Aσύμφορη η διαφοροποίηση ή η απόλυτη ταύτιση με τη Δύση σε θέματα διεθνούς και εθνικού ενδιαφέροντος
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Η επικράτηση της παγκοσμιοποίησης –για άλλους καπιταλιστικού συστήματος– μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού –εκτός Κίνας–, αντί να επιφέρει την ισονομία και τη συνεργασία μεταξύ των χωρών της παγκόσμιας κοινότητας, όξυνε τις ανισότητες και τις αντιπαραθέσεις σε σημείο η σημερινή εποχή να συγκρίνεται με την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Ο ανταγωνισμός οξύνθηκε κυρίως στον οικονομικό και τεχνολογικό τομέα και λιγότερο στον στρατιωτικό. Το ΝΑΤΟ, μετά τους πρώτους προβληματισμούς, αντί να ακολουθήσει την τύχη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, που για δεκαετίες ήταν το αντίπαλον δέος, και να αυτοδιαλυθεί, όχι μόνο παρέμεινε ως είχε, αλλά διευρύνθηκε περαιτέρω και σήμερα αριθμεί 31 μέλη.
Τον προβληματισμό για το μέλλον του ΝΑΤΟ και την περαιτέρω ύπαρξή του εύστοχα είχε εκφράσει ανώτατο στέλεχος της Σχολής Άμυνας του ΝΑΤΟ με αναφορά στο γνωστό ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Περιμένοντας τους βαρβάρους», για να διερωτηθεί όπως ο μεγάλος αλεξανδρινός ποιητής «και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους;».
Τρία είναι τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν τη σύγχρονη διεθνή κοινωνία, με κίνδυνο να επεκταθούν και να θέσουν σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Το πρώτο είναι το Ουκρανικό, καθώς σε λίγες εβδομάδες συμπληρώνονται δύο χρόνια από τη ρωσική εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου 2022, χωρίς να διαφαίνεται στον ορίζοντα καμιά προοπτική για εκεχειρία και έναρξη διαπραγματεύσεων για ειρήνευση. Το δεύτερο είναι το Μεσανατολικό, με την απερίγραπτης αγριότητας διαμάχη μεταξύ Ισραηλινών – Παλαιστίνιων. Το τρίτο, που συνδέεται με το δεύτερο και είναι συνέπεια και παράγωγό του, είναι οι πειρατικές ενέργειες των Χούθι στην Ερυθρά Θάλασσα, που απειλούν τη ναυσιπλοΐα.
Στο Ουκρανικό, η Ελλάδα συντάχθηκε πλήρως με τις δυτικές συμμαχικές χώρες, ΝΑΤΟ και ΕΕ, καταδικάζοντας τη ρωσική εισβολή και την παράνομη παραμονή των ρωσικών στρατευμάτων στην ουκρανική επικράτεια. Θα ήταν παράλογο να μην το πράξει, αφού η ρωσική εισβολή παραβίασε βάναυσα θεμελιώδεις αρχές των Ηνωμένων Εθνών για τον σεβασμό και το απαραβίαστο των συνόρων. Εξάλλου, όσον αφορά την Ελλάδα, υπάρχει το προηγούμενο της Κύπρου, με την τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου 1974.
Το επίμαχο στοιχείο στην ταύτιση της Ελλάδος με τις δυτικές χώρες είναι ότι δεν περιορίστηκε μόνο στο διπλωματικό μέρος, αλλά επεκτάθηκε και σε έμπρακτη βοήθεια, με την αποστολή πολεμικού υλικού, γεγονός που επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει δυσμενώς τις σχέσεις με τη Ρωσία. Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι δύο λαοί, ο ελληνικός και ο ρωσικός, συνδέονται με αρχέγονη φιλία και ιστορικές σχέσεις, ενώ η Ρωσία, εκτός του ότι είναι μόνιμο μέλος του ΣΑ του ΟΗΕ, τηρεί σταθερή, θετική θέση στο Κυπριακό. Η Ελλάδα όφειλε να διαφοροποιηθεί στον τομέα της στρατιωτικής συμμετοχής, γεγονός που θα μπορούσε να της επιτρέψει να επιδιώξει την ανάληψη ενός μεσολαβητικού ρόλου, τον οποίο διεκδίκησε και ανέλαβε η Τουρκία. Άλλωστε υπήρχε αντίστοιχο προηγούμενο για την ελληνική διπλωματία: Η μη συμμετοχή της Ελλάδος στους βομβαρδισμούς του Βελιγραδίου από το ΝΑΤΟ το 1999. Η μη συμμετοχή της δεν αποδυνάμωσε τις σχέσεις της χώρας με το ΝΑΤΟ. Αντίθετα, επαύξησε τον ρόλο της στα Βαλκάνια, χωρίς να θιγεί η θέση της εντός της Νατοϊκής Συμμαχίας.
Το Μεσανατολικό, με την αιώνια διαμάχη μεταξύ Ισραηλινών και αραβόφωνων, ισλαμιστών Παλαιστίνιων, είναι πλέον περίπλοκο και δισεπίλυτο. Και αυτό διότι εμπλέκει ιστορία –αρχαία, μεσαιωνική και σύγχρονη– θρησκεία και θρησκευτικά συναισθήματα αλλά και γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Οι ακραίες θέσεις εκατέρωθεν δυσκολεύουν την ανάληψη πρωτοβουλιών για κατάπαυση του πυρός και τη δρομολόγηση διαπραγματεύσεων για την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους σύμφωνα με τις αποφάσεις των ΗΕ, που επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο από θεσμικά ηγετικά πρόσωπα της ΕΕ.
Η ελληνική διπλωματία ορθώς συντάχθηκε με την ΕΕ στην καταδίκη της Χαμάς και των τρομοκρατικών ενεργειών της, όπως και στην έκφραση συμπαράστασης στο Ισραήλ, στη βάση της άσκησης του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας. Όμως, στη συνέχεια, με την πλήρη ταύτιση με τις θέσεις ΗΠΑ και ΕΕ, έδωσε την εντύπωση ότι ανέχεται τις υπερβάσεις του Νετανιάχου, ενώ δεν επεδίωξε, ως χώρα της περιοχής και με ιστορικούς δεσμούς με τους δύο εμπόλεμους λαούς, να αναλάβει κάποιον μεσολαβητικό ρόλο, όπως παλαιότερα είχε πράξει ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Παρεπόμενο του Μεσανατολικού, το φαινόμενο των Χούθι, που ενεργούν πειρατικά, ορμώμενοι από την Υεμένη, με στόχο να πλήξουν τα δυτικά οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα, κυρίως, δε, τη μεταφορά των πετρελαιοειδών. Οι αντιδράσεις των δυτικών χωρών, ύστερα από πρωτοβουλία των ΗΠΑ, ήταν άμεσες, με την αποστολή πολεμικών πλοίων προς αντιμετώπιση των Χούθι. Η θετική ανταπόκριση της Ελλάδος, η οποία δήλωσε ότι θα συμμετάσχει με την αποστολή πολεμικής φρεγάτας, έτυχε, αδίκως, δυσμενών σχολίων, καθώς αρκετοί παραβλέπουν το γεγονός ότι η Ελλάδα τυγχάνει να είναι η πρώτη ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο και η συμμετοχή της στη διαφύλαξη της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, που αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου, είναι πλήρως δικαιολογημένη. Ορθώς ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας, στην προ ημερών άτυπη Σύνοδο των υπουργών Άμυνας της ΕΕ, προσφέρθηκε να χρησιμοποιηθεί η στρατηγική βάση της Λάρισας για τις ενέργειες προς εξασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στην Ερυθρά Θάλασσα, με την Ελλάδα να αναλαμβάνει διαχειριστικό ρόλο.
Η εξωτερική πολιτική, όπως επανειλημμένα έχουμε τονίσει, διαφέρει ριζικά από την εσωτερική. Κυρίως γιατί στην άσκησή της πρέπει να λαμβάνονται υπόψη πολλά στοιχεία, καθώς επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες. Για αυτούς και άλλους πολλούς λόγους επιβάλλεται μεγίστη περίσκεψη στις επιλογές και στη λήψη σχετικών αποφάσεων. Η ελληνική διπλωματική ιστορία καταγράφει σοβαρά λάθη και παραλείψεις, που είχαν οδυνηρές συνέπειες για τη χώρα. Αρκεί μόνο η αναφορά στο Κυπριακό σε ό,τι προηγήθηκε του αγώνα για την ανεξαρτησία και ό,τι επακολούθησε.
Στα θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος οι θέσεις μιας χώρας διαμορφώνονται και στα πλαίσια της ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΗΕ κ.ά. Οι χώρες-μέλη συντάσσονται με τις προτάσεις ή και διαφοροποιούνται όταν το επιτάσσει το εθνικό συμφέρον, ασκώντας ακόμα και βέτο σε περίπτωση που μια πρόταση θίγει βασικά εθνικά συμφέροντα. Βέβαια πολλές θέσεις διαμορφώνονται και σε διμερείς συναντήσεις, ωστόσο, όταν δεν ενημερώνεται το Εθνικό Κοινοβούλιο και οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης, αυτό συνιστά μυστική διπλωματία. Οι θέσεις της ελληνικής διπλωματίας στο Ουκρανικό, στο Μεσανατολικό και στην προάσπιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας εμπεριέχουν αμφότερα τα παραπάνω στοιχεία.
Η απόλυτη ταύτιση της Ελλάδος με τις χώρες της Δύσης, χωρίς διαφοροποιήσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις –περισσότερο δε στο Ουκρανικό– θα ήταν σκόπιμες και επιβαλλόμενες, δεν εξυπηρετεί απόλυτα τα εθνικά συμφέροντα. Ιδιαίτερης προσοχής χρήζει η ταύτιση με τις ΗΠΑ, οι οποίες, όπως επανειλημμένα έχει τονισθεί από αυτήν τη στήλη, ακούν τη λεγόμενη «διπλωματία της ισχύος». Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε τους πανηγυρισμούς για την προμήθεια από τις ΗΠΑ των F-35 και άλλου πολεμικού υλικού, που είτε είναι μεταχειρισμένο είτε περισσεύει. Το κυριότερο είναι ότι ξεχάστηκε πλήρως η σύνδεση της πώλησης των F-35 στη χώρα μας με το ξεμπλοκάρισμα του εκσυγχρονισμού των F-16 για την Τουρκία…