2024: Η χρονιά των αντιθέσεων; (Μέρος 2ο) – Του Ν. Στραβελάκη

2024: Η χρονιά των αντιθέσεων; (Μέρος 2ο) – Του Ν. Στραβελάκη


Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών


Την προηγούμενη εβδομάδα είδαμε το ρευστό διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνεται με τη νέα ένταση της κρίσης και τις τραγικές γεωπολιτικές αναταράξεις που έχει προκαλέσει. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση και η κυρίαρχη προπαγάνδα προσπαθούν να τα αφήσουν όλα αυτά έξω από τη συζήτηση, επιχειρώντας να περάσουν την εικόνα «γαλατικού χωριού» για τη χώρα. Η όλη προπαγάνδα συνοψίζεται στην αναφορά του περιοδικού «Economist» που μας χαρακτήρισε «Χώρα της Χρονιάς».

Βέβαια, προξενεί έκπληξη το ότι το εν λόγω περιοδικό δεν αναφέρθηκε καθόλου στις ανησυχίες σειράς οικονομολόγων, προεξάρχοντος του νομπελίστα Τζόζεφ Στίγκλιτς, κι ας διατυπώθηκαν στο συνέδριό του πριν από λίγο καιρό στην Αθήνα. Οι τελευταίοι εξέφρασαν σοβαρές επιφυλάξεις για την αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης. Άλλωστε, δεν χρειάζεται να έχει κάποιος Νόμπελ στα Οικονομικά για να επισημάνει ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που το ΑΕΠ της είναι χαμηλότερο από εκείνο του 2009, και μάλιστα σε ποσοστό που αγγίζει το 20%, ενώ έχει και διψήφιο ποσοστό ανεργίας δεκατρία χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης και είναι προτελευταία σε κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρωζώνη (τελευταία είναι η Βουλγαρία).

Επιπλέον, στο εν λόγω συνέδριο εκφράστηκαν σοβαρές επιφυλάξεις για το κατά πόσο είναι αντιπροσωπευτικοί και διατηρήσιμοι οι ρυθμοί μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Οι σύνεδροι επισήμαναν την υπερβολική εξάρτηση από τον τουρισμό και το ότι η κατανάλωση είναι πάνω από το 90% του ΑΕΠ, υποδηλώνοντας από αδύναμες έως ανύπαρκτες επενδύσεις.

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι οι κρατικές δαπάνες δημόσιας διοίκησης και άμυνας και ο κλάδος του real estate συνεχίζουν να αντιπροσωπεύουν αθροιστικά περίπου το 25% του ΑΕΠ (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ 2022). Το real estate αφορά «τεκμαρτά εισοδήματα» (κυρίως το ενοίκιο που θα πλήρωναν οι ιδιοκατοικούντες αν το σπίτι δεν ήταν δικό τους), ενώ οι κρατικές και ιδιαίτερα οι αμυντικές δαπάνες σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχούν σε προστιθέμενη αξία. Θα μου πείτε ότι το ίδιο κάνουν και οι υπόλοιπες χώρες τόσο στην ΕΕ όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο. Σωστό, όμως στις χώρες της ΕΕ τουλάχιστον οι συγκεκριμένοι κλάδοι δεν φτάνουν αθροιστικά ούτε στο 15% του ΑΕΠ.

Κοντολογίς, αν εξαιρέσουμε αυτά τα στοιχεία από το ΑΕΠ, η εικόνα αλλάζει άρδην. Η υποτιθέμενη μεγέθυνση αδυνατίζει και σε ορισμένες χρονιές γίνεται και αρνητική. Το χειρότερο είναι ότι ανάλογα φαινόμενα παρατηρήθηκαν και στο προηγούμενο ελληνικό «οικονομικό θαύμα», της περιόδου Σημίτη (1995 – 2004). Σε εκείνες τις συνθήκες, το ξεφούσκωμα του real estate συνέπεσε με την τραγωδία που ακολούθησε με τα Μνημόνια.



 

Βέβαια, η περίοδος 1995 – 2004 δεν ήταν περίοδος παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και η «φούσκα» της ελληνικής οικονομίας είχε κάποια αναδιανεμητικά αποτελέσματα, έστω και μέσα από την αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών. Τώρα έχει χαθεί ακόμη και αυτό το πρόσκαιρο αναδιανεμητικό αποτέλεσμα και ελάχιστοι συμπολίτες μας μπορούν να συμμεριστούν την αισιοδοξία των κυβερνώντων, αφού οι περισσότεροι τα φέρνουμε βόλτα δύσκολα.

Δυστυχώς, για τα θέματα των μισθών και της ακρίβειας η κυβερνητική πολιτική δεν υπόσχεται και πολλά τα επόμενα χρόνια. Το αντίθετο, με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας η Ελλάδα μπαίνει σε μια περίοδο χρόνιας λιτότητας, από την οποία εξαιρούνται μόνο οι αμυντικές δαπάνες για να κάνουν τζίρο οι εταίροι και οι προμηθευτές πολεμικού υλικού.

Το μόνο που φαίνεται να έχει προτεραιότητα στην κυβερνητική ατζέντα είναι η ιδιωτικοποίηση της Ανώτατης Παιδείας και η αποψίλωση της Δημόσιας Υγείας. Είναι δύο τομείς που ενδιαφέρουν τους πολιτικούς φίλους της κυβέρνησης και συγχρόνως περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες. Βλέπετε, τα ιδιωτικά ΑΕΙ, αργά ή γρήγορα, θα οδηγήσουν σε δίδακτρα και τα δημόσια ΑΕΙ, αφού τα τελευταία δεν θα μπορούν να επιβιώσουν με το ειδικό μισθολόγιο του Δημοσίου. Αυτό συμβαίνει ήδη στα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα, όπου καταβάλλονται δίδακτρα για τις επιπλέον ώρες διδασκαλίας που προσφέρουν οι διδάσκοντες.

Αντίστοιχα, η μετατροπή των ιδιωτικών νοσοκομείων σε «πανεπιστημιακά» θα αποστερήσει τα δημόσια νοσοκομεία από το ανθρώπινο δυναμικό, που είναι και το μεγαλύτερο περιουσιακό τους στοιχείο. Και το αποτέλεσμα θα είναι η σταδιακή ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών της Δημόσιας Υγείας. Οι χώροι της Δημόσιας Υγείας και της Ανώτατης Εκπαίδευσης βρίσκονται ήδη σε αναβρασμό μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις.

Οι αντιπαραθέσεις, όμως, δεν θα περιοριστούν εκεί. Το 2024 φαίνεται ότι θα έχουμε σημαντικές γεωπολιτικές εξελίξεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Τις υπαγορεύουν οι ανάγκες των πολυεθνικών της ενέργειας σε βάρος των λαών και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Οι εξελίξεις αυτές θα φέρουν σημαντικές τριβές ανάμεσα στην κυβέρνηση και σε ένα σημαντικό μέρος της εκλογικής της πελατείας, αφού η συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων αερίου από την Ελλάδα και την Τουρκία συνεπάγεται μοίρασμα της υφαλοκρηπίδας και πιθανόν των χωρικών υδάτων.

Αν δείχνουν κάτι όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, είναι ότι η Ελλάδα αναζητεί απεγνωσμένα ρόλο στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Αυτό φάνηκε και με την ελληνική συναίνεση στην επίσημη εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η φιλοξενία προσφύγων έναντι αμοιβής, υπό τον όρο ότι δεν θα μπορούν να κινηθούν εντός ΕΕ, συνιστά τη μετατροπή της χώρας σε «αποθήκη ψυχών», για να μην πω σε «στρατόπεδο συγκέντρωσης».

Οι αντιπαραθέσεις που εγκυμονεί το 2024 ανάμεσα στην κοινωνία και στην κυβέρνηση της ΝΔ είναι μεγάλες. Και η έκβασή τους θα κρίνει την τύχη του πολιτικού σκηνικού το επόμενο διάστημα. Λαϊκές – κινηματικές νίκες στο πεδίο των μισθών, των κοινωνικών παροχών (Παιδεία, Υγεία) και της διεθνούς αλληλεγγύης θα μεταβάλουν άρδην τους πολιτικούς συσχετισμούς, σαρώνοντας τη δημοσκοπική μονοκρατορία της ΝΔ. Αυτό είναι το πραγματικό πολιτικό επίδικο για την κοινωνία.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

2024: Η χρονιά των αντιθέσεων; (Μέρος 1ο) – Του Ν. Στραβελάκη


Σχολιάστε εδώ