Φροντίδα ηλικιωμένων: Υπερβάλλουσα θνησιμότητα σε διαμένοντες εγκαταστάσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19
Επιμονή των συμπτωμάτων μετά την λοίμωξη COVID-19 στο γενικό πληθυσμό δύο χρόνια μετά την προσβολή από τον ιό SARS-CoV-2
Η πανδημία COVID-19 επηρέασε δυσανάλογα τους κλειστούς πληθυσμούς καθώς η πρόληψη της μετάδοσης του SARS-CoV-2 κατέστη ιδιαίτερα δυσχερής. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Γιάννης Ντάνασης συνοψίζουν τα δεδομένα της πρόσφατης δημοσίευσης των M. Inacio και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση International Journal of Epidemiology σχετικά με την υπερβάλλουσα θνησιμότητα σε κατοίκους εγκαταστάσεων φροντίδας ηλικιωμένων κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 στην Αυστραλία.
Οι ερευνητές διεξήγαγαν μια αναδρομική μελέτη πληθυσμού, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του ιστότοπου GEN του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Υγείας και Πρόνοιας (δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες για τις υπηρεσίες φροντίδας ηλικιωμένων). Αξιολογήθηκαν οι μη ιθαγενείς, ηλικιωμένοι (≥65 ετών) κάτοικοι εγκαταστάσεων φροντίδας ηλικιωμένων πριν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 (2019-2022).
Η προτυποποιημένη κατά ηλικία θνησιμότητα κατά τη χρονική περίοδο 2018-2019 ανήλθε σε 23.061 ανά 100.000 κατοίκους. Η προτυποποιημένη κατά ηλικία θνησιμότητα παρέμεινε παρόμοια κατά τη χρονική περίοδο 2019-2020 (23.023 ανά 100.000 κατοίκους), μειώθηκε κατά τη χρονική περίοδο 2020-2021 (22.559 ανά 100.000 κατοίκους) και αυξήθηκε κατά τη χρονική περίοδο 2021-2022 (24.885 ανά 100.000 κατοίκους). Η αύξηση μεταξύ 2020-2021 και 2021-2022 παρατηρήθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και στα δύο φύλα. Ειδικά στατιστικά μοντέλα που εφαρμόστηκαν έδειξαν ότι υπερβάλλουσα θνησιμότητα καταγράφηκε για τη χρονική περίοδο 2021-2022. Συγκεκριμένα, για τη χρονική περίοδο 2021-2022 η υπερβάλλουσα θνησιμότητα εκτιμήθηκε ότι έφτασε τις 4896 περιπτώσεις σε σύγκριση με το αναμενόμενο.
Σε επίπεδο πληθυσμού της Αυστραλίας, οι κάτοικοι εγκαταστάσεων φροντίδας ηλικιωμένων αντιπροσωπεύουν κάτω από το 1% του συνολικού πληθυσμού. Ωστόσο, κατά τη χρονική περίοδο 2021-2022 παρουσίασαν το 21% της υπερβάλλουσας θνησιμότητας για ολόκληρη την Αυστραλία (4.896/22.886).
Συμπερασματικά, τα δεδομένα αυτά υποστηρίζουν ότι τα άτομα που διαμένουν σε εγκαταστάσεις φροντίδας ηλικιωμένων παραμένουν ευάλωτα στη COVID-19, όπως και στις υπόλοιπες λοιμώξεις του αναπνευστικού, και μπορεί να εμφανίσουν σοβαρή νόσο με δυσμενή έκβαση. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να συνεχίζουν να εφαρμόζονται ειδικά πρωτόκολλα πρόληψης της μετάδοσης λοιμώξεων ειδικά κατά τις περιόδους έξαρσης ιώσεων του αναπνευστικού συστήματος.
Επιπρόσθετα, και στη χώρα μας και σε άλλες χώρες υπάρχει σύσταση για κατά προτεραιότητα εμβολιασμό με το επικαιροποιημένο εμβόλιο ως προς τον Covid-19 για την ηλικιακή αυτή κατηγορία. Τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο νοσηλείας, διασωλήνωσης και θανάτου άμεσα μετά τη νόσηση από Covid-19, συγκριτικά με τους νοσούντες κάτω των 60 ετών, λόγω ανοσογήρανσης. Επομένως, σταδιακά με την αύξηση της ηλικίας και τη μετάβαση προς την έβδομη και όγδοη δεκαετία, οι ηλικιωμένοι είναι ευπαθείς στις λοιμώξεις, και ταυτόχρονα παρουσιάζουν και ασθενέστερη απόκριση στα εμβόλια, και χρειάζονται περισσότερες επαναληπτικές δόσεις. Τέλος, να υπενθυμιστεί ότι για τα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών που έχουν νοσήσει από Covid, μελέτες δείχνουν ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών και θανάτου, ακόμη και ένα έτος μετά τη λοίμωξη, κυρίως από καρδειαγγειακά νοσήματα και νοσήματα του αναπνευστικού.
Επιμονή των συμπτωμάτων μετά την λοίμωξη COVID-19 στο γενικό πληθυσμό δύο χρόνια μετά την προσβολή από τον ιό SARS-CoV-2
Η λοίμωξη COVID-19 μπορεί να εμφανίσει διαφορετικές κλινικές εκδηλώσεις και συμπτωματολογία από άνθρωπο σε άνθρωπο που ποικίλουν από ασυμπτωματική νόσο έως βαριά πολυσυστηματική προσβολή. Μετά την αποδρομή της οξείας φάσης της λοίμωξης, σε ένα σημαντικό ποσοστό των αναρρωσάντων συνεχίζουν να εμφανίζονται συμπτώματα που σχετίζονται με την προσβολή από τον ιό SARS-CoV-2. Το σύνδρομο αυτό χαρακτηρίζεται ως παρατεταμένη COVID-19 ή “long COVID”. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής), Γιάννης Ντάνασης συνοψίζουν τα δεδομένα της πρόσφατης δημοσίευσης των C. Fernandez-de-Las-Peñas και συνεργατών στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Journal of Infection.
Οι συγγραφείς πραγματοποίησαν μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση με σκοπό να διερευνήσουν τον επιπολασμό των συμπτωμάτων μετά την COVID-19 δύο έτη μετά τη μόλυνση από τον ιό SARS-CoV-2. Πραγματοποιήσαν αναζήτηση στις ηλεκτρονικές βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων PubMed, MEDLINE, CINAHL, EMBASE, Web of Science και στους διακομιστές προ-δημοσιεύσεων medRxiv/bioRxiv έως την 1η Οκτωβρίου 2023. Συμπεριλήφθηκαν μελέτες που ανέφεραν δεδομένα σχετικά με τα συμπτώματα μετά την COVID-19 δύο έτη μετά την αρχική νόσηση.
Από τις 742 μελέτες που εντοπίστηκαν, 12 πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης. Το συνολικό δείγμα των μελετών περιελάμβανε 7.912 αναρρώσαντες από COVID-19, εκ των οποίων το 51% ήταν γυναίκες, ενώ η μέση ηλικία ήταν τα 60 έτη. Τα συμπτώματα μετά από COVID-19 αξιολογήθηκαν 723 ημέρες μετά τη νόσηση. Τα πιο συχνά συμπτώματα μετά την COVID-19 δύο χρόνια μετά τη μόλυνση από SARS-CoV-2 ήταν η καταβολή στο 28%, οι γνωσιακές διαταραχές στο 28%, και ο πόνος στο 8%. Οι ψυχολογικές διαταραχές, όπως το άγχος στο 13%, η κατάθλιψη στο 18%, και τα προβλήματα ύπνου στο 21%, ήταν επίσης διαδεδομένα.
Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη μετα-ανάλυση δείχνει ότι έως και το 30% των ασθενών μπορεί να έχουν εμμένοντα συμπτώματα ακόμα και 2 έτη μετά την COVID-19. Η καταβολή, οι γνωστικές διαταραχές, ο πόνος, οι ψυχολογικές διαταραχές και τα προβλήματα στον ύπνο ήταν τα πιο διαδεδομένα συμπτώματα μετά από COVID-19. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των μελετών θα πρέπει να αξιολογούνται κριτικά, καθώς μπορεί να συνυπάρχουν και άλλοι συγχυτικοί παράγοντες που να επιδρούν στην εμφάνιση εμμενόντων συμπτωμάτων μετά από COVID.
Όπως φαίνεται ανεξάρτητα των υποστελεχών που κυριαρχούν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και χώρες, η long COVID μπορεί να εκδηλώνεται με συμπτώματα από όλα τα συστήματα, πρόκειται δηλαδή για ένα πολυσυστηματικό νόσημα. Η ένταση των συμπτωμάτων και το ποσοστό εμφάνισής τους ποικίλλει ανάλογα με τον υπό μελέτη πληθυσμό (ηλικία, συννοσηρότητες) και τη βαρύτητα της νόσησης κατά την οξεία φάση.