Μαρ. Ξενογιαννακοπούλου στο “Π”: Οι δύο όψεις της Ευρώπης

Μαρ. Ξενογιαννακοπούλου στο “Π”: Οι δύο όψεις της Ευρώπης

Της
ΜΑΡΙΛΙΖΑΣ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Βουλευτού ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών,
Μέλους της ΠΓ


Πριν από λίγες ημέρες έφυγαν από τη ζωή δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι πολιτικοί ως προς τη φιλοσοφία τους, τις πολιτικές που υπηρέτησαν, το όραμά τους για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τελικά την παρακαταθήκη που άφησαν.

Ο Ζακ Ντελόρ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σηματοδότησαν δύο διαφορετικές περιόδους και όψεις της ευρωπαϊκής εξέλιξης, κάτι που προφανώς συναρτάται με τα δεδομένα και τις συνθήκες που επικρατούσαν στις διαφορετικές εποχές που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις αλλά και με τις καθοριστικές επιλογές που έκαναν οι ίδιοι σε κρίσιμες στιγμές για την Ευρώπη και τα κράτη-μέλη της.

Ο Ζακ Ντελόρ ήταν ένας προοδευτικός σοσιαλιστής και μετριοπαθής πολιτικός. Είχε όραμα και στρατηγική αντίληψη για την Ευρώπη. Επειδή εργαζόμουν εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’80 και του ’90 στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, θυμάμαι πάντα τις εμπνευσμένες ομιλίες του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ήταν μια περίοδος προσδοκιών και μεγάλων αλλαγών. Σε όλες τις χώρες του Νότου της Ευρώπης είχαν αναδειχθεί σοσιαλιστικές κυβερνήσεις και στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια συμμετείχαν ισχυροί Πρόεδροι και πρωθυπουργοί –Φρανσουά Μιτεράν, Ανδρέας Παπανδρέου, Φελίπε Γκονζάλες, Μάριο Σοάρες, Μπετίνο Κράξι–, που συγκροτούσαν, αφενός, ισχυρό μέτωπο αλλαγής και ενδυνάμωσης των ευρωπαϊκών θεσμικών λειτουργιών και πολιτικών και, αφετέρου, ανάχωμα στις προσπάθειες εφαρμογής μιας περιοριστικής διακυβερνητικής πολιτικής που εξέφραζε τότε η Μάργκαρετ Θάτσερ.
Συνεπώς, ο Ζακ Ντελόρ βασίστηκε σε αυτόν τον προοδευτικό πολιτικό συσχετισμό και στο αίτημα για μια δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη παράλληλα με την εξέλιξη της εσωτερικής αγοράς, αλλά ταυτόχρονα, με την προσωπικότητα και την επιμονή του, όχι απλώς το εξέφρασε αλλά και του έδωσε δυναμική και υπόσταση. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε τότε ήταν ότι κάθε βήμα στην ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς θα έπρεπε να συμβαδίζει με την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής θεσμικής λειτουργίας και την ανάπτυξη των διαρθρωτικών και κοινωνικών πολιτικών και δράσεων, όπως η Λευκή Βίβλος και τα ΜΟΠ και στη συνέχεια ο διπλασιασμός των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων και οι πρώτες μεγάλες πολιτικές και χρηματοδοτήσεις για την περιφερειακή και κοινωνική συνοχή.

Μετά το 1989 και τις καταλυτικές γεωπολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη, διαμορφώθηκαν σταδιακά νέοι συσχετισμοί και συμβιβασμοί, με τη Γερμανία να μην περιορίζεται στον ρόλο της ισορροπίας του γαλλογερμανικού άξονα, αλλά να επιδιώκει την επιβολή των επιλογών της. Χαρακτηριστική περίπτωση, η εκβιαστική αντιμετώπιση της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και η Συνθήκη του Μάαστριχτ, στην οποία τελικά επικράτησε η γερμανική αντίληψη ως προς την ΟΝΕ και τις δημοσιονομικές προϋποθέσεις, που στην πορεία καθόρισαν τις εξελίξεις και τις συνέπειες αυτών των επιλογών. Ακόμη, όμως, και σε αυτήν τη νέα φάση, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ενοποίηση της Γερμανίας, ο Ζακ Ντελόρ επιδίωξε στις κρίσιμες αποφάσεις που αφορούσαν τη διεύρυνση με την Αυστρία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία και την εξέλιξη της ΟΝΕ να διατηρείται η δυναμική ισορροπία των θεσμικών αλλαγών και των πολιτικών της συνοχής με την αντίστοιχη χρηματοδότησή τους. Γι’ αυτό, εξάλλου, η υστεροφημία του Ζακ Ντελόρ παραμένει ισχυρή όχι μόνο στις Βρυξέλλες αλλά και στη συνείδηση των λαών της Ευρώπης. Γιατί απέδειξε ότι ήταν ένας ευρωπαίος ηγέτης που δεν αναδείχθηκε και εξέφρασε απλώς την εποχή του, αλλά με την προσωπικότητα και τη στρατηγική του αντίληψη της έδωσε υπόσταση και κατεύθυνση με τις αποφάσεις και τις μεγάλες τομές που υλοποίησε.

Στον αντίποδα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εξέφρασε και υπηρέτησε μια εποχή γερμανικής περιοριστικής επικράτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην οποία η μεγάλη διεύρυνση του 2003 προχώρησε χωρίς την αντίστοιχη εμβάθυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κοινοτικός Προϋπολογισμός, μετά τις αλλεπάλληλες διευρύνσεις της ΕΕ, συνεχώς συρρικνώνεται αντί να αυξάνεται αναλογικά. Σίγουρα ο Β. Σόιμπλε εξέφρασε μια εποχή κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, απορρύθμισης της εργασίας, επιβολής του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αποδυνάμωσης του Κοινωνικού Κράτους και απελευθέρωσης των αγορών με ελάχιστες ασφαλιστικές δικλίδες.

Όταν η κρίση χτύπησε την πόρτα της Ευρώπης και η Ελλάδα αναδείχθηκε ο αδύναμος κρίκος, πρωταγωνίστησε στην τιμωρητική αντιμετώπιση της χώρας μας και στην άρνηση να αποδεχθεί στην αρχική, κρίσιμη φάση την ευρωπαϊκή διάστασή της. Η πολιτική της λιτότητας, η μνημονιακή μέγγενη και οι εκβιασμοί σε κρίσιμες στιγμές του 2011 και του 2015, που έφτασαν μέχρι την απειλή εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, είχαν την υπογραφή του, όπως και του συσχετισμού των δυνάμεων και των συμφερόντων που εξέφραζε. Την περίοδο αυτή δοκιμάστηκε θεσμικά η ΕΕ, άτυπα όργανα, όπως το Eurogroup, επέβαλαν με αδιαφάνεια τις αποφάσεις τους, η Κοινωνική Ευρώπη υποχώρησε και μια άτυπη διακυβερνητική αντίληψη επικράτησε στα κρίσιμα θέματα, προκαλώντας κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού της Ευρώπης και συνακόλουθα αύξηση του ευρωσκεπτικισμού και των ακροδεξιών δυνάμεων.

Σήμερα, εν όψει και των ευρωεκλογών, τίθεται πιο επιτακτικά από ποτέ άλλοτε το ζήτημα της αλλαγής πλεύσης της ΕΕ και της διαμόρφωσης νέων συσχετισμών, για μια δημοκρατική, κοινωνική Ευρώπη. Η Ιστορία δείχνει πως οι εκάστοτε συνθήκες διαμορφώνουν τις εξελίξεις, αλλά παραμένει κρίσιμο το ζήτημα της ηγεσίας και καθοριστική η λαϊκή κυριαρχία και η κοινωνική συμμετοχή στη διαμόρφωση των αντίστοιχων συσχετισμών.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ