Πού πάει η Ευρώπη;

Πού πάει η Ευρώπη;


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η τελευταία Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής ήταν μια άλλη ευκαιρία προβληματισμού για το πού πάει τελικά η Ευρώπη και τι μέλλον απεργάζεται για τον εαυτό της. Στην τελευταία Σύνοδο κυριάρχησαν τρία μεγάλα θέματα: το Σύμφωνο Σταθερότητας για την περίοδο 2024 – 2027, η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προς τα Ανατολικά, με την εμπόλεμη Ουκρανία, τη Μολδαβία και τη Γεωργία, και η διεύρυνση προς τον Νότο, με την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων.

Στο πρώτο θέμα, το επίκεντρο των συζητήσεων είναι οι πιέσεις των Βορείων χωρών για την επάνοδο της Ευρώπης σε μια πιο σφικτή δημοσιονομική πολιτική, μετά τη σχετική χαλάρωση κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσεως, του 2009 – 2010. Η Γερμανία, που αυτοπροβάλλεται ως το πρότυπο της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, θεώρησε ότι ήταν επιβεβλημένο να θέσει συνταγματικό φρένο στην αύξηση του δημοσίου ελλείμματος και του χρέους. Τροποποίησε γι’ αυτό το σύνταγμά της και περιέλαβε σ’ αυτό σχετικό απαγορευτικό άρθρο. Αντελήφθη όμως γρήγορα, από την οικονομική πραγματικότητα, ότι με τη συνταγματοποίηση της οροφής του χρέους έχασε κάθε δυνατότητα δημοσιονομικής ευελιξίας και στην ουσία έβαλε τρικλοποδιά στον εαυτό της.

Η επιβολή της πολιτικής αυτής της λιτότητας πλήττει ιδιαίτερα την οικονομία των Νοτίων χωρών, που έχουν ανάγκη από ανάπτυξη για τη σύγκλιση με τον μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Έρχεται όμως σε αντίφαση και με την ανάγκη νέων πολιτικών, όπως η ενεργειακή μετάβαση, η κλιματική αλλαγή και η αντιμετώπιση της παράνομης μεταναστεύσεως. Κυρίως όμως έρχεται σε αντίφαση με γεωπολιτικές επιλογές που έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, όπως η εμπλοκή στον πόλεμο της Ουκρανίας και γενικότερα η ριζική αντιπαράθεση με τη Ρωσία, από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο. Έρχεται, τέλος, σε αντίφαση με την εσπευσμένη και μεγάλη διεύρυνση στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια.

Πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι πολιτικές, όταν ο συνολικός προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής Ενώσεως παραμένει καθηλωμένος και όταν προωθείται ως κοινή δημοσιονομική πολιτική η λιτότητα και η αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία;

Αυτό όμως που προκαλεί μεγαλύτερο ακόμη προβληματισμό είναι η ορθότητα των ακολουθούμενων πολιτικών και η σταδιακή μετάλλαξη της Ευρωπαϊκής ιδέας. Η Ένωση της Ευρώπης προεβλήθη ως ιδανικό που θα ένωνε τους Ευρωπαϊκούς λαούς σε μια Συμπολιτεία, με βάση την ισότητα και τον σεβασμό της εθνικής ιδιομορφίας κάθε χώρας. Ως σύμβολο και ως εγγύηση αυτής της αρχής, ετέθη το δικαίωμα βέτο για κάθε χώρα, ώστε να μπορεί να συμμετέχει ουσιαστικά στην ενοποίηση της Ευρώπης, με συναίνεση και κοινή συμφωνία, και να μπορεί να υπερασπίζεται, όποτε χρειάζεται, τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα.

Επελέγη ως πρώτο και κύριο πεδίο κοινής πολιτικής η ενωμένη Ευρωπαϊκή αγορά. Συμπληρώθηκε, σταδιακά, με άλλες πολιτικές. Δεν εξελίχθηκε όμως ποτέ σε πραγματική πολιτική Ένωση, παρά την επίφαση που προσδίδει το Ευρωκοινοβούλιο και άλλοι κοινοί ενοποιητικοί θεσμοί. Ακόμη και η υποτιθέμενη κοινή νομισματική πολιτική των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, με το ευρώ, είδαμε στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσεως, πόσο διαφορετική ήταν για κάθε χώρα. Το κοινό ευρώ δεν ήταν το ίδιο για όλες τις χώρες, όπως απατηλά παρουσιαζόταν.

Η Ελλάδα υπέστη μια πρωτοφανή καταστροφή, εν καιρώ ειρήνης, γιατί δεν μπορούσε από μόνη της να προστατευθεί από την ασύδοτη κερδοσκοπία, γιατί υπερτέρα αρχή ήταν οι κανόνες λειτουργίας της Ευρωζώνης, που καθορίζουν στις Βρυξέλλες.



 

Η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να εξελιχθεί σε μια πραγματική πολιτική Ένωση, με βάση την ισοτιμία και τη δημοκρατική συμμετοχή των χωρών-μελών, συγκαλύπτεται και υπερφαλαγγίζεται από μια ρητορική για Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία, κατά το πρότυπο των Ηνωμένων Πολιτειών, που αναφέρεται όχι πλέον σε εθνικά κράτη και Ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά σε έναν δήθεν Ευρωπαϊκό λαό, που δεν υπάρχει.

Στο πνεύμα αυτό, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί οι Βρυξέλλες προάγουν πολιτικές που παρουσιάζονται ότι εκφράζουν δήθεν τις Ευρωπαϊκές αξίες, αλλά, στην πραγματικότητα, προάγουν την αλλοτρίωση των Ευρωπαϊκών εθνικών κοινωνιών, τη διάσπαση της εθνικής συνοχής και την εθνική αποδόμηση.

Εμβληματική, από την άποψη αυτή, είναι η ταύτιση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με την παγκοσμιοποίηση και τα ιδεολογήματά της, ακόμη και όταν αυτή αμφισβητείται έντονα στις ΗΠΑ, απ’ όπου εκπορεύθηκε.

Η ταύτιση της Ευρώπης με τις ΗΠΑ στον οικονομικό τομέα, με επίκεντρο τη χρηματοπιστωτική εικονική οικονομία και την παγκοσμιοποίηση, επεξετάθη στη συνέχεια σε πλήρη ταύτιση και στον τομέα της γεωπολιτικής και της στρατηγικής. Στην ουσιαστική, δηλαδή, υπαγωγή της Ευρώπης στα κελεύσματα της Αμερικανικής γεωπολιτικής και της επιδιωκόμενης μονοπολικής ηγεμονίας στον κόσμο.

Οι ΗΠΑ δεν είναι, δυστυχώς, σήμερα ούτε η Αμερικανική Δημοκρατία, που ύμνησε με τόσο θαυμασμό ο Τοκεβίλ, ούτε η μεγάλη Αμερικανική Δημοκρατία του Ρούσβελτ, που επενέβη στην Ευρώπη και την έσωσε από τον Χιτλερικό φασισμό. Ο Ρούσβελτ ήταν αυτός που εισήγαγε προηγουμένως τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στις ΗΠΑ, στον χρηματοπιστωτικό τομέα κυρίως, που είναι και σήμερα τόσο επίκαιρος. Εισήγαγε, συγκεκριμένα, τον διαχωρισμό μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών, για να επιβάλει έλεγχο στη χρηματιστική κερδοσκοπία, που είχε οδηγήσει στη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929.

Ο νόμος αυτός άντεξε μέχρι τη δεκαετία του 1990, παρά τα πλήγματα που είχε δεχθεί από τη δεκαετία ήδη του 1970. Τον κατήργησε τελικά ο Πρόεδρος Κλίντον, αφήνοντας πάλι αχαλίνωτη τη χρηματιστική κερδοσκοπία και την επέλαση της εικονικής οικονομίας στη θέση της παραγωγικής.

Ποια είναι η εικόνα που εκπέμπει σήμερα η Αμερική του Μπάιντεν; Η ίδια η Αμερική αφήνει ανεξέλεγκτο ένα εσωτερικό υπερχρέος, που ανέρχεται ήδη σε 35 τρισ. Δολάρια και βασίζεται στο λεόντειο προνόμιο των ΗΠΑ να καταχρώνται τον αποθεματικό ρόλο του δολαρίου και να τυπώνουν ασύδοτα νόμισμα, χωρίς τους περιορισμούς που είχαν τεθεί μεταπολεμικά για το δολάριο. Ο Πρόεδρος Νίξον κατήργησε, αυθαιρέτως, το 1971 τη θεσπισμένη σχέση του δολαρίου με τον χρυσό, που έθετε όρια και λειτουργούσε περιοριστικά.

Τα παγκόσμια προβλήματα, όπως η κλιματική αλλαγή και η πείνα, σε πολλές περιοχές του κόσμου, απαιτούν δραστήριες πολιτικές, στις οποίες λογικά θα έπρεπε να πρωτοστατεί η πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα του κόσμου, που είναι οι ΗΠΑ. Βλέπει όμως κανείς ποιες είναι οι προτεραιότητες της μεγάλης αυτής χώρας. Ο αμυντικός προϋπολογισμός για το νέο έτος έφθασε στο ύψος των 88 δισ. δολαρίων. Πολύ χειρότερα όμως, ενώ ο κόσμος εξελίσσεται, εκ των πραγμάτων, προς μια πολυπολική κατεύθυνση, με την ανάδυση νέων δυνάμεων, όπως η Κίνα και η Ινδία, οι ΗΠΑ, με αφορμή την Ουκρανία, αναβιώνουν τον ανταγωνισμό με τη Ρωσία σε επίπεδα που δεν είχε φθάσει ποτέ ο Ψυχρός Πόλεμος. Λέω με αφορμή την Ουκρανία γιατί το πρόβλημα μ’ αυτήν δεν ήταν άλυτο, εάν υπήρχε πραγματική καλή θέληση και επιλεγόταν η ουδετεροποίησή της, που μπορούσε να είναι κοινός τόπος με τη Ρωσία. Τι έκανε η Ευρώπη; Ανέλαβε ρόλο υπερμάχου της πολιτικής αυτής, που αντιμάχεται ουσιαστικά τα συμφέροντά της.

Αντί, δηλαδή, η Ευρωπαϊκή Ένωση να παίξει έναν αυτόνομο ρόλο, που να υπερασπίζει και τα δικά της συμφέροντα και να αναχαιτίζει, ταυτόχρονα, τις ακραίες πολιτικές, που έρχονται από τις ΗΠΑ, υπερακοντίζει υπέρ των ίδιων πολιτικών και αναδέχεται τη ρητορική του δήθεν Ρωσικού κινδύνου που απειλεί την Ευρώπη. Η Ρωσία σήμερα δεν έχει ούτε τον δημογραφικό δυναμισμό, που θα την ωθούσε σε επεκτατικές περιπέτειες, ούτε την άνεση από την απουσία προβλημάτων. Αντιμετωπίζει και η ίδια μεγάλα και δύσκολα προβλήματα και το τελευταίο που θα ήθελε είναι η στρατιωτική σύγκρουση με την Ευρώπη.

Η τελευταία Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως απεφάσισε να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία και τη Μολδαβία και να επιταχύνει την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων. Για τα τελευταία, προκάλεσε μεγάλη εντύπωση η στάση του Γερμανού Καγκελαρίου Σολτς, ο οποίος τάχθηκε αναφανδόν υπέρ της εντάξεως της Αλβανίας, παραγνωρίζοντας τις επιφυλάξεις της Ελλάδος για το θέμα Μπελέρη.

Είναι μια ένδειξη και ένα μάθημα για όσους, ακρίτως, υποστηρίζουν την κατάργηση του βέτο, ως αντιστάθμισμα, μεταξύ άλλων, της προβλεπόμενης νέας μεγάλης διευρύνσεως. Για μικρές ιδίως χώρες, όπως η Ελλάδα, η εγκατάλειψη της ισοτιμίας με το βέτο και η αποδοχή μιας δήθεν ενωμένης Ευρώπης, με επικεφαλής το Βερολίνο ή ένα Διευθυντήριο των ισχυρών, δεν παρέχει καμία εγγύηση και καμιά ασφάλεια για τα εθνικά μας συμφέροντα και το εθνικό μας μέλλον.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ