Η αφροσύνη με τη λαθρομετανάστευση και η εξαπάτηση του Ελληνικού λαού από τους ηγέτες του
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Το Νέο Ελληνικό εθνικό κράτος που δημιούργησαν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης και τόσοι άλλοι αγωνιστές, μάρτυρες και ήρωες του 1821 θα αντικατασταθεί από την «πολυπολιτισμική» Ελλάδα του Σημίτη, του Τσίπρα και του Μητσοτάκη;
Η Ελλάδα μέχρι το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1990, μέχρι την έναρξη δηλαδή της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης από τον Αμερικανό Πρόεδρο Κλίντον ήταν μια χώρα με 87% εθνική συνοχή. Η συνοχή αυτή πληρώθηκε ακριβά με τον ξεριζωμό και την καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού και την αναγκαστική καταφυγή στην Ελλάδα της διωκόμενης Ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινουπόλεως, του Αιγυπτιακού Ελληνισμού και άλλων Ελληνικών κοινοτήτων στην ευρύτερη περιφέρεια της Μεσογείου, της Αφρικής και των Βαλκανίων.
Προς κατάπληξη όσων παρακολούθησαν μια εκδήλωση του ΠΑΣΟΚ, σε συνεργασία με τη Σοσιαλιστική Διεθνή, το φθινόπωρο του 1997, στο ξενοδοχείο Intercontinental, ο τότε πρωθυπουργός μίλησε, για πρώτη φορά, για «πολυπολιτισμική Ελλάδα. Είπε συγκεκριμένα ότι «η Ελλάδα πρέπει να γίνει πολυπολιτισμική».
Οι περισσότεροι δεν έδωσαν σημασία σε αυτήν την αναφορά, γιατί δεν μπορούσαν να φαντασθούν πού το πήγαινε ο Σημίτης και δεν ήξεραν ακόμη πολλά πράγματα για την περίφημη παγκοσμιοποίηση. Άλλοι αναρωτήθηκαν τι νόημα έχει αυτή η αναφορά σε μια χώρα που έχει μια τέτοια εθνική συνοχή και η οποία βρίσκεται στα ταραγμένα Βαλκάνια, με τη μακρά ιστορία των διαμαχών και των πολέμων για τις μειονότητες και σε γεωπολιτικό ανταγωνισμό με την Τουρκία.
Ο Κώστας Σημίτης, όμως, ήξερε καλά πού το πήγαινε και λειτουργούσε, ως δίδυμο με τον Γιώργο Παπανδρέου, ως ανταποκριτής και προαγωγός στην Ελλάδα της νέας πολιτικής Κλίντον για την παγκοσμιοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, προσέφερε καλές υπηρεσίες και στην προώθηση των νέων πολιτικών για τη μετανάστευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω Ελλάδος, με κύριο χαρακτηριστικό τη χαλάρωση του εθνικού ελέγχου των συνόρων και τη σταδιακή προαγωγή των λεγομένων «ευέλικτων συνόρων» και στη συνέχεια των «ανοικτών συνόρων», πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, με άλλοθι το πολιτικό άσυλο.
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, η Ελλάδα, όπως και οι άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, που δεν είχαν ούτε αποικιακό παρελθόν ούτε ήταν βιομηχανικές χώρες, με ανάγκες εισαγωγής εργατικού δυναμικού, δεν είχε κανένα πρόβλημα στον έλεγχο των συνόρων της και δεν χρειάσθηκε οι φρουροί των συνόρων ούτε να πυροβολήσουν κανέναν ούτε να «πνίξουν» στη θάλασσα κανέναν, όπως κακόβουλα και εκ του πονηρού διατείνεται σήμερα η προπαγάνδα υπέρ των λαθρομεταναστών: «Τι θέλετε; Να τους πυροβολήσουμε; Να τους πνίξουμε στη θάλασσα;».
Οι κανόνες ήταν σαφείς και καθορισμένοι. Όποιος έμπαινε παράνομα στη χώρα συλλαμβανόταν, καταδικαζόταν σε φυλάκιση παράνομης εισόδου στη χώρα και με την έκτιση της ποινής του απελαυνόταν. Οι πραγματικοί πρόσφυγες καθορίζονταν με βάση τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης. Πρόσφυγες, με βάση τη Διεθνή αυτή Σύμβαση, είναι αυτοί που, λόγω πολέμου ή φυσικής καταστροφής, αναγκάζονται να καταφύγουν, για να προστατεύσουν τη ζωή τους, σε μια ασφαλή γειτονική χώρα. Η χώρα αυτή έχει διεθνή υποχρέωση να παράσχει σ’ αυτούς προστασία και περίθαλψη, ζητώντας και διεθνή βοήθεια για τον σκοπό αυτό.
Με την έννοια αυτή του ασύλου, δεν είναι, βεβαίως, πρόσφυγες ούτε οι Πακιστανοί, ούτε οι Μπαγκλαντεσιανοί, ούτε οι Αλγερινοί και οι Μαροκινοί, ούτε ακόμη οι Αφγανοί, εφόσον δεν πρόκειται για γειτονική της Ελλάδος και της Ευρώπης χώρα.
Είδε, όμως, κανείς τι έγινε κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις συμβούλευαν τον Ελληνικό λαό να μην ανησυχεί, γιατί μετά τη διαδικασία της εξετάσεως της περιπτώσεως του καθενός «διά της δικαστικής οδού» θα έμεναν στη χώρα μόνο όσοι ήταν πραγματικοί πρόσφυγες. Οι άλλοι θα απελαύνονταν.
Αντί όμως να απελαθούν, όπως οι ηγέτες της χώρας διαβεβαίωναν τον Ελληνικό λαό, νομιμοποιούνταν μαζικά, αφού προηγουμένως αφήνονταν επί χρόνια να «παλιώσουν», για να «ωριμάσει» το τετελεσμένο γεγονός.
Πολλαπλασιάζονταν ταυτόχρονα οι κάθε είδους ρυθμίσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες, με τις οποίες άλλαξε ριζικά το νομικό πλαίσιο για τη μετανάστευση, τη νομιμοποίηση των παρανόμων και την πολιτογράφησή τους ως Ελλήνων. Εισήχθη, μεταξύ άλλων, νομοθεσία για το λεγόμενο «δίκαιο του εδάφους». Όποιος, δηλαδή, γεννηθεί στην Ελλάδα είναι αυτόματα Έλληνας, παρά την παραδεδεγμένη αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία «παράνομος νόμιμον ου ποιεί». Αυτομάτως, νομιμοποιούνται και οι παράνομοι γονείς, γιατί είναι αδιανόητο να απελαθούν οι γονείς και να μείνει απροστάτευτο το παιδί.
Για να δικαιολογηθεί και να υποστηριχθεί η πολιτική αυτή, άρχισαν να προβάλλονται διαδοχικά διάφοροι λόγοι: ότι θα στηριχθεί το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων, που κινδυνεύει με κατάρρευση. Ότι θα καλυφθούν ανάγκες θέσεως εργασίας που δεν θέλουν πλέον να καλύψουν οι Έλληνες. Ότι θα λυθεί με τους μετανάστες το δημογραφικό πρόβλημα. Το είπε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης. Σήμερα προβάλλεται κυρίως ως λόγος η κάλυψη των εργατικών χεριών που λείπουν από την αγροτική παραγωγή. Το μάζεμα των ελιών, των πορτοκαλιών, της φράουλας κ.ά.
Προτείνεται δηλαδή η αντικατάσταση των Ελλήνων με Πακιστανούς και Αφρικανούς για τη «λύση» του δημογραφικού και η εγκατάσταση στα χωριά, στο βασικό κύτταρο του Ελληνικού πληθυσμού, ξένων, αλλόθρησκων και αλλόφυλων, που θα καταστούν μόνιμος πληθυσμός και θα αλλοτριώσουν για πάντα την Ελλάδα.
Πληθυσμοί που έχουν μια κάποια πολιτιστική και θρησκευτική συνάφεια (Ουκρανοί, π.χ.) μπορούν να συγχωνευθούν και να μην προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα. Αν πιστεύει όμως και υποστηρίζει κανείς ότι θα «συγχωνευθούν» δήθεν οι Πακιστανοί και οι άλλοι Μουσουλμάνοι, είτε είναι βαθιά νυχτωμένος είτε υποκρίνεται και εξαπατά συνειδητά αυτούς που το ακούουν. Αρκεί να δει κανείς το παράδειγμα άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, που προηγήθηκαν σε τέτοιου είδους πολιτικές, όπως, π.χ., η Σουηδία, η Γαλλία, η Δανία αλλά και η Γερμανία, η Μ. Βρετανία και άλλες χώρες.
Η Ελλάδα μέχρι το 2004 δεν είχε θέσει ποτέ θέμα εισαγωγής εργατικού δυναμικού. Έγινε μια εξαίρεση για τα Ολυμπιακά έργα, που, λόγω κακών χειρισμών, είχαν αφεθεί την τελευταία στιγμή και έπρεπε να κατασκευασθούν με υπερεπείγουσες διαδικασίες.
Θα έλεγε κανείς ότι σήμερα οι συνθήκες άλλαξαν και ότι χρειάζεται εισαγωγή εργατικού δυναμικού για μια μεταβατική περίοδο, τουλάχιστον μέχρι να δώσει αποτελέσματα μια δραστική δημογραφική πολιτική, που έχει ανάγκη η χώρα. Γιατί όμως δεν προσφεύγει η χώρα σε μια πολιτική εισαγωγής εργατικού δυναμικού, για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και όχι εποίκων;
Απολογούμενη στη δημόσια κριτική, η κυβέρνηση υπεσχέθη επανειλημμένα ότι θα εισήγαγε εργατικό δυναμικό από τρίτες χώρες, όπως την Ινδία, π.χ., με συμβόλαια για ορισμένη χρονική περίοδο. Αντ’ αυτού, όμως, επανέκαμψε στην πολιτική της μαζικής νομιμοποιήσεως των λαθρομεταναστών στην Ελλάδα, υποτιμώντας μεταξύ άλλων και τα θέματα στρατηγικής εθνικής ασφάλειας, που προκύπτουν από τη δημιουργία στη χώρα, μέσω της μαζικής νομιμοποιήσεως λαθρομεταναστών, μιας μεγάλης, Πακιστανικής κυρίως, Μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Έγινε προσπάθεια να μειωθούν οι εντυπώσεις με τη σαλαμοποίηση του θέματος: «Μην ανησυχείτε. Θα νομιμοποιηθούν μόνο 30.000, με τις οικογένειές τους». Προφανώς, με τις οικογένειές τους υπερβαίνουν τις 100.000 και η νομιμοποίηση και των οικογενειών δεν υποδηλώνει προσωρινή αλλά μόνιμη εγκατάσταση. Και τι θα γίνει με τους άλλους λαθρομετανάστες που θα συμπληρώσουν το όριο των τριών ετών και που θα συμπληρώνουν στο μέλλον άλλοι το όριο αυτό; Θα πάψει να ισχύει ο νόμος;
Εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα νέο Σύμφωνο για την παράνομη μετανάστευση και το άσυλο. Περιλαμβάνει ορισμένα θετικά και αυτονόητα πράγματα, που έπρεπε να γίνουν εδώ και πολλά χρόνια. Γίνεται σύντμηση, π.χ., των χρόνων για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου. Λαμβάνεται επίσης υπ’ όψιν η εθνικότητα. Από πού δηλαδή προέρχεται ένας υποψήφιος πρόσφυγας. Προβλέπεται επίσης ανακατανομή σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες 34.000 ετησίως από τις χώρες της πρώτης γραμμής (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Κύπρος, Μάλτα). Επιταχύνεται επίσης, υποτίθεται, και η απέλαση όσων απορρίπτεται η αίτηση για άσυλο.
Τι θα γίνει όμως στην πράξη; Υπήρξαν και στο παρελθόν ορισμένες ανάλογες ρυθμίσεις που απεδείχθησαν, στην πράξη, γράμμα κενό. Αντιθέτως, εισάγεται, με το νέο Σύμφωνο, ο κυρίαρχος ρόλος των Βρυξελλών στον έλεγχο των εθνικών συνόρων. Υφαρπάζεται δηλαδή, με πρόσχημα την «αλληλεγγύη», ο έλεγχος των εθνικών συνόρων από τα κράτη-μέλη. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορούν να επικαλεσθούν τα κράτη-μέλη λόγους εθνικής ασφάλειας και να αναστέλλουν την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τα ανοικτά σύνορα, όπως έγινε, π.χ., στον Έβρο. Η απόφαση αυτή περιέρχεται επιτηδείως στις Βρυξέλλες. Πρόκειται δηλαδή για ουσιαστική υφαρπαγή εθνικής κυριαρχίας από τα κράτη-μέλη, με πρόσχημα την παράνομη μετανάστευση.