Αρ. Μπαλάσκας στο “Π”: Ασφάλεια και αντεγκληματική πολιτική
Του
ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΟΥΣ Π. ΜΠΑΛΑΣΚΑ
Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω, Διδάκτορος Νομικής
Η προοδευτική επικράτηση στους καταστατικούς χάρτες, στην ευρύτερη πολιτική στοχοθεσία και νομοθετική πρακτική των περισσότερων ευρωπαϊκών εννόμων τάξεων, μεταξύ των οποίων και της ελληνικής, της αρχής του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου δεν επέφερε απλώς την καθιέρωση κοινωνικών δικαιωμάτων, έναντι των ήδη κατοχυρωμένων ατομικών και πολιτικών, αλλά προκάλεσε και μια ριζικά νέα ανάγνωση και ερμηνεία των παραδοσιακών ελευθεριών.
Η σημαντικότερη μετάλλαξη έγκειται στο ότι οι λειτουργίες των συνταγματικών δικαιωμάτων σαφώς δεν περιορίζονται πλέον στην αμυντική τους διάσταση (status negativus / nec facere), στην απόκρουση, δηλαδή, των επεμβάσεων του κράτους στη σφαίρα ελευθερίας – αυτεξουσιότητας – αυτοπραγμάτωσης που κατοχυρώνουν.
Ιδιαίτερη σημασία αποκτά πλέον η θετική τους λειτουργία (status positivus), που όχι μόνο εξασφαλίζει την κυριαρχική συμμετοχή του πολίτη στις θεσμοποιημένες πολιτικές διαδικασίες, αλλά επιπλέον υποχρεώνει το κράτος να λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα για την εξασφάλιση των υλικών προϋποθέσεων εφαρμογής όλων των ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως και για την πραγματική υλοποίησή τους, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδύναμης προστασίας και της κανονιστικής αλληλεξάρτησης των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Το άρ. 6 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατοχυρώνει το δικαίωμα κάθε προσώπου στην ελευθερία και στην ασφάλεια, όπως και το άρ. 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατά την κρατούσα ερμηνεία του ελληνικού Συντάγματος, προσωπική ασφάλεια είναι η πραγματική κατάσταση που εμποδίζει τη γένεση κινδύνου προερχομένου από ανθρώπινες ενέργειες και προληπτικά εξασφαλίζει τη διατήρηση της υπάρχουσας υλικής και πνευματικής υπόστασης του ατόμου από πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους. Η αφηρημένη αίσθηση, επομένως, της ασφάλειας που προσδοκάται να εξασφαλίζει το φιλελεύθερο κράτος στους πολίτες, ως αστάθμητο υποκειμενικό μέγεθος –άρα εκτιθέμενο σε μη μετρήσιμες ψυχοδυναμικές συνθήκες ή κοινωνιολογικού χαρακτήρα εκτιμήσεις–, οφείλει να γίνεται στην ορθολογική δημοκρατική κοινωνία του κοινωνικού συμμετοχικού κράτους δικαίου έμπρακτη έννομη αξίωση των πολιτών για ασφάλεια, έναντι προεχόντως του κράτους και των αρμοδίων οργάνων του, όχι όμως λιγότερο και έναντι των κοινωνών που διαθέτουν τέτοια και τόση ισχύ, ώστε να περιφρονούν ή να απειλούν διαρκώς την προσδοκία των περισσοτέρων για κοινωνική ειρήνη και δικαιοσύνη.
Σε αντίθεση, επομένως, με το τυπικό φιλελεύθερο κράτος δικαίου, όπου η ασφάλεια ως ατομικό δικαίωμα είχε νόημα και πεδίο εφαρμογής κυρίως ως διατήρηση της «προσωπικής ασφάλειας» του πολίτη, στο κοινωνικό κράτος δικαίου έχει παράλληλα χαρακτήρα θεσμοποιημένης πραγματικής προστασίας από κινδύνους και προσβολές και μη κρατικής προέλευσης, δηλαδή της «συλλογικής ασφάλειας», που αφορά όχι αποκλειστικά τα άτομα αλλά και την κοινωνία των πολιτών. Η διάσταση αυτή δεν διαφοροποιείται από την παραδοσιακή απλώς και μόνο επειδή προϋποθέτει τη θεσμική αναγνώριση και την προστασία της κοινωνίας των πολιτών αλλά και επειδή προϋποθέτει αναγκαία τη λήψη προληπτικών αντεγκληματικών μέτρων από την κρατική εξουσία έναντι των πιθανών κινδύνων, είτε για την αποφυγή τους είτε για την έγκαιρη εξουδετέρωση των συνεπειών τους.
Συνεπώς, παρά το δεδομένο ότι το κράτος δεν έχει πάψει να αποτελεί ενδεχόμενη πηγή διακινδύνευσης για τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, με αποτέλεσμα η ασφάλεια του προσώπου έναντι των αυθαίρετων κρατικών διώξεων ή ανελαστικών πολιτικών αποφάσεων να παραμένει –ως θεμελιώδες συνταγματικό και οικουμενικό δικαίωμα– βασική κατάκτηση του νομικού πολιτισμού, ο πολλαπλασιασμός των ασύμμετρων κινδύνων στις σύγχρονες κοινωνίες, κοινωνίες της διακινδύνευσης για μερικούς, μεταβάλλει ουσιωδώς τους όρους της συζήτησης.
Το κύριο ζητούμενο πλέον φαίνεται να είναι η ασφάλεια του ανθρώπου-πολίτη από σοβαρούς κινδύνους μη κρατικής προέλευσης και ιδίως η προστασία από το οικονομικό και ηλεκτρονικό έγκλημα, την εκτεταμένη διαφθορά, την οπαδική βία, την εγκληματικότητα από ή εναντίον ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων (παραβατικότητα ανηλίκων / ενδοοικογενειακή βία), τη διασυνοριακή οργανωμένη εγκληματικότητα και την αδιάκριτη τρομοκρατία.
Αυτή ακριβώς η γενικευμένη αξίωση για προληπτική αντεγκληματική δράση από την Πολιτεία, υπέρ της εκ των προτέρων εξασφάλισης της ασφάλειας των πολιτών, σφυρηλατεί αλλά και ταυτόχρονα δοκιμάζει τη νέα δογματική του Ποινικού Δικαίου.
Ενώ, λοιπόν, συζητείται και διαμορφώνεται στον χώρο του Ποινικού Δικαίου μια επιστημονική αντίληψη προσανατολισμένη στους στόχους της γενικής και ειδικής πρόληψης, παράλληλα υφέρπει εντός της διαμόρφωσης των πολιτικών προτεραιοτήτων και της προβληματικής των αντίστοιχων αξιολογήσεων, σταδιακά δε επιβάλλεται, μια πρακτικού χαρακτήρα αντεγκληματική πολιτική, φορέας μιας αμφισβητούμενης αξιακής δυναμικής και υπέρμαχος μιας στόχευσης προσανατολισμένης ξεκάθαρα προς την αρχή της σκοπιμότητας – αποτελεσματικότητας έναντι εκείνης της νομιμότητας.
Θα ήταν ιδιαίτερα απλοϊκό να επιρρίψει κάποιος αποκλειστικά, ή έστω σε μεγάλο βαθμό, στην ποινική και εγκληματολογική επιστήμη την ευθύνη για τις εκάστοτε νομοτεχνικές εξελίξεις, που επήλθαν ως αποτέλεσμα της επικράτησης του προσανατολισμού στο Ποινικό Δίκαιο του σκοπού. Ανεπαρκείς, όμως, αποδείχθηκαν και αποδεικνύονται οι συνθήκες άσκησης αντεγκληματικής πολιτικής ως συνεχούς αναμόρφωσης του Ποινικού Δικαίου σε μια Πολιτεία που τη χαρακτηρίζουν κατ’ εξοχήν οι μετρήσεις της κοινής γνώμης των πολιτών και ο κυρίαρχος ηθικο-πληροφοριακός ρόλος των ΜΜΕ.
Είναι, προφανώς, δελεαστικό για την πολιτική εξουσία να παρουσιάζει άμεσες (αλλά βεβιασμένες) και αποφασιστικές (αλλά πρόχειρες) λύσεις, αντί να επενδύει σε μια χρονοβόρα και απαιτητική μεταβολή των κοινωνικών συνθηκών μέσω της μεθοδολογικά σταθμισμένης και δικαιοπολιτικά προνοητικής ποινικής νομοθεσίας.
Επομένως, θα πρέπει να προσέχει κανείς ώστε να μην αντιμετωπίζει καθετί που εμφανίζεται ως πρόσφορο μέσον για την καταπολέμηση του εγκλήματος και τον περιορισμό της ανασφάλειας ως εύλογη –υπό το πρίσμα της επιβεβαίωσης των κοινωνικά απαιτητών αξιών και κανόνων– μορφή ποινικοποίησης. Και αυτό επειδή η επιδίωξη αυτών των ποινικών στόχων πολύ γρήγορα υπερφαλαγγίζει τα θεμιτά όρια της καθόλου λειτουργίας της Δικαιοσύνης. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως του ότι πολλοί πολίτες υποκύπτουν πρόθυμα στο δέλεαρ των υποσχέσεων για ασφάλεια, με την αυστηρή επέμβαση του Ποινικού Δικαίου. Αυτή η «επιλογή», ωστόσο, λαμβανομένη υπόψη ως αμάχητο τεκμήριο κοινωνικής ανοχής ή συναίνεσης, έχει ως συνέπεια να αποσυνδέει η πολιτική εξουσία ολοένα και περισσότερο την αξίωσή της για αποτελεσματικότητα, ως προς εκείνο που η ίδια αντιλαμβάνεται ως Ποινικό Δίκαιο, από την επιστημονική επαλήθευση και, επομένως, σε τελική ανάλυση, από τη συλλογική θεσμική αξίωση για πρόληψη του εγκλήματος. Γιατί, κατά τη νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία, πάνω από όλα φαίνεται πως έχει σημασία η σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική να εκφράζεται κυρίως μέσα από μια συμβολικά κρίσιμη πολιτική και όχι νομική συμπεριφορά, δηλαδή από την αντιμετώπιση της ανασφάλειας και του φόβου διά του πολιτικώς πράττειν αυτού καθ’ εαυτό, μέσω δηλαδή της πολιτικής διαδικασίας «λήψης αποφάσεων» και όχι υπό τη βάσανο της επιστημονικά ώριμης και εμπερίστατης νομοτεχνικής διαδικασίας παραγωγής κανόνων Ποινικού Δικαίου.
Συνεπώς, στη σημερινή πραγματικότητα η προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα φαίνεται να ικανοποιεί πρωτίστως ευσεβείς πόθους και όχι πραγματικές καθημερινές ανάγκες των πολιτών. Πρόκειται για το γεγονός ότι οι εμπειρικές πεποιθήσεις ή γνώμες του απλού πολίτη τροφοδοτούν μια «έκτακτης ανάγκης», μα όχι λιγότερο «δημοφιλή», αντεγκληματική πολιτική που ασκεί η πολιτική εξουσία και αντίστροφα. Αν, λοιπόν, η αξίωση να είναι αποτελεσματική η ασκούμενη αντεγκληματική πολιτική περιορίζεται απλώς στη δυναμική που αυτή έχει για τον κατευνασμό των πολιτών, αν δηλαδή το Ποινικό Δίκαιο δεν χρειάζεται παρά για να λειτουργεί σαν «placebo» για την καταπολέμηση του φόβου της εγκληματικότητας και όχι της ίδιας της εγκληματικότητας και των αιτίων της, αυτό θα σήμαινε ότι αλλοιώνεται επικίνδυνα ο παραδοσιακός χαρακτήρας και πως αμφισβητούνται τα θεμέλια της αυτονομίας της θεωρίας του Ποινικού Δικαίου.
Οι νεότερες αυτές εξελίξεις στο Ποινικό Δίκαιο τείνουν στην αμφισβήτηση της εδραίας συνταγματικής αντίληψης μιας σχέσης αμοιβαίας αναγνώρισης όλων των πολιτών ως κοινωνών του νόμου, που αξιώνουν πραγματική και όχι ρηματική ασφάλεια. Η ιδέα ενός Φιλελεύθερου Ποινικού Δικαίου φαίνεται να υποχωρεί υπέρ του Συμβολικού Ποινικού Δικαίου, ως πολιτικού δηλαδή εργαλείου πρόσκαιρης αποκατάστασης της τρωθείσας κοινωνικής συνοχής και μηχανικής προσοδήγησης των σύγχρονων κοινωνιών στους «φαύλους κύκλους της αναγκαιότητας», καθ’ όσον για τις μοντέρνες στρατηγικές ασφάλειας σημασία έχει κατά κύριο λόγο η καταπολέμηση του εγκλήματος (war on crime) με κάθε κόστος και όχι πλέον η βεβαιότητα του πολίτη για την ισχύ του κανόνα δικαίου και για το εύλογο της πίστης του σε αυτόν.
Το Ποινικό Δίκαιο δεν μπορεί να λειτουργεί σαν πολιτικό εργαλείο ή ως κοινωνικός αποσυμπιεστής. Αποτελεί συνταγματική επιταγή, πολιτισμική κατάκτηση και επιστημονικό κεκτημένο. Και, υπό αυτό το πρίσμα, κάθε επέμβαση στο corpus του θα πρέπει να είναι μεθοδική, νηφάλια και μακρόπνοη, ώστε το εκάστοτε αποτέλεσμά της να είναι και να θεωρείται ασφαλές.