Ν. Κογιουμτσής στο “Π”: Η κατανάλωση την εορταστική περίοδο
Του
ΝΙΚΟΥ ΚΟΓΙΟΥΜΤΣΗ
Αντιπροέδρου Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών,
Αντιπροέδρου Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών
Άλλη μια χριστουγεννιάτικη εορταστική περίοδος έφτασε στο τέλος της. Είναι γεγονός ότι κάθε τέτοια περίοδο αυξάνεται η κατανάλωση λόγω των δώρων που ανταλλάσσονται μεταξύ αγαπημένων προσώπων. Μάλιστα, σε κάποιες επιχειρήσεις γίνεται το 25% – 40% του ετήσιου συνολικού τζίρου.
Κλάδοι όπως της ένδυσης και της υπόδησης, των δώρων, των παιχνιδιών και των καλλυντικών συγκαταλέγονται σε εκείνους που ο χριστουγεννιάτικος τζίρος τους φτάνει και ξεπερνάει το 20% του ετήσιου. Η εορταστική καταναλωτική δυναμική, όμως, άφησε γλυκόπικρη γεύση στην εμπορική και επιχειρηματική κοινότητα. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι κερδισμένες ήταν οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κλάδου έναντι των μικρότερων. Οι πληθωριστικές πιέσεις διευρύνουν ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων και δημιουργούν ασφυκτικές πιέσεις ειδικά στις μικρές επιχειρήσεις, που έχουν ταλανιστεί από τη δεκαετή οικονομική κρίση, την πανδημία και τώρα την ακρίβεια.
Μέχρι τις 21 Δεκεμβρίου η κατανάλωση ήταν υποτονική, καθώς είχε προηγηθεί και η περίοδος της «Black Friday», όπου και πάλι ένας σημαντικός βαθμός κατανάλωσης είχε οδηγηθεί προς τις μεγάλες επιχειρήσεις. Από την Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου, όταν και πιστώθηκε στους λογαριασμούς των ιδιωτικών υπαλλήλων το δώρο των Χριστουγέννων, μέχρι και τα Χριστούγεννα η αγορά «ζεστάθηκε». Την εβδομάδα μεταξύ των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς θα έλεγα ότι η αγορά κινήθηκε καλύτερα. Άλλωστε, είναι παραδοσιακά η εβδομάδα των δώρων πριν από την έλευση του νέου χρόνου.
Λόγω και του καλού καιρού, πολύς κόσμος περπάτησε στους εμπορικούς δρόμους κατά την εορταστική περίοδο. Η ψυχολογία ήταν θετική λόγω των ημερών και υπήρχε διάθεση για κατανάλωση, αλλά πολλοί ήταν εκείνοι που αρκούνταν στα απολύτως απαραίτητα και ειδικά σε δώρα χαμηλής αξίας. Ο κυριότερος λόγος που φρενάρει τις αγορές είναι η ακρίβεια. Ειδικά η ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης και στην ενέργεια. Οι όποιες αυξήσεις στους μισθούς δεν μπορούν να καλύψουν το πληθωριστικό κόστος, ενώ οι υποχρεώσεις των πολιτών ολοένα και αυξάνονται όχι μόνο λόγω της συνεχιζόμενης ακρίβειας αλλά και εξαιτίας της νέας φορολογικής μεταρρύθμισης, που φέρνει επιπλέον βάρη στους περισσότερους ελεύθερους επαγγελματίες.
Ο νέος προϋπολογισμός του κράτους αναφέρει για το 2024 πέντε δισ. ευρώ επιπλέον από φορολογία και κυρίως από έμμεσους φόρους, που κατά γενική ομολογία είναι άδικοι και αντικοινωνικοί. Πολλοί συμπολίτες μας έχουν περικόψει εδώ και καιρό όσα έξοδα θεωρούν περιττά και εστιάζουν στα άκρως απαραίτητα, προσπαθώντας παράλληλα να είναι συνεπείς στις όποιες υποχρεώσεις έχουν προς δάνεια, ρυθμίσεις χρεών και ενοίκια.
Οι έμποροι και οι επιχειρηματίες εναποθέτουν τώρα τις όποιες ελπίδες κατανάλωσης στις τακτικές εκπτώσεις, που ξεκινούν τη Δευτέρα 8 Ιανουαρίου και τελειώνουν στο τέλος Φεβρουαρίου. Ειδικά φέτος οι εκπτώσεις ξεκινούν νωρίτερα από τις άλλες χρονιές, ουσιαστικά από το τέλος της εορταστικής περιόδου, κάτι που μπορεί να αποτέλεσε έναν από τους λόγους της σχετικά μειωμένης κατανάλωσης μέσα στις γιορτές.
Σε αυτήν τη δύσκολη χρονική συγκυρία, στην αρχή ενός δύσκολου, όπως φαίνεται, και απρόβλεπτου χρόνου, απαιτείται ένα διαφορετικό μήνυμα πολιτικής. Η κυβέρνηση πρέπει να αναζητήσει ουσιαστικούς τρόπους συγκράτησης των τιμών και κυρίως να εστιάσει στη μείωση των έμμεσων φόρων και του μη μισθολογικού κόστους. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουν και οι επιχειρήσεις να δημιουργήσουν περισσότερες και ποιοτικότερες θέσεις απασχόλησης, με πολύ καλύτερους μισθούς, επ’ ωφελεία νοικοκυριών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.