Η κυβέρνηση θυμήθηκε τον Μπελέρη

–Θέλει να ξεχαστούν οι υποχωρήσεις έναντι της Άγκυρας και η νομιμοποίηση των μεταναστών

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Σοβαρό προβληματισμό προκαλεί η προσπάθεια της κυβέρνησης να εξισορροπήσει την πρωτοβουλία νομιμοποίησης των παράτυπων μεταναστών και τα τυφλά βήματα κατευνασμού στην προσέγγιση με την Τουρκία χρησιμοποιώντας την υπόθεση Μπελέρη για να δώσει διαπιστευτήρια στο δεξιό ακροατήριό της.

Η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία φρόντισε όλο το προηγούμενο διάστημα της σύλληψης Μπελέρη να εξωραΐσει το καθεστώς Ράμα και να το βοηθήσει στην πορεία του προς την ΕΕ, ξαφνικά φαίνεται να ευαισθητοποιείται και να κάνει πρώτο θέμα στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής το δίκαιο, φυσικά, αίτημα του εκλεγμένου δημάρχου Χειμάρρας να ορκιστεί και να έχει μια δίκαιη δίκη.

Όμως η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν εκείνη η οποία αποδέχθηκε για δύο χρόνια την κοροϊδία του Έντι Ράμα, ο οποίος ισχυριζόταν ότι δήθεν ήταν έτοιμος να υπογράψει συνυποσχετικό για την παραπομπή της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στη Χάγη, ενώ ήταν σαφές ότι ο ίδιος κάθε άλλο παρά θα επέτρεπε να συμβεί αυτό, πολύ περισσότερο όταν ήταν ο ίδιος ο οποίος είχε προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας, πετυχαίνοντας να ακυρωθεί η Ελληνοαλβανική Συμφωνία του 2008 για την οριοθέτηση της ΑΟΖ. Αντί η ελληνική κυβέρνηση να πιέσει τότε τον Έντι Ράμα να αποδεχθεί την επίλυση της διαφοράς μέσω της Χάγης αλλά και να σεβαστεί και να προστατεύσει τα δικαιώματα της ελληνικής εθνικής μειονότητας, αντιθέτως τον στήριζε στην ΕΕ.

Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης επισκέφτηκε τη Βόρειο Ήπειρο λίγο πριν από τις δημοτικές εκλογές, και ενώ ήταν γνωστά τα βρώμικα παιχνίδια του Έντι Ράμα εναντίον της μειονότητας και της Ελλάδας, κάτι που ο αλβανός πρωθυπουργός χρησιμοποίησε στην εσωτερική κοινή γνώμη ως απόδειξη του… ευρωπαϊκού προφίλ του και της ισχύος του στην περιοχή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, προσεκλήθη από τον τότε ΥΠΕΞ Νίκο Δένδια για να εγκαινιάσει την έκθεση με τα καλλιτεχνήματα που σχεδιάζει και κατασκευάζει, εκδήλωση για την οποία διατέθηκε το Ζάππειο Μέγαρο και στην οποία παρέστη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.

Η σύλληψη Μπελέρη και η μεθόδευση υφαρπαγής του Δήμου Χειμάρρας από τον Έντι Ράμα θεωρήθηκε από την κυβέρνηση ως κίνηση που υπερέβαινε τα εσκαμμένα και συγχρόνως ως ευκαιρία για να κάνει σχετικά ανέξοδα επίδειξη ισχύος στην εξωτερική πολιτική και ταυτόχρονα να ικανοποιήσει το δεξιό της ακροατήριο.

Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση κλιμάκωνε την αντιπαράθεση με την αλβανική κυβέρνηση για την υπόθεση Μπελέρη, δρομολογούσε δύο άλλα μείζονα ζητήματα. Τη νομιμοποίηση αγνώστου αριθμού λαθρομεταναστών και κυρίως την υποτιθέμενη ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία, υπό τους όρους της Άγκυρας.

Η τροπολογία που έφερε αιφνιδιαστικά η κυβέρνηση στη Βουλή, με πρόσχημα την κάλυψη των αναγκών για εργατικό δυναμικό, ουσιαστικά διαμηνύει στα κυκλώματα δουλεμπόρων ότι στην Ελλάδα δημιουργείται ένα παράθυρο ευκαιρίας ώστε όχι μόνο να μην τιμωρείται η παράνομη είσοδος και η παράνομη εργασία αλλά και να επιβραβεύονται με τη χορήγηση άδειας εργασίας.

Οι εποχικές ανάγκες στον αγροτικό τομέα ή ακόμη και σε εκείνον των κατασκευών είναι προφανές ότι θα μπορούσαν να καλυφθούν με επίσημες, και με όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες ασφαλείας, διμερείς συμφωνίες με τρίτες χώρες, όπως η Αίγυπτος, το Μπαγκλαντές, η Ινδία, το Πακιστάν, η Γεωργία. Ό­μως, το ελληνικό κράτος δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση, μιας και οι Διπλωματικές Αρχές στις χώρες αυτές είναι υποστελεχωμένες και δεν μπορούν να παίξουν αυτόν τον ρόλο, βοηθώντας στη συντεταγμένη και νόμιμη υποδοχή εποχικών εργατών.

Έτσι, η κυβέρνηση επέλεξε να προχωρήσει στη νομιμοποίηση όλων εκείνων που έχουν παράνομα εισέλθει στη χώρα και παράνομα απασχολούνται τα τελευταία τρία χρόνια σε κάποια επιχείρηση ή σε κάποιο χωράφι, παίρνοντας μαύρη αμοιβή και χωρίς να έχουν ασφάλιση. Σε ένα σχέδιο ουσιαστικά νομιμοποίησης όσων εξασφαλίσουν ένα χαρτί ότι δούλευαν (παράνομα) το προηγούμενο διάστημα και θα συνεχίσουν να δουλεύουν τα επόμενα τρία χρόνια. Μάλιστα, μετά την παρέλευση της τριετίας θα μπορούν να αιτηθούν άλλου τύπου άδεια διαμονής, που οδηγεί στη μόνιμη εγκατάσταση και στην ουσιαστική νομιμοποίηση, δηλαδή ένα στάδιο πριν την ελληνοποίησή τους.

Η ρύθμιση μπορεί να εξυπηρετεί ορισμένα οικονομικά συμφέροντα που σχετίζονται με τη γεωργική παραγωγή αλλά και τα σχεδιαζόμενα έρ­γα στο Ελληνικό, όμως ικανοποιεί και τις απαιτήσεις των ισχυρών της ΕΕ, κυρίως της Γερμανίας, που θέλουν να καταστεί η Ελλάδα προσφιλής προορισμός της λαθρομετανάστευσης και να μην είναι η Ελλάδα απλώς ένας ενδιάμεσος σταθμός των μεταναστευτικών ροών με τελικό προορισμό τη Γερμανία.

Σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά, διαπιστώνεται καθημερινά ο μεγάλος κίνδυνος η κυβέρνηση, παγιδευμένη στην αλαζονεία της, στη νίκη του 41% και στην απουσία αντιπολίτευσης, να θεωρήσει ότι μπορεί να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία και να κλείσει τα ελληνοτουρκικά. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο ΥΠΕΞ Γιώργος Γεραπετρίτης αναφέρονται συχνά στη μεγάλη ευκαιρία που δημιουργεί το γεγονός ότι «έ­χουμε δύο νέες κυβερνήσεις στις δύο χώρες με νωπή και ισχυρή εντολή».

Πιθανόν ορισμένοι στην κυβέρνηση να έχουν μπει στον πειρασμό να επιχειρήσουν έναν συμβιβασμό με την Τουρκία, ελπίζοντας ότι η πολιτική κυριαρχία της ΝΔ στο εσωτερικό θα μπορέσει να στηρίξει και να νομιμοποιήσει την οποιαδήποτε ε­πιλογή της στα ελληνοτουρκικά. Και έτσι θα περάσει αβρόχοις ποσί η οποιαδήποτε υποχώρηση από τις ελληνικές θέσεις, προκειμένου η κυβέρνηση να εξασφαλίσει και να προβάλει στο εσωτερικό ότι κερδίσαμε τα… ήρεμα νερά στο Αιγαίο.

Υπάρχει όμως μια μεγάλη διαφορά: Τα ήρεμα νερά μπορεί με μια ε­ντολή ή ένα νεύμα του Ταγίπ Ερντογάν να γίνουν φουρτουνιασμένα, ενώ οι υποχωρήσεις της Ελλάδας θα έχουν μείνει ως κεκτημένο της Τουρκίας.

Οι επόμενοι μήνες είναι κρίσιμοι και οι προθέσεις και τα σχέδια της κυβέρνησης θα κριθούν στην πράξη και εκ του αποτελέσματος.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: himara.gr


Σχολιάστε εδώ