Το πρόβλημα των αγροτών και αυτό που πρέπει να γίνει

Το πρόβλημα των αγροτών και αυτό που πρέπει να γίνει


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Ένα στατιστικό στοιχείο είναι πολύ εύγλωττο για τη σημερινή κατάσταση στην αγροτική παραγωγή. Μέχρι τη δεκαετία του 1980 η Ελλάδα είχε αυτάρκεια τροφίμων 75%. Εισήγαγε δηλαδή το 25% περίπου των αναγκών της. Η σχέση αυτή έχει σήμερα αντιστραφεί πλήρως. Η Ελλάδα εισάγει άνω του 75% των αναγκών της σε τρόφιμα και κτηνοτροφικά προϊόντα.

Θα έλεγε κανείς ότι ήταν αναμενόμενη μια μεγάλη υποχώρηση της Ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής, μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για προφανείς λόγους ανταγωνιστικότητας. Η πτώση όμως δεν περιορίσθηκε μόνο στη βιομηχανία. Είχαμε ανάλογη υποχώρηση και στην αγροτική παραγωγή.

Ένας προφανής λόγος είναι η καθυστέρηση της Ελληνικής αγροτικής παραγωγής έναντι εκείνης των βιομηχανικών Ευρωπαϊκών χωρών. Οι τελευταίες συγχρόνισαν την αγροτική παραγωγή, με την εφαρμογή βιομηχανικών προτύπων και καινοτόμων τεχνολογικών μεθόδων. Κορυφαίο παράδειγμα είναι η Ολλανδία.

Ένας δεύτερος παράγων είναι το μικρό μέγεθος των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα, που οφείλεται σ’ ένα μέρος και στην ορεινότητα του εδάφους. Ένας τρίτος παράγων είναι οι Ευρωπαϊκές πολιτικές, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1990, που ταυτίσθηκαν με την παγκοσμιοποίηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το αλόγιστο άνοιγμα των αγορών, με τη μορφή της υπογραφής συμφωνιών ελευθέρου εμπορίου με όλες σχεδόν τις περιοχές του κόσμου και τη σταδιακή μείωση των Ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ).

Η Ελληνική αγροτική παραγωγή δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει αποτελεσματικά και παραγωγικά τις επιδοτήσεις που εισέπραξε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να επιτύχει τον εκσυγχρονισμό της. Ένας λόγος για την αποτυχία αυτή ήταν η πολιτική ανεπάρκεια των κυβερνήσεων, που δεν μπόρεσαν ούτε να καθοδηγήσουν σωστά τον αγροτικό κόσμο ούτε να διαμορφώσουν συγκεκριμένες πολιτικές και πρότυπα εκσυγχρονισμού. Ένας άλλος λόγος ήταν όμως τα ίδια τα Ευρωπαϊκά προγράμματα, που συνέδεαν τις επιδοτήσεις με μείωση παραγωγών. Οι συνέπειες είναι γνωστές για μια σειρά προϊόντων: αμπελοκαλλιέργεια, δημητριακά, βαμβάκι, ζαχαρότευτλα, εσπεριδοειδή κ.ά.

Η εφαρμογή των πολιτικών αυτών ή η αποτυχία εφαρμογής εναλλακτικών παραγωγικών πολιτικών οδήγησε στη σημερινή κατάσταση βαθιάς κρίσεως στον αγροτικό τομέα και στη μεγάλη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής. Η Ελλάδα, που ήταν παραδοσιακά μια γεωργική και κτηνοτροφική χώρα, εισάγει, όπως αναφέρθηκε, άνω του 75% των γεωργικών προϊόντων που έχει ανάγκη και δεν καλύπτει ούτε το 5% των αναγκών της σε βόειο και χοιρινό κρέας.

Η κατάσταση αυτή είναι απαράδεκτη και δεν δικαιολογείται ούτε ακόμη από το καθεστώς των ελεύθερων αγορών, που επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι μόνο με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες αλλά και με τρίτες χώρες και άλλες μεγάλες περιοχές του κόσμου.

Οι Ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν παθητικά τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου και τα άφησαν να διαιωνισθούν, χωρίς αποτελεσματικές παρεμβάσεις και λύσεις. Ένα κορυφαίο παράδειγμα είναι το γνωστό πρόβλημα των μεσαζόντων, που νέμονται ένα τεράστιο και σκανδαλώδες ποσοστό κέρδους μεταξύ της τιμής που καταβάλλεται στον παραγωγό και της τιμής που πωλείται στον καταναλωτή. Αντί δηλαδή η αύξηση της τιμής ενός προϊόντος να ενισχύει τον παραγωγό και να του δίνει κίνητρο αυξήσεως της παραγωγής και συνεχίσεώς της, μετατρέπεται σε κέρδος μεσαζόντων και υπονομεύει τη βιωσιμότητα της παραγωγής.

Εξαγγέλθηκαν από δεκαετίες μέτρα και πολιτικές για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Δεν υπήρξε, δυστυχώς, καμία πρόοδος. Η λύση του βρίσκεται, προφανώς, στην ενίσχυση του ρόλου των παραγωγών στην εμπορία των προϊόντων. Αυτό σημαίνει ενίσχυση και στήριξη από την πολιτεία των συνεταιριστικών σχημάτων των παραγωγών, τα οποία θα διαπραγματεύονται αλλά και θα διαθέτουν απευθείας, με δικά τους πρατήρια, όπου είναι δυνατόν, τα προϊόντα των παραγωγών.

Οι συνεταιρισμοί δυσφημίσθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν από αλόγιστες πολιτικές παρεμβάσεις, επιδοτήσεις και σκάνδαλα. Η κρατική παρέμβαση και ενίσχυση πρέπει να είναι διακριτική και υποστηρικτική, με τη μορφή κινήτρων και ειδικών χρηματοδοτήσεων. Η ευθύνη των συνεταιρισμών θα είναι σαφώς εταιρική και θα βαρύνει τους ίδιους τους παραγωγούς.

Οι παρεμβάσεις στον τομέα αυτό μπορούν να γίνουν σε συνδυασμό με πολιτικές εκσυγχρονισμού και επιχειρηματικής γεωργίας. Η Ελλάδα, ζώντας σε καθεστώς ανοικτών αγορών με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, αλλά, επιπλέον, με το νεοφιλελεύθερο καθεστώς του ελεύθερου εμπορίου, που προωθεί συστηματικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλες σχεδόν τις περιοχές του κόσμου, δεν μπορεί να υστερεί σε εκσυγχρονισμό και τεχνολογική πρόοδο. Ασφαλώς, δεν έχει τις προϋποθέσεις μαζικής παραγωγής σε μεγάλες εκτάσεις και δεν πρέπει να επιδοθεί σε τέτοιου είδους καλλιέργειες. Πρέπει να επικεντρωθεί στην παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντων, στα οποία έχει ένα πλεονέκτημα.

Είναι παρήγορο ότι κάτω από την πίεση της ανάγκης, αλλά και λόγω της μεγάλης διεθνούς προβολής ορισμένων Ελληνικών προϊόντων, η Ελλάδα κατόρθωσε, κατά τα τελευταία χρόνια, να βελτιώσει σημαντικά τις εξαγωγές της, που υπερβαίνουν σήμερα τα 50 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται και εμβληματικά αγροτικά προϊόντα, όπως η φέτα, τα ροδάκινα, τα ακτινίδια κ.ά.

Είναι φανερό όμως ότι καμιά εξαγωγική επιτυχία δεν θα είναι σταθερή και μόνιμη, εάν δεν υποστηριχθεί αποτελεσματικά η βάση της αγροτικής παραγωγής, που είναι οι Έλληνες αγρότες. Το υπουργείο Γεωργίας πρέπει να αλλάξει ριζικά και να μεταμορφωθεί σ’ ένα πραγματικό στρατηγείο για τη γεωργική παραγωγή, εκσυγχρονισμό, μεταποίηση των γεωργικών προϊόντων, τις εξαγωγές και εισαγωγές γεωργικών προϊόντων. Γιατί, π.χ., η Ελλάδα εισάγει λεμόνια, ντομάτες, σκόρδα, πορτοκάλια, όσπρια από διάφορες χώρες του κόσμου;

Δεν αρκούν οι γεωργικές πολιτικές. Χρειάζονται εξειδικευμένες πολιτικές. Για τα εσπεριδοειδή, για το αμπέλι και το κρασί, για τα ροδάκινα, τα ακτινίδια, τους ξηρούς καρπούς, τις ντομάτες, τα λαχανικά, τις χρήσιμες νέες καλλιέργειες και προϊόντα.

Χρειάζονται εφαρμογές ρομποτικής και τεχνητής ευφυΐας στην αγροτική παραγωγή, για να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά της και να καλύψουν ένα μέρος του εργατικού δυναμικού που λείπει. Χρειάζεται οι Γεωπονικές Σχολές να συνδεθούν άμεσα με το χωράφι, την έρευνα και την καινοτομία, ώστε να συμβάλουν καθοριστικά στη μεταμόρφωση της Ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Στο πνεύμα αυτό, πρέπει, πάνω απ’ όλα, να τεθεί ένας εφικτός στρατηγικός στόχος: Η Ελλάδα να αναστρέψει πάλι τον σημερινό συσχετισμό εισαγωγών και εξαγωγών και να καλύπτει, τουλάχιστον, το 60% – 65% των αναγκών της σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Δεν είναι στόχος ανέφικτος, στο μάκρος μιας δεκαετίας.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ