πεινοῦμεν, Μεγαλειότατε … Ἄς ζήση τό ἔθνος μας. Ἄς ζήση ἡ μεγαλειότης σου … καί ἡμεῖς ἄς ψοφήσωμεν …” Ο Όθωνας συγκινήθηκε και υποσχέθηκε πως μόλις επιστρέψει στην Αθήνα θα φροντίσει υπέρ της Μονής. Πέρασε πολύς καιρός και οι γέροντες μοναστές αγωνιστές κάτω από το μεγάλο πλάτανο της Μονής με μακαρία απλότητα συζητούσαν για τα ποσά των μισθών, τα δώρα και τα παράσημα, τα οποία περίμεναν να λάβουν από τον βασιλιά, ο οποίος τόσους γλυκείς λόγους τους είπε και τόσες υποσχέσεις τους έδωσε. Επειδή ούτε στον ύπνο τους φαντάστηκαν, ότι οι βασιλείς παραβαίνουν τις υποσχέσεις τους, ανέμεναν με ακράδαντη ελπίδα την εκπλήρωση των λόγων του βασιλιά μέχρι και το θάνατό τους.
Ο Αρχιεπίσκοπος στο τέλος της ομιλίας του δώρισε στην Σ.Σ.Ε. ένα αντίγραφο του Ευαγγελίου που είχε πάνω του ο Επίσκοπος Σαλώνων.