Ο ακραίος νεοταξικός δικαιωματισμός ως δήθεν «μεταρρύθμιση»
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η κυβέρνηση εξαγγέλλει για το νέο έτος, ως δείγμα μιας «τολμηρής» μεταρρυθμιστικής πολιτικής, την εισαγωγή των ιδιωτικών Πανεπιστημίων, με καθεστώς μη κερδοσκοπικού νομικού προσώπου, και της επιστολικής ψήφου. Αφήνει την ίδια στιγμή να αιωρείται, για την προετοιμασία της κοινής γνώμης, ότι θα έρθει, στη συνέχεια, προφανώς αιφνιδιαστικά, μια άλλη «μεγάλη μεταρρύθμιση»: ο γάμος και η τεκνοθεσία ομοφύλων.
Η εισαγωγή των ιδιωτικών πανεπιστημίων, πάνω σε άλλη νομική βάση, που παρακάμπτει το εμπόδιο του άρθρου 16 του Συντάγματος, επιτελείται χωρίς σοβαρή αντίδραση, αλλά και ουσιαστική συζήτηση για τις προϋποθέσεις και τους όρους με τους οποίους πρέπει αυτό να γίνει για να αποκλεισθούν Δούρειοι Ίπποι και αθέμιτα παιχνίδια στον χώρο της Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως, που μπορούν να αποδειχθούν εθνικά επικίνδυνα. Ο γνωστός Σόρος, π.χ., ίδρυσε στην Ουγγαρία ένα δικό του Πανεπιστήμιο, για να προαγάγει, μέσα από αυτό, τις γνωστές ιδέες και πρακτικές του για τη δήθεν «ανοικτή κοινωνία» και τη χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος στη χώρα αυτή.
Ήρθε σε σύγκρουση με τον Ούγγρο ηγέτη Όρμπαν, που δεν συμμερίζεται τις ιδέες και τις πολιτικές του για τη λαθρομετανάστευση, την εθνική αποδόμηση και τον Νεοταξικό ακραίο δικαιωματισμό. Ο Όρμπαν έκλεισε το Πανεπιστήμιο του Σόρος στη Βουδαπέστη και απαγόρευσε στη χώρα του τις γνωστές δραστηριότητες Σόρος.
Οι Έλληνες πολιτικοί, αρχής γενομένης από τον Κώστα Σημίτη και τον Γιώργο Παπανδρέου, άφησαν ασύδοτο τον Σόρος να αναπτύσσει τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα, να προωθεί και να στηρίζει με κάθε τρόπο τη λαθρομετανάστευση και να προάγει, ως δήθεν ριζοσπαστικό «νεωτερισμό», τον εθνομηδενισμό, την παγκοσμιοποίηση και τον ακραίο Νεοταξικό δικαιωματισμό. Ο Σόρος δεν είχε κανένα πρόβλημα να ιδρύσει τρεις δικές του Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) στην Ελλάδα με την επωνυμία της Ανοικτής Κοινωνίας. Στη μία απ’ αυτές προΐσταται, μάλιστα, συγγενής του πρωθυπουργού. Βρήκε, επίσης, ανοικτές πόρτες για να διεισδύσει στους δύο μεγαλύτερους Δήμους της χώρας, των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, με το προσωπείο του «φιλανθρώπου» που δίνει χρήματα για να αγορασθεί πετρέλαιο για τη θέρμανση ορισμένων σχολείων της Πρωτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως.
Ο Σόρος είναι ένα εύγλωττο παράδειγμα. Δεν είναι όμως μοναδική περίπτωση. Υπάρχουν και άλλοι που προωθούν Νεοταξικά ιδεολογήματα και πολιτικές και που θα θελήσουν να επωφεληθούν από τη χαλάρωση του εθνικού ελέγχου στην Ανωτάτη Εκπαίδευση. Στην περίπτωση της Ελλάδος, που αντιμετωπίζει εθνικά προβλήματα, θα ενδιαφερθούν πιθανότατα και άλλοι που θα θελήσουν να προαγάγουν δικούς τους εθνικούς στόχους, υπό τη συγκεκαλυμμένη μορφή ενός Πανεπιστημίου. Είδαμε στο πρόσφατο παρελθόν την περίπτωση του Συλλόγου «Μακεδονικής» Γλώσσας, που ζητούσε τη διδασκαλία της στην Ελληνική Εκπαίδευση, περιλαμβανομένης της Ανωτάτης.
Η γειτονική μας χώρα προς ανατολάς θα ενδιαφερθεί επίσης για να δημιουργήσει έναν φορέα Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως, απευθυνόμενο όχι μόνο στη Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης αλλά και σ’ όλους τους Μουσουλμάνους, που τόσο άκριτα το Ελληνικό κράτος εγκαθιστά και νομιμοποιεί στη χώρα.
Ασφαλώς, η υπάρχουσα κατάσταση στα Πανεπιστήμια είναι απαράδεκτη και κύριοι υπεύθυνοι είναι αυτοί που κόπτονται δήθεν για το δημόσιο Πανεπιστήμιο. Η άκρατη κομματικοποίηση του Πανεπιστημίου, η ομηρία στην οποία βρίσκεται από τη δράση ανεξέλεγκτων ομάδων, ορισμένες από τις οποίες έχουν εξελιχθεί σε συμμορίες και εγκληματικές οργανώσεις, δημιουργούν μια κατάσταση απαξιώσεως και αναρχίας που δεν επιτρέπουν στα Πανεπιστήμια να επιτελούν τον ρόλο τους ως κέντρα υψηλής γνώσεως, καταρτίσεως και έρευνας και δημιουργίας.
Τα προβλήματα των Πανεπιστημίων είναι, βεβαίως, γενικότερα. Αφορούν το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργούν, την οργάνωση και τη λειτουργία τους, την επαρκή χρηματοδότησή τους αλλά και τον αριθμό και την ποιότητα των φοιτητών που καλούνται να καταρτίσουν. Δεν είναι δυνατόν, υπό το πρόσχημα του δικαιώματος όλων να έχουν πρόσβαση στην Ανωτάτη Εκπαίδευση, να υποβαθμίζονται και να απαξιώνονται τα αξιολογικά κριτήρια εισαγωγής και ουσιαστικά να μετακομίζει όλο το Λύκειο στο Πανεπιστήμιο. Η πρακτική αυτή αποπροσανατολίζει ουσιαστικά ένα μεγάλο μέρος των νέων, που, αντί να επιλέξει την οδό της Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, λιμνάζει στα Πανεπιστήμια, χωρίς την προοπτική δημιουργικής εισόδου στην παραγωγή και ενός προσοδοφόρου επαγγέλματος.
Συμπερασματικά, η εισαγωγή του θεσμού των μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών Πανεπιστημίων πρέπει να γίνει με φειδώ και με μεγάλη προσοχή. Η εισαγωγή τους δεν πρέπει να γίνει με την ιδέα ότι δεν χρειάζεται πλέον εθνική πολιτική στον χώρο της Ανωτάτης Εκπαιδεύσεως. Αντιθέτως, υπό τις σημερινές Ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες, χρειάζεται μεγαλύτερη ακόμη αίσθηση και ευθύνη εθνικής πολιτικής σ’ αυτόν τον χώρο. Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η στήριξη, η αναδιοργάνωση και η μετατροπή των δημοσίων Πανεπιστημίων σε πραγματικούς υψηλούς χώρους παιδείας, έρευνας και δημιουργίας, με όρους διεθνούς συνεργασίας και ανταγωνιστικότητας.
Σε ό,τι αφορά την επιστολική ψήφο, που συνδέεται κατά πρώτο λόγο με την ψήφο των αποδήμων, είναι μια εύλογη αλλαγή, εφόσον έχουν ήδη προηγηθεί σ’ αυτήν πάρα πολλές χώρες. Το γεγονός αυτό παρέχει και αντίστοιχη εμπειρία για την αποφυγή λαθών και προβλημάτων.
Σε ό,τι αφορά το επίμαχο θέμα του γάμου και της τεκνοθεσίας ομοφύλων ζευγαριών, η παρουσίασή του ως μεγάλης δήθεν «μεταρρυθμίσεως» είναι, προφανώς, άστοχη, καταχρηστική και άκρως Νεοταξική. Η Ελληνική κοινωνία, στη συντριπτική πλειοψηφία της, είναι αντίθετη, παρά τη συστηματική προπαγάνδα μέσα από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως.
Προβάλλεται το επιχείρημα ότι σε θέματα αξιών και δικαιωμάτων δεν τίθεται θέμα πλειοψηφίας και μειοψηφίας. Οι υποστηρικτές, όμως, του επιχειρήματος αυτού λησμονούν ότι και οι αξίες και τα δικαιώματα αναγνωρίζονται και καθιερώνονται δημοκρατικά από τις ίδιες τις κοινωνίες, οι οποίες και τα κωδικοποιούν στα πολιτικά τους συντάγματα.
Προβάλλεται κατ’ εξοχήν το θέμα των δικαιωμάτων των παιδιών ομοφύλων ζευγαριών. Αποσιωπάται, όμως, το ερώτημα «πού τα βρήκαν;» και το γεγονός ότι η ισότητα των γάμων δεν μπορεί να παρακάμψει τη βασική βιολογική ανισότητα και διαφορά. Υιοθετώντας τέτοια μέτρα, τι επιδιώκει ακριβώς η Πολιτεία; Την προαγωγή των παρένθετων μητέρων; Όλα τα παιδιά δεν έχουν το βασικό δικαίωμα να έχουν πατέρα και μητέρα και να μην εγκλωβισθούν χωρίς τη θέλησή τους σ’ ένα πεπρωμένο που τους επιβάλλεται από το πρότυπο μέσα στο οποίο καλούνται να ζήσουν και να μεγαλώσουν ως παιδιά;
Η ομοφυλοφιλία είναι ένα θέμα που υπάρχει στην κοινωνία και είναι λογικό να αντιμετωπίζεται με ανοχή και κατανόηση. Η υπερβολή, όμως, προς την άλλη κατεύθυνση και η επιβολή στην κοινωνία Νεοταξικών ιδεολογημάτων και προοπτικών δεν είναι ούτε «μεταρρύθμιση» ούτε «προοδευτική» δήθεν πολιτική. Η Ελληνική κοινωνία δεν θα το δεχθεί και ας το λάβουν υπ’ όψιν όσοι λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο.