Σχέδιο Προϋπολογισμού 2024: Όταν δεν ευημερούν ούτε οι αριθμοί – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Η κυβερνητική προπαγάνδα μάς έχει συνηθίσει σε μια θριαμβολογία των αριθμών. Σύμφωνα με αυτή, η ελληνική οικονομία επιτυγχάνει εντυπωσιακές επιδόσεις (π.χ. εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης), που μας επιτρέπουν να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία και προσμονή.
Αυτή η φιλολογία θέλει να κρύψει φυσικά ότι η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ίσως μια από τις μοναδικές χώρες στον κόσμο που το ΑΕΠ είναι χαμηλότερο από εκείνο του 2009, και μάλιστα σε ποσοστά της τάξης του 15%. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ του 2022 ήταν 192 δισ. (η προβολή για το 2023 είναι στα 196,5 δισ.), την ώρα που το 2009 το ΑΕΠ της χώρας ήταν στα 226 δισ. Η πορεία αυτή συνοδεύτηκε από μια πρωτοφανή μείωση του μέσου πραγματικού μισθού κατά 40% και από μεγάλη μείωση των κοινωνικών δαπανών, ιδιαίτερα στον κλάδο της υγείας. Κοντολογίς, η Ελλάδα συνεχίζει να αποκλίνει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο 13 χρόνια μετά το πρώτο Μνημόνιο.
Τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που έτρεξε η κυβέρνηση Μητσοτάκη (11,1% του ΑΕΠ το 2020, 8,7% το 2021 και ο πρωτογενώς ισοσκελισμένος προϋπολογισμός του 2022) έκρυψαν εν μέρει αυτά τα φαινόμενα. Οι επιδοτήσεις της κατανάλωσης δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι κάποια μέριμνα θα ληφθεί για τα χαμηλά εισοδήματα. Όμως η εμφάνιση επίμονου πληθωρισμού και στασιμοπληθωρισμού στη Γερμανία έχει βάλει τέλος στις πολιτικές δημοσιονομικής επέκτασης. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιστρέφει στη δημοσιονομική πειθαρχία και οι γαλαντομίες του κ. Μητσοτάκη έπεσαν το 2023 σε ένα πενιχρό πουρμπουάρ 150 ευρώ κατά μέσο όρο για 2,3 εκατ. δικαιούχους, όπως ανακοινώθηκε πριν από μερικές μέρες.
Στο ίδιο ακριβώς πνεύμα βρίσκεται ο προϋπολογισμός του 2024. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Κομισιόν στην τελική διατύπωση γνώμης για το σχέδιο προϋπολογισμού (21/11/2023, σελ. 3, παρ. 11) «με βάση τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, η δημοσιονομική στάση (του σχεδίου προϋπολογισμού) αναμένεται να είναι περιοριστική κατά 1% του ΑΕΠ το 2024, κατόπιν μιας επεκτατικής δημοσιονομικής στάσης το 2023».
Η δημοσιονομική στάση είναι οι πρωτογενείς δαπάνες του προϋπολογισμού (μισθοί, δημόσιες επενδύσεις και μεταβιβαστικές πληρωμές) μείον τα έκτακτα φορολογικά μέτρα, πλέον των επιδοτήσεων του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης.
Το ότι αναμένεται να περιοριστεί, παρόλο που το σχέδιο προϋπολογισμού προβλέπει συνεισφορά 1,5% (του ΑΕΠ) από το Ταμείο Ανθεκτικότητας και Ανάπτυξης, παραπέμπει στο προφανές, σε έναν προϋπολογισμό λιτότητας, που δεν προβλέπει προσλήψεις στους κρίσιμους τομείς της Υγείας, της Παιδείας και της Αντιμετώπισης Φυσικών καταστροφών, δεν προβλέπει σημαντικές δημόσιες δαπάνες για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων Νομών Θεσσαλίας και Έβρου, ούτε για υποδομές σε σχολεία και νοσοκομεία.
Το μόνο που έχει να περιμένει ο κόσμος από τον προϋπολογισμό του 2024 είναι να αναγνωριστεί κάποια υπεραπόδοση των εσόδων στην επόμενη εαρινή έκθεση της Κομισιόν και να πέσει κανένα 150άρι πουρμπουάρ.
Το χειρότερο είναι ότι στη νέα πανευρωπαϊκή λιτότητα έρχονται να προστεθούν και οι ιδεοληψίες της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Οι τελευταίοι έχουν βγάλει έναν αλγόριθμο υπολογισμού της αναλογίας φορολογικών εσόδων ΑΕΠ και βλέπουν ότι τα ποσοστά στην Ελλάδα πέφτουν. Με τη σύμφωνη γνώμη της ελληνικής κυβέρνησης βρήκαν, λοιπόν, τον ένοχο. Είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες / αυτοαπασχολούμενοι αυτοί που φοροδιαφεύγουν. Δεν αναλογίζονται τις εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας που χάθηκαν από τις πολιτικές των Μνημονίων, αλλά τους ελεύθερους επαγγελματίες που προστέθηκαν. Μα, οι ίδιοι άνθρωποι είναι που μετατράπηκαν από εργαζόμενοι σε αυτοαπασχολούμενους. Η αναλογία τους στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό είναι αποτέλεσμα της συντριβής του ελληνικού καπιταλισμού τα τελευταία 15 χρόνια.
Βέβαια, σε αυτό το γαϊτανάκι του παραλόγου, η κυβέρνηση ξεχνά τους συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων και ότι οι τράπεζες θα ξαναπληρώσουν φόρους το 2030. Περιορίζεται σε κάποια εύκολα έσοδα αντικειμενικής φορολόγησης, που πολλοί θα πληρώσουν από το υστέρημά τους.
Πάγια άποψή μου είναι ότι η βελτίωση των συνθηκών ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας θα έρθει μέσα από τις άμεσες διεκδικήσεις των εργαζομένων και των φορέων της οργανωμένης εργασίας. Αυτές θα ξαναδώσουν αυτοπεποίθηση στον κόσμο, ώστε να αντιμετωπίσει τη νέα φάση λιτότητας και όξυνσης της κρίσης στην οποία βρισκόμαστε.