Ν. Βρεττός στο “Π”: Κανένας δεν θα μπορέσει να κουκουλώσει το έγκλημα στα Τέμπη
Του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΔΗΜ. ΒΡΕΤΤΟΥ
Βουλευτή Νίκης Β3 Νότιου Τομέα Αθηνών
Η σχεδόν ομόφωνη απόφαση της Βουλής για σύσταση Εξεταστικής των Πραγμάτων του εγκλήματος των Τεμπών Επιτροπής αποτελεί μια μοναδικής σημασίας απόφαση για την Ελληνική Δημοκρατία.
Σκοπός αρχικά φάνηκε πως ήταν η ανάδειξη του διαχρονικού οικονομικού εγκλήματος διασπάθισης δημοσίου χρήματος και διαπλοκής μεταξύ εθνικών εργολάβων, πολιτικών, ελεγκτικών αρχών, στελεχών και ενίοτε συνδικαλιστών, όλων αυτών που με μία λέξη χαρακτηρίζονται παγκοσμίως ως διαφθορά. Μια διαφθορά κόστους για τους έλληνες πολίτες 20 δισ. ευρώ σε πραγματικές τιμές, πολλαπλάσιας όμως οικονομικής ζημίας, με απροσδιόριστες άλλες επιπτώσεις στην παραγωγική ανάπτυξη της πατρίδας μας, σε μια χρονική περίοδο διάρκειας πέραν των 27 ετών.
Προφανής η προσπάθεια συγκάλυψης του πραγματικού εγκλήματος των Τεμπών, με τους 57 γνωστούς φονευθέντες, τον έναν άγνωστο εξαϋλωθέντα και τους 180 εγκαυματίες, τους βαριά και ελαφρά τραυματισμένους. Εμφανέστατη, όμως, και η προσπάθεια συγκάλυψης, διάχυσης και μη απόδοσης ποινικών ευθυνών για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους σε όλη την ιεραρχική κλίμακα. Παρά ταύτα, στη Νίκη πιστεύαμε πως, στη μνήμη των νέων κυρίως ανθρώπων, έπρεπε να συμφωνήσουμε στη σύστασή της, για λόγους δημοσιότητας, έκθεσης στην κοινωνία της υποκριτικής στάσης των μελών της ΝΔ και πίεσης στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές. Αρχές που από την πρώτη στιγμή επέδειξαν νωθρότητα, αργά αντανακλαστικά και βαριά ελλειμματικές αμέλειες, σύμφωνα με τις δημόσιες καταγγελίες συγγενών θυμάτων του ομαδικού εγκλήματος.
Με την έναρξη των εργασιών της Επιτροπής, η κυβερνητική πλειοψηφία επέβαλε την παρελκυστική τακτική της στον κατάλογο των μαρτύρων, στη σειρά εξέτασής τους και στις τεχνητές εντάσεις στις οποίες κατέφευγε για να διαστρεβλώσει τα συμπεράσματα και να πλήξει τη σοβαρότητα της ίδιας της Επιτροπής. Το φοβερό έγκλημα, όμως, δεν μπόρεσε και δεν μπορεί κανείς να το αποκρύψει από την αλάνθαστη συνειδησιακή ευθυκρισία του λαού. Η συντριπτική πλειονότητα των μαρτύρων δεν κατέθετε την πλήρη αλήθεια ή την κατέθετε με ανακρίβειες, μεγάλες περιόδους σιωπής και ακόμα μεγαλύτερα διαστήματα ολικής ή και παραπλανητικής αμνησίας. Ακόμα, όμως, και κάτω από αυτές τις συνθήκες, αυτή η Επιτροπή δεν ήταν σαν όλες τις άλλες που εξέταζαν φαινόμενα οικονομικού εγκλήματος, διαπλοκής και διαφθοράς.
Οι εκπρόσωποι της Νίκης (τακτικό και αναπληρωματικό μέλος) από την πρώτη συνεδρίαση στόχευσαν στην ανάδειξη των ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων που είχαν την ευθύνη κατά τη συγκυρία της ολέθριας, εγκληματικής μετωπικής σύγκρουσης, στην ίδια γραμμή, των δύο αμαξοστοιχιών, αλλά και στις εμφανέστατες ενέργειες συγκάλυψης, παραποίησης και απόκρυψης των ενοχοποιητικών στοιχείων από κυβερνητικά, αυτοδιοικητικά κλιμάκια, στελέχη του ΟΣΕ και άλλες υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, ο μεταβατικός πρόεδρος του ΟΣΕ, γνωστός του υπουργού κ. Καραμανλή, που ορίστηκε επί υπουργίας Γεραπετρίτη, μετά το έγκλημα των Τεμπών, ψευδώς βεβαίωσε πως η οδηγία 1/2011 της ΑΠΔ επέβαλε στον ΟΣΕ να σβήσουν τα αρχεία των καταγραφικών στον εμπορευματικό σταθμό Θεσσαλονίκης και να εξαφανιστούν βιντεοσκοπημένα στοιχεία για τα πιθανά παράνομα εύφλεκτα υλικά που μετέφεραν οι τρεις πρώτες ανοιχτές πλατφόρμες του εμπορικού συρμού, πάνω από τα δηλωμένα ελάσματα. Στη δε πρόταση της Νίκης να παραπεμφθεί ο πρόεδρος του ΟΣΕ στις εισαγγελικές αρχές για να εξεταστεί για ψευδορκία, που υποστηρίχθηκε ομόφωνα από όλους τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, η πλειοψηφία της ΝΔ δεν συναίνεσε, με αποτέλεσμα να αποδειχθεί για άλλη μια φορά η πρόθεσή της να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια, με τους πραγματικούς υπευθύνους του εγκλήματος.
Για την κυβερνητική πλειοψηφία, για τον υπουργό κ. Καραμανλή και για τον ιταλό διευθύνοντα σύμβουλο της πρώην ΤΡΑΙΝΟΣΕ ήταν εμφανές πως εξυπηρετούσε το σενάριο πως για όλα έφταιγε ο παράνομα και ρουσφετολογικά τοποθετημένος, μέσω κινητικότητας, σταθμάρχης της Λάρισας. Επίσης, για την κυβερνητική πλειοψηφία εξυπηρετούσε και το σενάριο για τριπλό εγκεφαλικό ή τριπλό έμφραγμα ταυτόχρονα και στους τρεις μηχανοδηγούς σε ένα τρένο επιβατικό που με πολλές δολιοφθορές και καθυστερήσεις έφυγε, χωρίς δείγματα επικοινωνίας των τριών μηχανοδηγών, από τον σταθμό της Λάρισας μέχρι και τη μοιραία συνάντηση με την εμπορική αμαξοστοιχία στο τούνελ του Ευαγγελισμού.
Ακόμα τραγικότερο, όμως, ήταν το αφήγημα των κυβερνητικών μελών της Επιτροπής πως δεν ήταν απαραίτητο να καταθέσει ο περιφερειάρχης κ. Αγοραστός πριν καταστεί κατηγορούμενος, ώστε να χρησιμοποιήσει το νομικό δικαίωμα της σιωπής και να μην εξεταστεί για το προκλητικό, πανάκριβο και παράνομο μπάζωμα του πεδίου του εγκλήματος έξω από το τούνελ. Μπάζωμα που είχε σκοπό, μετά τη σύσκεψη του κυβερνητικού κλιμακίου, να μην είναι δυνατόν να ερευνηθεί στο πεδίο αν υπήρχαν δείγματα του υλικού που προκάλεσε τη μεγάλης ισχύος, υπό μορφή μανιταριού, έκρηξη αλλά και την τεράστια σε ένταση, λόγω των θερμικών φορτίων της, πυρκαγιά, που κατέκαψε εγκλωβισμένους και μη ζωντανούς επιβάτες. Το δε κόστος του μπαζώματος, που έφθασε στο ύψος των 650.000 ευρώ, όταν σε τιμές αγοράς το κόστος για 3 τηλεσκοπικούς γερανούς, 2 μπουλντόζες, 1 τσάπα, 20 φορτηγά, λίγα κυβικά σκύρα και μερικά τετραγωνικά τρίμματα πίσσας, για 3 ημέρες, μετά δυσκολίας ξεπερνά τα 50.000 ευρώ, εγείρει και άλλα θέματα εξεταστέα από τις ανακριτικές αρχές και την ΕΑΔ.
Τελευταία αξιολογήσιμη είναι η Επιτροπή Γεραπετρίτη, η οποία διορίστηκε από τον υπουργεύοντα όχι για να διερευνήσει για την κυβέρνηση, παράλληλα με τις υπόλοιπες αρχές, τα αίτια του εγκλήματος, αλλά για να αναδείξει τις διαχρονικές συστημικές κακοδαιμονίες του ελληνικού σιδηροδρόμου. Μια επιτροπή της οποίας ένα μέλος – καθηγητής κατέθεσε πως δεν γνώριζε ποιος και με ποιον τρόπο αιτήθηκε την παροχή στοιχείων και ποιος ή ποιοι παρείχαν τα στοιχεία βάσει των οποίων συνέταξαν το πόρισμα. Το μόνο σημαντικό και αναξιολόγητο από την Εξεταστική ακόμα στοιχείο της Επιτροπής Γεραπετρίτη που κατέθεσε ο πρόεδρός της ήταν το αντίγραφο της κατάθεσης του υπευθύνου του μεταφορικού έργου, ο οποίος φαίνεται να κατέθεσε, παραδόξως, παρουσία και άλλου στελέχους του ΟΣΕ, που όμως δυστυχώς δεν πρόλαβε να καταθέσει και στον ανακριτή, γιατί ατυχώς και συμπτωματικώς σκοτώθηκε λίγες ημέρες μετά την κατάθεσή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο Λαγονήσι. Στο τέλος, μερικές πολιτικές κρίσεις για τη σύμβαση 717 και τη συμπληρωματική της. Συμβάσεις του 2014 διετίας, έστω το μέγιστο τριετίας, για την εγκατάσταση αυτόματων συστημάτων ασφαλείας και απόλυτης προστασίας της ανθρώπινης ζωής, οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα διαφθοράς, διαπλοκής και οριζόντιας και διαχρονικής εγκληματικής ευθύνης των κομμάτων και των αποκομμάτων της εξουσίας, η μη ολοκλήρωση των οποίων οδήγησε νομοτελειακά στο έγκλημα των Τεμπών.
Για τη Νίκη εγείρονται ισχυρές ενδείξεις όχι μόνο για τις δεδομένες, αυτονόητες πολιτικές ευθύνες, που ουσιαστικά δεν έχουν αναληφθεί, αλλά και για ποινικές ευθύνες κυβερνητικών προσώπων. Είθε η μνήμη των θυμάτων και η δικαίωση των συγγενών τους να αναγκάσουν τη Δικαιοσύνη να αποδώσει δίκαιη κρίση στο όνομα του ελληνικού λαού και να μην υποχωρήσει στις πιέσεις και στις μεθοδεύσεις των συμφερόντων.