Τρέχουσα επικαιρότητα και δομικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Τρέχουσα επικαιρότητα και δομικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση

–Η σπουδή για κατάργηση του βέτο


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η Ελλάδα είναι απασχολημένη, δικαιολογημένα σ’ έναν βαθμό, με τη δική της επικαιρότητα: την αναμενόμενη επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και το Συμβούλιο Συνεργασίας με την Τουρκία, το πρόσφατο σκάνδαλο του βρετανού πρωθυπουργού Σούνακ σε βάρος της Ελλάδος, την Τουρκική πολιτική στην Κύπρο, την παράνομη μετανάστευση και τα εσωτερικά προβλήματα, με επίκεντρο την καλπάζουσα ακρίβεια.

Πίσω όμως από την τρέχουσα επικαιρότητα προωθούνται, χωρίς πολύ θόρυβο, δομικές αλλαγές στην Ευρώπη, που αν προχωρήσουν χωρίς αντιδράσεις, θα αλλάξουν τη φυσιογνωμία των εθνικών κρατών της και θα καταστήσουν παρελθόν την εθνική κυριαρχία τους. Ο λόγος είναι η προωθούμενη κατάργηση του βέτο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήδη το Ευρωκοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της καταργήσεώς του. Υπέρ ψήφισαν και Ευρωβουλευτές του κυβερνητικού κόμματος αλλά και άλλων κομμάτων.

Το επιμύθιο της γραμμής αυτής είναι η προβολή του υποτιθεμένου παραλόγου να εξαρτάται η πολιτική της Ευρώπης από την ψήφο ενός μικρού κράτους, της Μάλτας ή της Λιθουανίας ή ακόμη της Κύπρου. Σε τι όμως εμπόδισαν την πορεία και την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενώσεως τα μικρά κράτη; Έχουν το δικαίωμα βέτο ως έσχατο μέσο για να υπερασπίσουν τα ιδιαίτερα εθνικά τους συμφέροντα, στην περίπτωση που δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν, κατά παράβαση των εγκαθιδρυμένων Ευρωπαϊκών αρχών.

Τα μεγάλα κράτη, με το βάρος και την επιρροή τους, επιβάλλουν, κατά κανόνα, τη γραμμή πορείας.
Υποδεικνύεται κατά κόρον το παράδειγμα της Ουγγαρίας του πρωθυπουργού Ορμπάν και κατά δεύτερο λόγο της Πολωνίας. Σε τι όμως διαφωνούν οι δύο αυτές χώρες και αρνούνται να συμπλεύσουν με τις υποδείξεις των Βρυξελλών; Σε νεοταξικά θέματα που θέλουν να επιβάλουν οι Βρυξέλλες, ενάντια στη θέληση των λαών τους, όπως η παράνομη μετανάστευση, η υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας, η επιβολή ενός απαράδεκτου και άκριτου δικαιωματισμού, ο γάμος και η λεγόμενη τεκνοθεσία των ομοφυλοφίλων. Σε θέματα επίσης που άπτονται του γεωπολιτικού προσανατολισμού της Ευρώπης, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία.

Η διαφωνία των δύο παραπάνω χωρών με τις νεοταξικές επιταγές και την «πολιτική ορθότητα», που τις συνοδεύει, παρουσιάζεται από τις Βρυξέλλες ως σκάνδαλο, που παραβιάζει τις Ευρωπαϊκές αξίες. Από πότε η διάσπαση της εθνικής συνοχής των Ευρωπαϊκών κοινωνιών, η υπονόμευση της εθνικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας και η προώθηση του Ισλαμισμού στην Ευρώπη έγιναν δήθεν Ευρωπαϊκή αξία; Όταν οι Ευρωπαϊκές χώρες, μέχρι τη δεκαετία του 1990, πριν δηλαδή την παγκοσμιοποίηση, που επεβλήθη τότε, ήλεγχαν αυστηρά τα σύνορά τους, δεν είχαν και δεν σέβονταν τις Ευρωπαϊκές αξίες;

Με την ίδια λογική, γιατί είναι σκάνδαλο η διαφορετική προσέγγιση της Ουγγαρίας στο θέμα της Ουκρανίας και των σχέσεων της Ευρώπης με τη Ρωσία; Δεν είναι σκάνδαλο η εξευτελιστική υποταγή της Ευρώπης στα κελεύσματα των ΗΠΑ, όταν μάλιστα αυτά συγκρούονται καταφανώς με τα Ευρωπαϊκά συμφέροντα;

Προβάλλεται ως δικαιολογία το ιδεολόγημα της Ρωσικής απειλής, που εκδηλώθηκε τώρα κατά της Ουκρανίας αλλά επικρέμαται σε προοπτική, για ολόκληρη την Ευρώπη. Δεν λέγεται όμως τίποτε ούτε για το τι έγινε στην Ουκρανία από το 2014, με στόχο γεωπολιτικές ανακατατάξεις σε βάρος της Ρωσίας, ούτε για τις ιστορικές σχέσεις της Ρωσίας με την Ουκρανία και τα πραγματικά πληθυσμιακά δεδομένα στη χώρα αυτή. Μήπως εμείς οι Έλληνες πρέπει να πληροφορηθούμε, μετά από 1.000 χρόνια, ότι δεν δώσαμε τον χριστιανισμό στους Ρώσους αλλά στους Ουκρανούς στο Κίεβο; Τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα και πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι παρουσιάζονται.

Η επιβολή μιας μονοδιάστατης ιδεολογικής και πολιτικής γραμμής, χωρίς δικαίωμα των χωρών-μελών να έχουν ά­ποψη και να την εκφράζουν, είναι μια πολύ επικίνδυνη και απαράδεκτη εξέλιξη, ιδίως εάν ληφθεί υπ’ όψιν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που δεν είναι εκλεγμένο σώμα, υποκαθιστά εν πολλοίς στην πραγματικότητα το δύσκαμπτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο οποίο συμμετέχουν οι εκλεγμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες.

Υπήρχε ανέκαθεν μια βασική συζήτηση στην Ευρώπη, εάν έπρεπε αυτή να ακολουθήσει το παράδειγμα των ΗΠΑ και να οργανωθεί ομοσπονδιακά, κατά το Αμερικανικό πρότυπο, ή να αποτελέσει μια Συμπολιτεία εθνικών κρατών, με δεδομένο ότι στην Ευρώπη δεν έχουμε έναν λαό, όπως στις ΗΠΑ, αλλά λαούς με μεγάλη ιστορία, πολιτική οργάνωση και ταυτότητα.

Θα έλεγε κανείς ότι και στις ΗΠΑ δεν έχουμε έναν λαό, γιατί και οι Αμερικανοί προέρχονται από μια πανσπερμία εθνών. Αυτό είναι ακριβές, αλλά ισχύει ως προσωπική ταυτότητα. Οι Πολιτείες των ΗΠΑ δεν αποτελούνται από συλλογικές ταυτότητες, αλλά από άτομα. Η κάθε Πολιτεία δεν βασίζεται σε μια συλλογική ταυτότητα, αλλά σε άτομα, με διαφορετικές ταυτότητες, που θέτουν τον εαυτό τους υπό την κοινή σκέπη της Αμερικανικής υπηκοότητας.

Στην Ευρώπη, αντιθέτως, δεν έχουμε έναν Ευρωπαϊκό λαό, αλλά Ευρωπαϊκούς λαούς, οργανωμένους σε εθνικά κράτη, που υπερασπίζονται, υποτίθεται, την ιστορία, την ταυτότητα και τη δημοκρατική οργάνωση και εκπροσώπηση κάθε λαού. Ισχύει το ίδιο και μετά την παγκοσμιοποίηση, την οποίαν εγκολπώθηκε πλήρως η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και επέβαλε ως κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική;

Η παγκοσμιοποίηση επιδιώκει την επιβολή μιας ενιαίας, παγκόσμιας αγοράς και αντιφάσκει εξ ορισμού στην ιδέα της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς. Ο Γάλλος οικονομολόγος Maurice Allais, που είχε τιμηθεί με το βραβείο Νόμπελ στη δεκαετία του ’80, υποστήριζε ότι για να προωθηθεί η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά και η κοινή Ευρωπαϊκή συνείδηση και αλληλεγγύη θα έπρεπε η Ευρωπαϊκή Ένωση να εισάγει από το εξωτερικό μόνο το 10% των προϊόντων που είχε ανάγκη, θα έκανε εξαίρεση μόνο για τα γεωργικά προϊόντα και θα εισήγαγε το 20% των αναγκών της για να βοηθήσει τον Τρίτο Κόσμο.

Γνωρίζουμε όμως τι έγινε. Γνωρίζουμε επίσης τα ιδεολογήματα που προήγαγε και προάγει η παγκοσμιοποίηση: η παράνομη μετανάστευση, με το προσωπείο του δήθεν ανθρωπισμού. Η υπονόμευση του εθνικού κράτους και της εθνικής ταυτότητας. Ο δικαιωματισμός και οι πέραν κάθε λογικής διεκδικήσεις των ΛΟΑΤΚΙ. Πέραν τούτων, προωθεί, βεβαίως, τη γνωστή πραγματικότητα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, της ιδιωτικοποιήσεως των πάντων και της απαξιώσεως, όσο το δυνατόν, του εθνικού κράτους και των εθνικών πολιτικών.

Το τι θα σήμαινε η κατάργηση του βέτο, υπέρ της οποίας ψήφισαν στο Ευρωκοινοβούλιο κυβερνητικοί και άλλοι Έλληνες Ευρωβουλευτές, αντικαθρεφτίζεται στη σημερινή Ελληνική εθνική επικαιρότητα.

Πρώτ’ απ’ όλα, στις προσδοκίες της προσεχούς Ελληνοτουρκικής Συναντήσεως Κορυφής στην Αθήνα, στις 7 Δεκεμβρίου. Εν όψει της Συναντήσεως, η Τουρκική πλευρά θέτει το πολιτικό πλαίσιο που επιδιώκει. Ο Ταγίπ Ερντογάν επαναφέρει τη ρητορική του «Καζάν Καζάν», που κατά την Τουρκική λογική σημαίνει «δίκαιη μοιρασιά» του Αιγαίου. Για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για τις Τουρκικές θέσεις, η Άγκυρα έσπευσε να εκδώσει ΝΑVΤΕΧ, με την οποία διεκδικεί «δικαιώματα» έρευνας ή διασώσεως δυτικά της Λέσβου, ακόμη και εντός των Ελληνικών χωρικών υδάτων.

Η Κύπρος ήταν άλλοτε προϋπόθεση για τη βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Με τη συνάντηση αυτή αποσυνδέεται πλήρως το Κυπριακό από την επιχειρούμενη βελτίωση, ενώ η Άγκυρα διαδηλώνει τη θέση της για δύο κράτη στην Κύπρο.

Η Ελλάδα διαμαρτύρεται, δικαίως, και απειλεί με βέτο την Αλβανία του Ράμα, για την πολιτική του απέναντι στον εκλεγμένο Δήμαρχο Χειμμάρας Μπελέρη και γενικά την Ελληνική μειονότητα.

Αναλογίζεται η σημερινή κυβέρνηση αλλά και όσοι υποστηρίζουν την κατάργηση του βέτο πώς θα μπορούν η Ελλάδα και η Κύπρος να υπερασπίζονται τα εθνικά τους συμφέροντα; Νομίζουν ότι είναι λύση να τα διαπραγματεύονται οι Βρυξέλλες και οι Γερμανοί με την Ά­γκυρα, πάνω από το κεφάλι τους;


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ