Η Άγκυρα συνεχίζει να αμφισβητεί και να διεκδικεί, η Αθήνα σιωπά για να μη διαταραχθεί η Διακήρυξη των Αθηνών
Η Τουρκία απαίτησε να μπει στο ράφι το Κυπριακό!
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Έδαφος στην Τουρκία για να προωθήσει και να εμπεδώσει τις διεκδικήσεις της εις βάρος της χώρας μας προσφέρει η ελληνική κυβέρνηση, καθώς αποδεικνύεται καθημερινά ότι η πολυδιαφημισμένη Διακήρυξη των Αθηνών θα εξελιχθεί σε μια χειρότερη εκδοχή της Συμφωνίας της Μαδρίτης, όπου η μεν Ελλάδα θα αυτοπεριορίζεται στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, η δε Άγκυρα θα επιβάλλει τον αναθεωρητισμό της.
Δύο μήνες μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στην Αθήνα και την υπογραφή της Διακήρυξης των Αθηνών, η ελληνική πλευρά εμφανίζεται να προσπαθεί να ωραιοποιήσει την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στα ελληνοτουρκικά, καθώς, με εξαίρεση την απουσία παράνομης δραστηριότητας της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας στο Αιγαίο, η Άγκυρα θέτει στο τραπέζι, και δημοσίως, τις διεκδικήσεις εναντίον της χώρας μας.
Έτσι, ενώ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωνε ότι η αποκλιμάκωση της έντασης και η θετική ατζέντα δημιουργούν τις βάσεις για να αντιμετωπίσουμε το μεγάλο θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, η Τουρκία έσπευσε, διά του υπουργού Εξωτερικών Χακάν Φιντάν, να μας προσγειώσει στη σκληρή πραγματικότητα.
Ο τούρκος ΥΠΕΞ, στη συνέντευξή του την περασμένη εβδομάδα, έθεσε ένα πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από αυτό που παρουσιάζει η Αθήνα, τονίζοντας ότι δίνεται προτεραιότητα από τους δύο ηγέτες στη βελτίωση των σχέσεων, αλλά θα πρέπει οι δύο πλευρές και οι δύο υπουργοί Εξωτερικών –ο ίδιος και ο Γιώργος Γεραπετρίτης– να βρουν μια νέα αντίληψη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που οι δύο χώρες «κληρονόμησαν από το παρελθόν».
Στο πλαίσιο αυτό, ο τούρκος ΥΠΕΞ παρουσίασε και τη λίστα αυτή, η οποία δείχνει ότι η Τουρκία απλώς κερδίζει χρόνο και εκμεταλλεύεται την υποτιθέμενη ελληνοτουρκική προσέγγιση για να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, επιμένοντας στο ακέραιο στις διεκδικήσεις της.
Ο κ. Φιντάν έκανε ειδική αναφορά «στο καθεστώς των νησιών, τον εξοπλισμό τους (σ.σ.: την αποστρατιωτικοποίηση), τον εναέριο χώρο και άλλα…», ενώ απαίτησε να μπει στο ράφι το Κυπριακό, προκειμένου οι δύο χώρες να μπορέσουν να ασχοληθούν με «τα θέματα του Αιγαίου και τα προβλήματα των ομογενών μας…» (σ.σ.: τη μειονότητα στη Θράκη).
Η Αθήνα όλο αυτό το διάστημα έχει αποφύγει την οποιαδήποτε αναφορά σε ζητήματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, προκειμένου να μην ενοχληθεί η Άγκυρα και ο κ. Ερντογάν, εμφανίζοντας έτσι τη Διακήρυξη των Αθηνών ως κείμενο που περιέχει δεσμεύσεις μόνο για την… Ελλάδα.
Έτσι, στο μπαράζ δημοσιευμάτων και επίσημων δηλώσεων για την «τουρκική μειονότητα» της Θράκης δεν υπήρξε καμιά απάντηση από την ελληνική κυβέρνηση και το υπουργείο Εξωτερικών.
Σύμφωνα με σχόλια διπλωματικών πηγών για τη συνέντευξη του Χακάν Φιντάν: «Το γεγονός ότι προσπαθούμε να βελτιώσουμε τις σχέσεις μας δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σοβαρά διαφορετικές απόψεις σε συγκεκριμένα θέματα. Αποδίδουμε έμφαση σε ζητήματα αμοιβαία επωφελή αλλά δεν αναιρούμε τις βασικές μας θέσεις.
Αυτό ακριβώς αποτυπώνεται και στη Διακήρυξη των Αθηνών». Η θέση αυτή, βέβαια, μαρτυρά υποχωρητικότητα και φοβία και, κυρίως, δεν δίνει κατηγορηματική απάντηση και δεν διαψεύδει τους ισχυρισμούς του κ. Φιντάν, ο οποίος είπε ότι αναζητείται «άλλη αντίληψη» για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο…
Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, φαίνεται ότι η επιλογή της Αθήνας να επιτρέψει να ξεπλυθεί συνολικώς το καθεστώς Ερντογάν οδηγεί σε κινήσεις οι οποίες στέλνουν λανθασμένα μηνύματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ελληνική κυβέρνηση στο πλαίσιο της ΕΕ έχει μια εντελώς αμήχανη στάση σε ό,τι αφορά τα ευρωτουρκικά, καθώς λίγο – πολύ είναι έτοιμη να αποδεχθεί την ομαλή εξέλιξή τους επειδή απλώς και μόνο δεν έχουμε εδώ και έναν χρόνο παραβιάσεις του εναέριου χώρου.
Λες και έχουν εξαφανιστεί οι διεκδικήσεις και όλοι οι λόγοι που έχουν υποχρεώσει τις ελληνικές κυβερνήσεις εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες να χρησιμοποιούν το ευρωπαϊκό χαρτί για να αποθαρρύνουν τον τουρκικό επεκτατισμό…
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Κύπρος τις τελευταίες εβδομάδες έχει μείνει μόνη της στην απόκρουση των πιέσεων που ασκούνται ώστε να συναινέσει στην πρόσκληση ανώτατων τούρκων αξιωματούχων σε ευρωπαϊκές συναντήσεις, κάτι που θα έδινε την εικόνα ότι όλα βαίνουν καλώς στα ευρωτουρκικά. Μάλιστα και η Αθήνα έχει μεταφέρει στη Λευκωσία την επιθυμία να μην αποκλειστεί η Τουρκία από την ΕΕ.
Πάντως, στο άτυπο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, αφού η Λευκωσία διαμήνυσε ότι αν η Τουρκία δεν αποδεχθεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν θα επιτρέψει την πρόσκληση του Χακάν Φιντάν στο Συμβούλιο, το οποίο είχε ως αντικείμενο κυρίως τις σχέσεις με την Τουρκία, ο κ. Μπορέλ υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι το «Κυπριακό είναι το κλειδί για τις ευρωτουρκικές σχέσεις», ενώ και η Αθήνα επισήμανε ότι πρέπει να υπάρξουν απτά δείγματα για το ότι η Τουρκία συμβάλλει στην επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ…
Όμως, η Αθήνα εμφανίζεται να στέλνει το μήνυμα ότι για την ίδια δεν υπάρχουν άλλα θέματα, παρά μόνο «η συμβολή της Τουρκίας στην επανέναρξη των συνομιλιών για το Κυπριακό», εγκαταλείποντας ουσιαστικά μια πολιτική δεκαετιών. Και αυτό διότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις θα πρέπει να συνδέονται διαρκώς και με τη συμμόρφωση της Τουρκίας με το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή νομιμότητα. Και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η πολιτική των «γκρίζων ζωνών», να αποκηρυχθεί το casus belli και να αποσυρθούν όλες οι αμφισβητήσεις των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, είτε αφορούν το FIR Αθηνών είτε τις ζώνες Έρευνας και Διάσωσης.
Και φυσικά θα πρέπει να τεθεί ως προϋπόθεση και η αποδοχή του Δικαίου της Θάλασσας, που αποτελεί μέρος πια του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Η κυβέρνηση δεν έχει πλέον πολλά χρονικά περιθώρια, καθώς θα πρέπει να έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο πριν από τον επόμενο γύρο των πολιτικών διαβουλεύσεων στις αρχές Μαρτίου και την επίσκεψη του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα τον Μάιο.
Και αυτό διότι σε περίπτωση που δεν έχει υπάρξει κάποιο σημαντικό βήμα από την Τουρκία, και όχι απλώς η αναστολή των υπερπτήσεων, θα πρέπει να κάνει πλέον μια πλήρη επαναξιολόγηση της Διακήρυξης των Αθηνών, ώστε να μη μετατραπεί σε «νέα Μαδρίτη».
Την τελευταία την πλήρωσε ακριβά η χώρα, καθώς της στέρησε την ευκαιρία και τη δυνατότητα άσκησης των νόμιμων κυριαρχικών δικαιωμάτων της, την ώρα που η Τουρκία έκανε όλο και περισσότερα βήματα μπροστά, στη γενικευμένη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας.