Συγκρατημένη αισιοδοξία για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων

Συγκρατημένη αισιοδοξία για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων


Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.


H ολιγόωρη και πομπώδης επίσκεψη που πραγματοποίησε στην ελληνική πρωτεύουσα Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου ο τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν με την πολυπληθή συνοδεία του προκάλεσε, όπως αναμενόταν, ποικίλες αντιδράσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Από ενθουσιώδη σχόλια, σύμφωνα με τα οποία η επίσκεψη σηματοδοτεί μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έως τα πλέον επιφυλακτικά ή και αρνητικά.

Είναι φυσικό να υπάρχουν αποκλίνουσες εκτιμήσεις και διαφοροποιήσεις, ειδικά αν ληφθεί υπόψη τι έχει προηγηθεί, από δηλώσεις του τούρκου Προέδρου για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις έως απειλές και προκλήσεις, αμφισβήτηση κυριαρχικών ελληνικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το Κυπριακό, όπου κυριαρχεί η θέση για δημιουργία δύο κρατών, με τις δυνάμεις κατοχής να παραμένουν στη Μεγαλόνησο, παρά τις επανειλημμένες αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών.

Ανεξάρτητα από τη μέχρι τούδε τουρκική συμπεριφορά, οι σχέσεις μεταξύ των χωρών, και ιδίως των όμορων, συνέχονται και από άλλα συμφέροντα, που δεν μπορούν να αγνοηθούν, αφού επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών και γενικά την πορεία των διμερών σχέσεων. Από αυτήν τη σκοπιά, η συνεργασία των δύο χωρών στους τομείς που αναφέρονται στη Διακήρυξη των Αθηνών δεν μπορεί παρά να εκτιμηθεί ως θετική εξέλιξη. Η πρώτη σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας χρονολογείται από το έτος 2010. Ακολούθησε εκείνο του 2013, όπως και τον αμέσως επόμενο χρόνο, με προτελευταίο του 2016, το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Σμύρνη. Μετά την πρόσφατη συνάντηση των Αθηνών, δεν καθορίστηκε χρονικά η επόμενη, που αναμένεται να καθοριστεί διά της διπλωματικής οδού. Το χρονικό κενό που παρατηρείται μεταξύ της συνάντησης της Σμύρνης το 2016 και το πρόσφατο των Αθηνών (ε­πτά χρόνια μετά) δεν μπορεί παρά να αποδοθεί στην όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, που προκλήθηκε συνεπεία των προκλήσεων εκ μέρους του τούρκου Προέδρου, με απειλές του τύπου «θα έρθουμε νύχτα…» και άλλες παρόμοιες εκφράσεις.

Όσον αφορά το κείμενο της Διακήρυξης Συνεργασίας, Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας, που περιλαμβάνει τομείς που αφορούν την οικονομία, το εμπόριο, τον τουρισμό, τον πολιτισμό κ.ά., ερωτηματικά εγείρει η παράγραφος που αφορά τη δυνατότητα που παρέχεται στους τούρκους πολίτες να επισκέπτονται δέκα ελληνικά νησιά με θεώρηση διάρκειας επτά ημερών, που όμως δεν θα ισχύει και για τις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ, όπως προβλέπει η Συνθήκη Σένγκεν για τους πολίτες των χωρών-μελών. Η σχετική πρόβλεψη έγινε μετά τη σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν έγινε γνωστό αν το αίτημα προήλθε από τουρκικής πλευράς ή από τουριστικές επιχειρήσεις και γραφεία των δέκα νησιών ή καταστηματάρχες, προκειμένου να αυξηθεί η τουριστική τους πελατεία. Ελπίζουμε να μην… έρθουν νύχτα!

Τι συνετέλεσε ή μεσολάβησε ώστε ο κ. Ερντογάν να εμφανίζεται διαλλακτικός, να επιδεικνύει φιλική στάση και να επιδιώκει συνεργασία με την Ελλάδα; Τι συνετέλεσε στη μετάλλαξη του τούρκου Προέδρου, ο οποίος, από απειλητικός που ήταν, εμφανίζεται διαλλακτικός και συνεργάσιμος; Οι ερμηνείες πολλές, από τις πλέον καλόβολες έως τις επιφυλακτικές ή και αρνητικές. Οι επιφυλακτικοί στηρίζουν τις επιφυλάξεις τους στο γεγονός της στάσης που έχει τηρήσει έναντι της Ελλάδος, με τις γνωστές αναθεωρητικές θέσεις του για το status quo στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Όλα τα καυτά θέματα που συνθέτουν την τουρκική αναθεωρητικότητα έμειναν εκτός ατζέντας των συνομιλιών! Όπως η άρνηση από πλευράς της Τουρκίας του ότι οι νησίδες και βραχονησίδες έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, κάτι που προβλέπεται από το Δίκαιο της Θαλάσσης, το αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νήσων, την άρνηση αποδοχής του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων, το casus belli που έχει αποφασισθεί από το Τουρκικό Κοινοβούλιο. Προφανώς, για αυτόν τον λόγο, ο έλληνας πρωθυπουργός και ο τούρκος Πρόεδρος μετά το πέρας των συνομιλιών περιορίστηκαν μόνο σε δηλώσεις και δεν συμπεριλήφθηκε στο πρόγραμμα των εργασιών και η υποβολή ερωτήσεων –ως είθισται– από έλληνες και ξένους δημοσιογράφους. Κάπως αχνά προβλήθηκε το θέμα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, που απαιτεί την υποβολή συνυποσχετικών. Ανεξάρτητα πάντως από τα κενά και τα ερωτηματικά που εγείρονται, η Διακήρυξη των Αθηνών περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας είναι ευπρόσδεκτη και αποτελεί ένα θετικό βήμα για την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, όπως αρμόζει σε γειτονικές και όμορες χώρες.

Παρά το γεγονός ότι ανάλογα κείμενα δεν είναι νομικώς δεσμευτικά, μπορούν να αποτελέσουν πυξίδα για τα επόμενα βήματα. Όμως, οι γνωστές τακτικές και ταλαντεύσεις του τούρκου Προέδρου προκαλούν τις επιφυλάξεις της ελληνικής πλευράς. Δεν χρειάζεται ούτε υπερβολικός ενθουσιασμός ούτε και αστόχαστες απορρίψεις. θα φανεί προϊόντος του χρόνου πώς εννοεί τη συνεργασία ο κ. Ερντογάν. Οι μέχρι τού­δε εμπειρίες συνιστούν ψύχραιμες εκτιμήσεις στη βάση της αρχής του wait and see (βλέποντας και κάνοντας), όπως διδάσκει η διπλωματική παράδοση και πρακτική.

Ως προς τους λόγους που προκάλεσαν ή ώθησαν τον τούρκο Πρόεδρο σε αλλαγή συμπεριφοράς, οι ερμηνείες πολλές. Ίσως να αντελήφθη ότι οι σχέσεις της χώρας του με τη Δύση και η ευρωπαϊκή της προοπτική διέρχονται και εξαρτώνται από τις σχέσεις και τη συμπεριφορά του έναντι της Ελλάδας. Βεβαίως, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι οικονομικές και άλλες εξαρτήσεις της Τουρκίας, όπως και οι παροτρύνσεις τρίτων χωρών με επιρροή, όπως οι ΗΠΑ και άλλες, που έχουν κάθε συμφέρον να μη διαταραχθεί η ειρήνη και σταθερότητα στην ευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.

Ως επιστέγασμα και εκτίμηση για τη συνάντηση και τη Διακήρυξη των Αθηνών θα προσφύγουμε στην αρχαιοελληνική ρήση «εκ των μικρών άρχονται τα μεγάλα», που μπορεί όμως να έχει και αντίστροφη ανάγνωση. Ελπίζουμε το ΚΑΖΑΝ-Ι του κ. Ερντογάν να σταματήσει να σιγοβράζει.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ