Β. Αποστόλου στο “Π”: Μέτρα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας υπάρχουν, βούληση δεν υπάρχει
Του
ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Πρώην Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Ευβοίας, πρώην Υπουργού
Στις φετινές γιορτές των Χριστουγέννων αυτό που κυριάρχησε στα ελληνικά νοικοκυριά ήταν η αδυναμία να καλύψουν τις οικογενειακές τους ανάγκες με τα απαραίτητα τρόφιμα, με τη βασικότερη αιτία να είναι η ακρίβεια, αφού το τραπέζι των ημερών παρουσίασε μια μέση αύξηση σε σχέση με την περσινή χρονιά μεγαλύτερη του 10%.
Ειδικά, όμως, τα ζωικά προϊόντα, τα κηπευτικά και το ελαιόλαδο ήταν οι πρωταθλητές, με την αύξηση να ξεπερνάει το 20%. Τα συγκεκριμένα τρόφιμα καλύπτουν βασικές ανάγκες διατροφής, με αποτέλεσμα να πλήττονται τόσο οι καταναλωτές όσο και οι αγρότες – παραγωγοί.
Η μείωση της παραγωγής και η αισχροκέρδεια στο εμπόριο των αγροτικών προϊόντων αποτελούν προβλήματα με τεράστιες επιπτώσεις στην ακρίβεια των τροφίμων. Ειδικά για το ελαιόλαδο οι αυξήσεις αφορούν ουσιαστικά μια αισχροκέρδεια εμφανέστατη, γιατί το συγκεκριμένο προϊόν που υπάρχει στην αγορά είναι περσινής παραγωγής και αγοράστηκε σε τιμές γύρω στα 5 ευρώ, ενώ πουλιέται στα ράφια των καταστημάτων στα 15 ευρώ.
Για το κρέας και τα γαλακτοκομικά, η μεγαλύτερη της εγχώριας παραγωγής ζήτηση και το υπερβολικό κόστος παραγωγής άφησαν ελεύθερο το πεδίο της αισχροκέρδειας, που φτάνει μέχρι του σημείου να ελληνοποιεί βασικά είδη διατροφής, όπως η φέτα και τα αμνοερίφια.
Λόγω της κατάστασης αυτής, η χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, έχει ένα ακόμη αρνητικό προβάδισμα στην ΕΕ, τη μεγαλύτερη απόκλιση μεταξύ της τιμής που παίρνει ο παραγωγός στο χωράφι και της τιμής που πληρώνει ο καταναλωτής στο ράφι των καταστημάτων λιανικής πώλησης, απόκλιση που φαίνεται να ξεπερνά κατά μέσο όρο το 200%.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι το 2022 οι αγροτοκτηνοτρόφοι της χώρας μας μπορεί να διέθεσαν ακριβότερα τα προϊόντα τους σε σχέση με το 2021, όμως το κόστος παραγωγής αυξήθηκε δραματικά και περιόρισε τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Την κατάσταση αυτή την προέβλεψε έγκαιρα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και γι’ αυτό, μετά από συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θέσπισε, με τον νόμο για τη διακίνηση και την εμπορία των νωπών και ευαλλοίωτων προϊόντων, τέσσερις βασικές ρυθμίσεις, που είναι:
1) Η υποχρεωτική αναγραφή της χώρας προέλευσης του γάλακτος και του κρέατος στα ζωικά προϊόντα.
2) Η κάρτα του αγρότη, για χρηματοδότηση του κόστους παραγωγής με εγγύηση τις κοινοτικές ενισχύσεις.
3) Το εργόσημο, ως βασικό εργαλείο πληρωμής της εποχιακής απασχόλησης στον αγροτικό χώρο.
4) Η προστασία των αγροτών και ο περιορισμός της ασυδοσίας των μεσαζόντων με την υποχρεωτική πληρωμή των 60 ημερών στα νωπά και ευαλλοίωτα αγροτικά προϊόντα.
Βέβαια, για να εφαρμοστούν όλα αυτά, προαπαιτούμενο είναι η συμμετοχή των ίδιων των αγροτών – παραγωγών. Γι’ αυτό και νομοθετήσαμε, με τη συμμετοχή και των ιδίων, νέο θεσμικό πλαίσιο συνεργατισμού, με διατάξεις και ρυθμίσεις για τις διεπαγγελματικές, τις οργανώσεις και τις ομάδες παραγωγών.
Το νομικό, λοιπόν, υπόβαθρο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας υπάρχει. Η κυβέρνηση, όμως, αδυνατεί ή δεν θέλει να εφαρμόσει αυτές τις ρυθμίσεις και, αντ’ αυτών, βολοδέρνει με τα «καλάθια» της, που συνεχίζουν να λυμαίνονται τα ίδια θύματα, επαναλαμβάνω, τους καταναλωτές και τους αγρότες.
Τόσο το υπουργείο Ανάπτυξης όσο και το Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων πρέπει να βγουν από την αδράνεια στην οποία βρίσκονται και να προβούν σε αυστηρούς ελέγχους για να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα ανταγωνισμού και αισχροκέρδειας που λειτουργούν στον χώρο.
Είναι φανερή πλέον η αδυναμία της κυβέρνησης να προστατέψει τα λαϊκά στρώματα από τις επαναλαμβανόμενες αυξήσεις των τιμών και την εκτίναξη του κόστους ζωής.