Αντέχουν στους διεθνείς κραδασμούς οι ελληνικές εξαγωγές
Οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν πτώση 8,7% το 2023 λόγω και των πολέμων σε Ουκρανία και Γάζα. Παρά τις αρρυθμίες που παρουσιάζονται, όμως, οι εμπορευματικές συναλλαγές στη χώρα μας ολοκλήρωσαν το 2023 με μια ενθαρρυντική εξέλιξη.
Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), σημειώθηκε εντυπωσιακή μείωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο συρρικνώθηκε κατά 20% το διάστημα Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2023. Μάλιστα, η κάμψη στις ελληνικές εξαγωγές περιορίστηκε «χάρη στη δυναμική που εξακολουθούν να έχουν τα ελληνικά προϊόντα και οι υπηρεσίες στη διεθνή αγορά», όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωση του ΠΣΕ.
Η Χριστίνα Σακελλαρίδη, πρόεδρος του ΠΣΕ, επισήμανε: «Κόντρα στη διεθνή αβεβαιότητα και στην επιδείνωση των συνθηκών στις διεθνείς αγορές, οι ελληνικές εξαγωγές κατάφεραν να περιορίσουν τις απώλειες σε αξία και να διατηρήσουν ανοιχτούς τους διαύλους με τους διεθνείς συνεργάτες τους. Η συρρίκνωση του εμπορικού ελλείμματος συνιστά μια εξαιρετικά ενθαρρυντική εξέλιξη, η οποία επιτρέπει συγκρατημένη αισιοδοξία για τη συνέχεια». Τον Δεκέμβριο του 2023 καταγράφηκαν πτωτικές τάσεις σε όλους σχεδόν τους κλάδους, σχετικά με τις μεγάλες κατηγορίες προϊόντων, με μοναδική εξαίρεση τον κλάδο των τροφίμων (10,8%).
Πολύ σημαντική είναι η ποσοστιαία μείωση στις υψηλές σε αξία κατηγορίες: πετρελαιοειδή – καύσιμα (-19,7%), βιομηχανικά (-8,7%), χημικά (-13,2%), μηχανήματα (-30,9%) και διάφορα βιομηχανικά (-21%). Πτώση παρουσιάζουν και οι εξαγωγές των κατηγοριών πρώτες ύλες (-36,8%), ποτά & καπνός (-23,4%) και λάδια (-71,1%). Τέλος, κατά -17,3% υποχώρησαν και οι μικρότερες σε αξία εξαγωγές των εμπιστευτικών προϊόντων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με ανάλυση του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων και του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ), επί των προσωρινών στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, υποχώρηση καταγράφει η πορεία των εξαγωγών κατά τον Δεκέμβριο του 2023, καθώς οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 1,02 δισ. ευρώ, ή -21,7%, πέφτοντας στα 3,7 δισ. ευρώ έναντι 4,73 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2022. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, η προαναφερόμενη μείωση ήταν ελαφρώς μικρότερη (-20,9%), με αποτέλεσμα οι εξαγωγές να κατέλθουν σε 2,55 δισ. ευρώ από 3,23 δισ. ευρώ, δηλαδή περιορίστηκαν κατά 673 εκατ. ευρώ.
Αξιοσημείωτο είναι το ότι οι εισαγωγές τον Δεκέμβριο του 2023 υποχώρησαν σημαντικά, κατά 1,36 δισ. ευρώ, ή -17,7%, πέφτοντας σε μόλις 6,31 δισ. ευρώ από 7,66 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2022. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές αγαθών διαμορφώθηκαν σε 4,61 δισ. ευρώ από 5,35 δισ. ευρώ, δηλαδή μειώθηκαν κατά 734 εκατ. ευρώ, ή -13,7%.
Ως αποτέλεσμα, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε σημαντικά τον Δεκέμβριο του 2023, κατά 332 εκατ. ευρώ, ή -11,3%, πέφτοντας στα 2,61 δισ. ευρώ από 2,94 δισ. ευρώ τον αντίστοιχο μήνα του 2022. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, όμως, καταγράφεται ισχνή υποχώρηση του εμπορικού ελλείμματος (-2,9%). Πλέον είναι ολοφάνερο πως το πρόσημο στο δωδεκάμηνο μετατρέπεται σε αρνητικό, παρά το καλό ξεκίνημα στις αρχές του έτους. Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές συνολικά το διάστημα Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου μειώθηκαν κατά 4,84 δισ. ευρώ, ή -8,7%, υποχωρώντας σε 50,92 δισ. ευρώ από 55,76 δισ. ευρώ.
Χωρίς τα πετρελαιοειδή, όμως, οι εξαγωγές για το 2023 υποχώρησαν ελαφρώς και διαμορφώθηκαν στα 35,17 δισ. ευρώ από 36,25 δισ. ευρώ, δηλαδή ήταν μειωμένες κατά 1,07 δισ. ευρώ, ή -3%. Οι εισαγωγές (συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών) την περίοδο Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2023 υποχώρησαν κατά 12,59 δισ. ευρώ, ή -13,3%, με τη συνολική αξία τους να διαμορφώνεται σε 81,97 δισ. ευρώ έναντι 94,55 δισ. ευρώ το 2022. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών, οι εισαγωγές περιορίστηκαν ελαφρώς και άγγιξαν τα 60,50 δισ. ευρώ από 63,05 δισ. ευρώ, δηλαδή μειώθηκαν μόλις κατά 2,56 δισ. ευρώ, ή -4,1%.
Ως αποτέλεσμα, το εμπορικό έλλειμμα το διάστημα Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2023 μειώθηκε κατά 7,74 δισ. ευρώ, ή -20%, στα 31,05 δισ. ευρώ από 38,79 δισ. ευρώ το 2022. Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε στα 25,32 δισ. ευρώ από 26,81 δισ. ευρώ, δηλαδή υποχώρησε κατά 1,49 δισ. ευρώ, ή -5,5%.