Θ. Ξανθόπουλος στο “Π”: Τρεις προκλήσεις, μία απάντηση

Του
ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ
Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Δράμας


Με τη λήξη της εορταστικής περιόδου, η κυβέρνηση κάνει ποδαρικό με τρία νομοσχέδια βαρύνουσας πολιτικής σημασίας. Η πολιτική αντιπαράθεση αναμένεται θερμή και ξεκινά αμέσως με την αρχή του νέου έτους.

Ο Κυρ. Μητσοτάκης, μετά τα αποτελέσματα των βουλευτικών και των αυτοδιοικητικών εκλογών αλλά και πριν ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ επανέλθει από τη διάσπασή του, αισθάνεται ότι έχει την ευκαιρία που ζητούσε από καιρό. Και επιλέγει να ανοίξει το θέμα της ίδρυσης «μη κερδοσκοπικών» πανεπιστημίων, της επιστολικής ψήφου και της εκ νέου τροποποίησης των Ποινικών Κωδίκων. Είναι τρία νομοσχέδια με έντονο πολιτικό και ιδεολογικό αποτύπωμα, με τα οποία η κυβέρνηση αλλά και ο πρωθυπουργός προσωπικά θέλουν να ορίσουν την πολιτική ατζέντα.

Βεβαίως, στόχος του άρθρου δεν είναι να αναλύσει το περιεχόμενο των τριών νομοσχεδίων, αλλά να αναδείξει το ιδεολογικό περιεχόμενο και την πολιτική τους σημασία.

Κατ’ αρχάς, το σχέδιο νόμου για τα «μη κερδοσκοπικά» ΑΕΙ εντάσσεται στον στενό ιδεολογικό πυρήνα της συντηρητικής κυβέρνησης, για την οποία η ίδρυση μη δημόσιων πανεπιστημίων αποτελεί διακαή πόθο. Ενδεικτικά αναφέρω ότι καθ’ όλη τη διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, η μόνιμη επωδός των βουλευτών της πλειοψηφίας στην Επιτροπή Αναθεώρησης της Βουλής ήταν: «Χάνουμε την ευκαιρία αναθεώρησης του άρθρου 16 του Συντάγματος». Αλλά και στον εκτός Κοινοβουλίου λόγο των βουλευτών της ΝΔ η αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος παρουσιαζόταν ως εμβληματική μεταρρύθμιση, η οποία, στον τομέα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, θα εξομοίωνε τη χώρα μας με τις λοιπές χώρες της ΕΕ.

Κατά δεύτερον, φέρνει το νομοσχέδιο για την επιστολική ψήφο εν όψει των ευρωεκλογών. Η κυβέρνηση, επικαλούμενη το μεγάλο ποσοστό αποχής και αντιλαμβανόμενη ότι η προηγούμενη συναινετική ρύθμιση για την ψήφο των εκτός επικρατείας Ελλήνων δεν απέδωσε, θεσμοθετεί την επιστολική ψήφο, αλλά αδιακρίτως για όλους τους εκλογείς, εντός και εκτός επικρατείας, χωρίς καμία προϋπόθεση πλην της αυτονόητης εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους.

Και τρίτον, η κυβέρνηση της ΝΔ, δέσμια του ποινικού λαϊκισμού, τον οποίο υπηρετεί πιστά από το 2016 (μην ξεχνάμε ότι στο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο τα δύο βάθρα της αντιπολίτευσης της ΝΔ ήταν ο νόμος Παρασκευόπουλου και οι νέοι Ποινικοί Κώδικες), τροποποιεί για έβδομη φορά την ποινική νομοθεσία της χώρας. Κάθε φορά που ένα έγκλημα απασχολεί τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης η κυβέρνηση τροποποιεί τη νομοθεσία, αυστηροποιεί τις ποινές και παραβιάζει κάθε έννοια ορθολογικής διαχείρισης του ποινικού φαινομένου αλλά και της ίδιας της επιστήμης.

Οι αντιδράσεις του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ είναι πρωτίστως αντιδράσεις από θέση αρχών, επιπλέον όμως θεωρούμε ότι αυτές οι πρωτοβουλίες δεν αντιμετωπίζουν υπαρκτά προβλήματα στα συγκεκριμένα πεδία, αλλά αποτελούν απόπειρες της κυβέρνησης να εδραιώσει μια βολική για την ίδια αλλά ζημιογόνα για την κοινωνία αντίληψη. Η εκ πλαγίου παραβίαση του Συντάγματος για το θέμα των ΑΕΙ δεν μπορεί, ούτε και πρέπει, να μείνει αναπάντητη. Γιατί κάθε φορά που παραβιάζεται το Σύνταγμα, η Δημοκρατία αφυδατώνεται, ο αυταρχισμός μεγαλώνει και οι πολίτες ωθούνται στο περιθώριο.

Ειδικότερα, η λογική των μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων αποτελεί «αγαπημένη συζήτηση» για τη συντηρητική παράταξη, η οποία προτάσσει την οικονομική αιμορραγία των οικογενειών των οποίων τα παιδιά σπουδάζουν στο εξωτερικό, οπότε απευθύνεται πρωτίστως σε αυτές. Ισχυρίζεται, επίσης, ότι η ύπαρξη μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων θα τονώσει τον ανταγωνισμό, από τον οποίο θα ωφεληθεί και το Δημόσιο Πανεπιστήμιο. Υποκρίνεται, βεβαίως, διότι ο μεγάλος αριθμός φοιτητών και φοιτητριών που σπουδάζουν σε ξένες χώρες είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών, όπως π.χ. η θέσπιση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, η κατάργηση της Νομικής Πάτρας, που είχε αποφασίσει ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, κ.λπ. Ενδιαφέρον έχει το ότι για την εισαγωγή στα μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ δεν υφίσταται κανένα κριτήριο πλην της δυνατότητας καταβολής διδάκτρων! Αλλά και ο περίφημος ανταγωνισμός μεταξύ μη κερδοσκοπικών και δημόσιων ΑΕΙ αποδεικνύεται επικοινωνιακό τρικ διότι η μόνιμη υποχρηματοδότηση των δημόσιων ΑΕΙ δημιουργεί μειονέκτημα σε βάρος τους ήδη από την εκκίνηση του δήθεν ανταγωνισμού.

Σε ό,τι αφορά την επιστολική ψήφο, επί της αρχής είναι θετική εξέλιξη, αλλά υπό προϋποθέσεις. Το σχέδιο νόμου, που αναρτήθηκε ήδη στη διαβούλευση, αφήνει απορίες και δημιουργεί αρκετές επιφυλάξεις. Αρχικά, η δυνατότητα επιστολικής ψήφου για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, εντός και εκτός επικρατείας, εμπεριέχει κινδύνους κυρίως για τη μυστικότητα της ψήφου και ρευστοποιεί ουσιαστικά το εκλογικό σώμα. Το «βεβαρημένο κυβερνητικό παρελθόν» με τις υποκλοπές δεν είναι η καλύτερη συνθήκη για το πλαίσιο λειτουργίας της επιστολικής ψήφου. Υποχρεούμαστε να είμαστε υποψιασμένοι. Και βέβαια δεν είναι η επιστολική ψήφος η απάντηση στην ανησυχητική αποχή των πολιτών. Απάντηση είναι η ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση, η ποιότητα των επιχειρημάτων και, κυρίως, η αίσθηση των πολιτών ότι η πολιτική μπορεί να επηρεάσει τις ζωές τους θετικά. Σε αυτά τα μείζονα διακυβεύματα, που αποτελούν προβλήματα σε όλες τις Δημοκρατίες, η κυβέρνηση αρκείται στη σιωπή.

Τέλος, η έβδομη από το 2019 τροποποίηση της ποινικής νομοθεσίας, με το μόνιμο ρεφρέν της αυστηροποίησης, βρίσκει αντίθετο το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, για προφανείς λόγους. Η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι νομοθετεί με το ένα μάτι στα πρωτοσέλιδα και το ένα αυτί στα δελτία ειδήσεων. Αντί να προσεγγίσει το θέμα της εγκληματικότητας με νηφαλιότητα, ψυχραιμία και, κυρίως, αυτοκριτική, επιχειρεί για άλλη μια φορά να καθησυχάσει την κοινωνία επισείοντας τις αυστηρότερες ποινές και τον περιορισμό δικαιωμάτων των πολιτών. Όταν η επιστήμη διαλαλεί ότι η εγκληματικότητα έχει πρωτίστως κοινωνικές αιτίες, ότι στη μείωση της εγκληματικότητας συντελεί καθοριστικά μια μακρόχρονη και σταθερή αντεγκληματική πολιτική και ότι καθοριστικός παράγοντας αποτροπής του εγκλήματος είναι η πιθανότητα σύλληψης του δράστη, η κυβέρνηση εξακολουθεί να αυστηροποιεί τις ποινές.

Ο Γενάρης προβλέπεται ενδιαφέρων. Αλλά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα παρουσιάσει η αντίδραση της προοδευτικής αντιπολίτευσης. Γιατί σε όλα αυτά τα νομοσχέδια υπάρχει κοινός τόπος ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο μέτωπο, το οποίο μπορεί να εμπνεύσει την κοινωνία, το οποίο θα απομονώσει πολιτικά την κυβέρνηση και το οποίο μπορεί να αποτελέσει πρόπλασμα για τις επόμενες προκλήσεις. Που θα είναι πολλές και μεγάλες. Και με βάση αυτές θα κριθούμε από τους πολίτες. Όπως και με βάση τη δυνατότητα να αντιπαρατεθούμε στο πολιτικό σχέδιο της κυβέρνησης αλλά και με την ικανότητα να συντονίσουμε τα βήματά μας, αφενός, για την απόκρουσή του και, αφετέρου, για την προοδευτική πρόταση διεξόδου από την κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, ως το μεγάλο κόμμα της προοδευτικής παράταξης αλλά και ως αξιωματική αντιπολίτευση, θα προσπαθήσει με όλες του τις δυνάμεις για τη συνάντηση αυτή.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: athina984.gr


Σχολιάστε εδώ