Οι μεγάλες προκλήσεις του 2024, με την Αθήνα σε ρόλο… θεατή!

Οι μεγάλες προκλήσεις του 2024, με την Αθήνα σε ρόλο… θεατή!

ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΝΩΣΗΣ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Αντιμέτωπη με παλιές και νέες προκλήσεις βρίσκεται η Ελλάδα στην αυγή του 2024, καθώς οι δύο μεγάλοι πόλεμοι στη γειτονιά της, ο επαναπροσδιορισμός της νέας τάξης πραγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, η ισορροπία σε τεντωμένο σκοινί στα ελληνοτουρκικά και η ρευστή κατάσταση στην ΕΕ δημιουργούν την υποχρέωση για άσκηση μιας εξωστρεφούς και δυναμικής εξωτερικής πολιτικής, ώστε η Ελλάδα να είναι παρούσα και κυρίως να βγει κερδισμένη σε αυτό το σκηνικό των παγκόσμιων ανακατατάξεων.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική δείχνει να βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης, δίνοντας την εικόνα ότι εξάντλησε τον όποιο δυναμισμό της στην προσπάθεια της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, με αποκορύφωμα την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα, λες και η χώρα μας ζει και αναπνέει αποκλειστικά για τη βελτίωση των ελληνοτουρκικών.

Σαν να μην υπάρχουν άλλες προκλήσεις, σαν να μην υπάρχουν άλλες ευκαιρίες για την Ελλάδα, ώστε να αναπτύξει σχέσεις με άλλες χώρες, να ενισχύσει τη γεωπολιτική της θέση και να ενισχύσει έτσι και τη διαπραγματευτική θέση της έναντι όχι μόνο της Τουρκίας αλλά και της Αλβανίας, της Λιβύης αλλά και στο εσωτερικό ακόμη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Τα ελληνοτουρκικά παραμένουν, προφανώς, στην κορυφή της λίστας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς η Αθήνα δείχνει να ζει με την αγωνία του πότε ο κ. Ερντογάν θα θεωρήσει ότι αυτή η διαδικασία προσέγγισης δεν του είναι χρήσιμη πλέον και θα επιστρέψουμε στην πολιτική των εντάσεων και των προκλήσεων. Όμως, μέχρι τότε η κυβέρνηση θα πρέπει να αποδείξει ότι τα βήματα που έγιναν τους τελευταίους μήνες, και ειδικά η πολυδιαφημισμένη Διακήρυξη των Αθηνών, δεν θα οδηγήσουν σε μια νέα Μαδρίτη και, τελικά, σε έναν αυτοπεριορισμό στην άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας.

Να υπενθυμίσουμε ότι ήδη από τον Ιανουάριο του 2021, με την ομιλία του τότε ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια στη Βουλή, είχε ανακοινωθεί ότι ολοκληρώνεται η προετοιμασία για την επέκταση των χωρικών υδάτων στην Κρήτη, διευκρινίζοντας ότι αυτή περιλαμβάνει και την Ανατολική Κρήτη, εκεί που η τουρκική «Γαλάζια Πατρίδα» έχει φτάσει λίγο έξω από τα 6 ν.μ. από τις ακτές του νησιού, καταπατώντας, παράνο­μα, τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.



 

Η υποχρέωση της κυβέρνησης είναι να δρομολογήσει την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι δεν έχει πέσει στην παγίδα των Τούρκων ώστε να θάψει τα δικαιώματα που της προσφέρει το Δίκαιο της Θάλασσας και να αποδεχθεί έτσι το casus belli, ως αντάλλαγμα για το ότι έχουν διακοπεί εδώ και κάποιους μήνες οι παραβιάσεις και οι υπερπτήσεις των τουρκικών μαχητικών. Θα πρέπει, επίσης, να δούμε πώς θα αντιδράσει η Άγκυρα στο έργο πόντισης του καλωδίου που θα διασυνδέει ηλεκτρικά την Ελλάδα με την Κύπρο και το Ισραήλ, καθώς αυτό θα διέλθει από περιοχές που αυθαίρετα η Τουρκία έχει ορίσει ως τουρκική υφαλοκρηπίδα, ενώ έχει προειδοποιήσει ότι κανένα ενεργειακό σχέδιο δεν θα υλοποιηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και τη συμμετοχή της ίδιας.

Η Τουρκία, μετά την επιδείνωση των σχέσεών της με το Ισραήλ, καθώς το μοναδικό κίνητρο της προ μηνών επίθεσης φιλίας του Ερντογάν ήταν τα ενεργειακά, θα αναζητήσει τώρα άλλους τρόπους για να εμποδίσει την υλοποίηση σχεδίων που την παρακάμπτουν, όπως είναι το ηλεκτρικό καλώδιο αλλά και η προοπτική του EastMed, θέμα με το οποίο θεωρούσε ότι είχε ξεμπερδέψει οριστικά, πριν προκύψει η κρίση στη Γάζα και η οριστική ρήξη των σχέσεών της με το Ισραήλ.

Η Αθήνα απομένει απομακρυσμένος θεατής στην κρίση της Γάζας, που ανασχηματίζει τον χάρτη της ευρύτερης περιοχής. Α­κόμη και η πρωτοβουλία για την αναζήτηση ενός θαλάσσιου διαδρόμου ανθρωπιστικής βοήθει­ας, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν, αφέθηκε αποκλειστικά στα χέρια της κυπριακής κυβέρνησης, η οποία αξιοποίησε την ευκαιρία, ερχόμενη σε επαφή με Ισραηλινούς, Βρετανούς, Παλαιστίνιους και Άραβες, ώστε να ετοιμαστεί το σχέδιο αυτό, αποκτώντας έτσι έναν εποικοδομητικό ρόλο και εγγράφοντας διπλωματικές υποθήκες. Τα δύο δυσάρεστα περιστατικά, της υπόκλισης του Γιώργου Γεραπετρίτη στον Ερντογάν και της «κόκκινης» ελληνικής σημαίας στο γενικό προξενείο της Νέας Υόρκης, έχουν ο­δηγήσει σε μια πρωτοφανή εσωστρέφεια του υπουργείου Εξωτερικών στην πλέον ακατάλληλη στιγμή.

Οι σχέσεις με τους Άραβες έχουν μείνει σχεδόν παγωμένες, χωρίς προσπάθεια της Ελλάδας να εκμεταλλευθεί και την ισορροπημένη στάση που επέλεξε η κυβέρνηση στην κρίση της Γάζας αλλά και τη γενική καχυποψία που υπάρχει στις χώρες του Κόλπου και στην Αίγυπτο για τον ηγετικό ρόλο που επιδιώκει να αναλάβει ο Ταγίπ Ερντογάν στον μουσουλμανικό κόσμο.

Και άλλες κρίσιμες περιοχές, όπως η Αφρική και η Κεντρική Ασία, έχουν βρεθεί, όμως, εκτός πεδίου της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, καθώς υπάρχουν ευκαιρίες που μένουν ανεκμετάλλευτες.

Στα Βαλκάνια, όπου η χώρα αντιμετωπίζει ακόμη το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης των Σκοπίων στις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Ελλάδα είναι απούσα, ενώ η υπόθεση Μπελέρη αποκάλυψε πόσο εύθραυστη ήταν η ειδυλλιακή εικόνα που είχε καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την οποία ο Έντι Ράμα είναι ο «φιλέλληνας» αλβανός ηγέτης ο οποίος επιδιώκει ανιδιοτελώς τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.



 

Η Αθήνα οφείλει να θέσει ως προϋπόθεση για την ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας όχι μόνο την αναγνώριση των αποτελεσμάτων των εκλογών της Χειμάρρας και τη δίκαιη δίκη του Μπελέρη αλλά και όλο το πλαίσιο των δικαιωμάτων της μειονότητας, καθώς και την αποδοχή εκ μέρους της Αλβανίας της παραπομπής της διαφοράς για την οριοθέτηση της ΑΟΖ στη Χάγη, όπως ο ίδιος ο κ. Ράμα έχει δεσμευθεί δημοσίως. Και καθώς το ευρωπαϊκό χαρτί έναντι της Αλβανίας είναι μεν ισχυρό, αλλά δεν έχει άμεση αντανάκλαση στη διακυβέρνηση Ράμα, η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να διστάσει να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που διαθέτει, και σε διμερές επίπεδο, και θα έχουν στόχο τα οικονομικά συμφέροντα του κύκλου επιχειρηματιών γύρω από τον Ράμα στην Ελλάδα, αλλά και μέτρα εναντίον όλων εκείνων που, λόγω της θέσης τους στη Δικαιοσύνη και στην Αστυνομία, έχουν πρωτοστατήσει στη σκευωρία εναντίον του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας.

Σε ό,τι αφορά τη Λιβύη, η αδράνεια των τελευταίων ετών, με τις λανθασμένες επιλογές, έχει αφήσει τη Λιβύη στο έλεος της Τουρκίας, με την Τρίπολη να ανακοινώνει νέες θαλάσσιες ζώνες, επιβεβαιώνοντας την πολιτική του τουρκολιβυκού μνημονίου. Μάλιστα, ο μέχρι τώρα «φίλος» της Ελλάδας και πρόεδρος της Βουλής της Ανατολικής Λιβύης Ακίλα Σάλεχ συνομιλεί πλέον με τον Ταγίπ Ερντογάν και τον Χακάν Φιντάν, μια εξέλιξη που εγκυμονεί κινδύνους για νέα τετελεσμένα εις βάρος της χώρας μας.

Σε ό,τι αφορά την ΕΕ, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη όσον αφορά την προσπάθεια των Γερμανών να καταργηθεί το βέτο στις αποφάσεις για θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, καθώς η στάση των ευρωβουλευτών της ΝΔ (πλην της κ. Ασημακοπούλου), με την υπερψήφιση τροπολογίας η οποία προβλέπει την κατάργηση του βέτο, δημιούργησε προβληματισμό. Το βέτο αποτελεί την τελευταία γραμμή άμυνας για κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα, ώστε να μη μετατραπούν σε απλά υποζύγια μιας «γερμανικής» Ευρώπης και να μπορούν να διασφαλίζουν και να προωθούν τα συμφέροντά τους μέσω της Ένωσης.

Το 2024 πρέπει να είναι μια χρονιά αφύπνισης της εξωτερικής πολιτικής, καθώς οι προϋποθέσεις υπάρχουν. Αρκεί να αποδειχθεί ότι υπάρχει η αναγκαία πολιτική βούληση και το αναγκαίο σθένος…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

 


Σχολιάστε εδώ