Η κυβέρνηση κλείνει τα μάτια στην ατζέντα που στήνει η Άγκυρα και ετοιμάζεται να υποδεχθεί τον Ταγίπ Ερντογάν
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρνείται πεισματικά να αντιμετωπίσει τη σκληρή πραγματικότητα των ελληνοτουρκικών και δείχνει έτοιμη να… καταπιεί τις προκλήσεις προκειμένου να μη διαταραχθεί το κλίμα, εν όψει της συνάντησης της Αθήνας στις 7 Δεκεμβρίου.
Με τη στάση της, η Αθήνα τελικά νομιμοποιεί, ως κανονικότητα, την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, δίνει την έξωθεν καλή μαρτυρία για την Τουρκία και ουσιαστικά δυσκολεύει κάθε δυνατότητα σοβαρής προσπάθειας για αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, καθώς η Τουρκία θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται ως ηγεμονική δύναμη, επιβάλλοντας διά της ισχύος τις θέσεις της.
Η Αθήνα έχει πέσει στην παγίδα της Τουρκίας, η οποία, για δικούς της λόγους, που έχουν να κάνουν με τις προσπάθειες εξωραϊσμού της εικόνας της στην ΕΕ και στις ΗΠΑ και την οικονομία δυνάμεων στην Πολεμική Αεροπορία της, επέλεξε από τον Φεβρουάριο να διακόψει τις καθημερινές και κλιμακούμενες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και τις υπερπτήσεις των νησιών. Συγχρόνως, μέχρι πρόσφατα απέφευγε τις επιθετικές δηλώσεις εναντίον της χώρας μας, ενώ φυσικά οι θέσεις παραμένουν αναλλοίωτες. Και η Αθήνα λειτουργεί σαν να μην αντιλαμβάνεται ότι όλα αυτά είναι τακτικές κινήσεις του κ. Ερντογάν μέχρι να επιτύχει τους στόχους του. Και ότι αρκεί ένα νεύμα του ώστε και πάλι τα τουρκικά μαχητικά να πετάξουν πάνω από τα ελληνικά νησιά.
Η κυβέρνηση ήλπιζε ότι ο Ταγίπ Ερντογάν δεν θα θελήσει να χαλάσει το κλίμα, ούτε θα επιχειρήσει να τη φέρει σε δύσκολη θέση εν όψει της συνάντησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας. Όμως τα δείγματα των τελευταίων ημερών είναι εντελώς διαφορετικά.
Ο κ. Ερντογάν δεν έχει κανέναν λόγο να μην επιτεθεί και πάλι εναντίον της Δύσης και όσων υποστηρίζουν το Ισραήλ, και να το κάνει αυτό μάλιστα από την ελληνική πρωτεύουσα, στοχεύοντας ευθέως και στην υπονόμευση της στρατηγικής σχέσης Ελλάδας – Ισραήλ. Μια σχέση στην οποία έχουν προκύψει αρκετά σύννεφα, λόγω και κάποιων αστοχιών και άτσαλων χειρισμών από πλευράς του ΥΠΕΞ, που έδιναν την εντύπωση ότι η Ελλάδα αποστασιοποιείται πλήρως από το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα.
Όμως, το πρόβλημα είναι ότι ο κ. Ερντογάν δεν θέλει να έρθει στην Αθήνα και να εμφανισθεί –στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό– ότι έχει διαγράψει τις διεκδικήσεις της χώρας του εναντίον της Ελλάδας.
Εξάλλου, αυτές είναι καταγεγραμμένες σε μια σειρά επιστολών που έχει στείλει η Τουρκία στον ΟΗΕ, με κορυφαία αυτή με την οποία ουσιαστικά αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, επικαλούμενη την υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησής τους.
Πώς να μιλήσεις για θετική ατζέντα και συνεργασία, όταν στο τραπέζι είναι η πιο βάναυση αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και όταν παραμένει σε ισχύ το casus belli, που έχει στόχο τον περιορισμό της ελληνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων;
Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι με διάφορες ανούσιες συμφωνίες, οι περισσότερες των οποίων μένουν στα χαρτιά και έχουν βαφτιστεί «θετική ατζέντα», μπορεί να εξημερωθεί το θηρίο. Όμως αυτή η προσέγγιση έχει αποδειχθεί λανθασμένη, καθώς, σε πολύ ιδανικότερες συνθήκες, όταν ακόμη ο Ταγίπ Ερντογάν ήταν ένας ηγέτης που πίστευε στο δόγμα «κανένα πρόβλημα με τους γείτονες», κυβερνήσεις όπως του Κώστα Σημίτη, του Κώστα Καραμανλή και του Γιώργου Παπανδρέου, που επένδυσαν σε αυτήν τη θετική ατζέντα, απέτυχαν να πετύχουν κάποια πρόοδο στα ελληνοτουρκικά. Αντιθέτως, διολισθήσαμε σε μια περίοδο συνολικής και έμπρακτης αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας και των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Τις τελευταίες ημέρες τα μηνύματα ήταν σαφή. Ο ίδιος ο Ερντογάν, αποκαλύπτοντας ότι όλα όσα κατά περιόδους ισχυρίζεται δεν είναι απλώς ρητορική, αλλά βαθιά «πιστεύω» του, συμπεριέλαβε και τη Θεσσαλονίκη στις πόλεις-ορόσημο των «συνόρων της καρδιάς».
Προφανώς, θέλοντας να δείξει ότι το ενδιαφέρον του για τη Γάζα δεν είναι απλώς ανθρωπιστικό ή στρατηγικό, αλλά εθνική υποχρέωσή του, καθώς η Γάζα ανήκει σε αυτά τα «σύνορα της καρδιάς», δηλώνει ότι το ίδιο είναι το Χαλέπι, η Αρχαία Βακτριανή, τα Βαλκάνια η Β. Αφρική και η Θεσσαλονίκη.
Ο τούρκος ναύαρχος, αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού κ. Τατλίογλου, μιλώντας στη Σχολή του Πολεμικού Ναυτικού, παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο μανιφέστο τουρκικών διεκδικήσεων εναντίον της Ελλάδας, στο οποίο συμπεριέλαβε τα πάντα, από το casus belli και τις «γκρίζες ζώνες» μέχρι την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Δήλωσε μάλιστα ότι η Τουρκία έχει απαγορεύσει στην Ελλάδα οποιεσδήποτε έρευνες και δραστηριότητες στην Ανατολική Μεσόγειο, αναφέροντας 35 περιπτώσεις ερευνητικών πλοίων που εμποδίστηκαν να κάνουν τις εργασίες τους από το Τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό.
Και, τέλος, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι είναι αυτή που προκαλεί εντάσεις και προσπαθεί, μαζί με την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Κύπρο, με τη στήριξη της Γαλλίας και των ΗΠΑ, να αποκλείσει την Τουρκία από την Ανατολική Μεσόγειο.
Ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας, που μόνο τυχαίο πρόσωπο δεν είναι, αφού αποτελεί έναν από τους στενότερους και πιο έμπιστους συνεργάτες του Ταγίπ Ερντογάν, μεταξύ των συνηθισμένων φληναφημάτων περί επιθυμίας καλών σχέσεων με την Ελλάδα, έβαλε στην ατζέντα, και μάλιστα σε υψηλή προτεραιότητα για την Άγκυρα, τα προβλήματα της «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη και στα Δωδεκάνησα.
Δεν είναι τυχαίο ότι, ξαφνικά, τις τελευταίες ημέρες το κρατικό πρακτορείο Αναντολού προβάλει δημοσιεύματα που αφορούν την «τουρκική μειονότητα» της Θράκης, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για τις παρεμβάσεις του Ταγίπ Ερντογάν στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αθήνα. Και παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει ότι ακόμη δεν έχει ενημερωθεί επισήμως για ενδεχόμενη επίσκεψη του κ. Ερντογάν στη Θράκη, θεωρείται μάλλον απίθανο ο Ταγίπ Ερντογάν να μη συνδυάσει την επίσκεψη στην Αθήνα με περιοδεία και στη Θράκη. Αν, μάλιστα, από την Κομοτηνή ή την Ξάνθη αναφερθεί στη μειονότητα ως «γέφυρα» στις σχέσεις των δύο χωρών, ο συμβολισμός θα είναι ισχυρός και συγχρόνως θα δώσει το σύνθημα στο τουρκικό προξενείο και όσους πορεύονται δίπλα του ότι έχουν τις πλάτες της Τουρκίας και την ανοχή της Αθήνας για την προώθηση των ακραίων στόχων τους.
Ας ελπίσουμε, πάντως, ότι έχουν εγκαταλειφθεί κάποιες ιδέες που υπήρξαν το προηγούμενο διάστημα για ορισμένες κινήσεις «καλής θέλησης» όσον αφορά τα αιτήματα των σκληροπυρηνικών της μειονότητας, είτε αυτές αφορούν τα σχολεία είτε τη λειτουργία των συλλόγων που έχουν στο όνομά τους τη λέξη «τουρκικός». Επίσης, η κυβέρνηση θα πρέπει να απαντήσει ξεκάθαρα για το αν πράγματι έχουν αποσυρθεί οπλικά συστήματα από τα νησιά, με το πρόσχημα της βοήθειας προς την Ουκρανία, και δεν έχουν αντικατασταθεί, προκειμένου να θεωρηθεί από την Άγκυρα ως κίνηση στην κατεύθυνση συμμόρφωσης με την απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών.
Με το περιβάλλον γύρω από την επίσκεψη Ερντογάν να διαμορφώνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσει να σταλεί θετικό μήνυμα από τη συνάντηση της Αθήνας και θα είναι πολύ πιο δύσκολη η διαχείριση της επόμενης ημέρας, όταν πια ο κ. Ερντογάν δεν θα ενδιαφέρεται και τόσο για τα διαπιστευτήρια που θα του προσφέρει στις 7 Δεκεμβρίου η ελληνική κυβέρνηση.