Η διακυβερνητική ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής στις 7 Δεκεμβρίου

Η διακυβερνητική ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής στις 7 Δεκεμβρίου


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Η συμφωνία για τον προγραμματισμό της Συναντήσεως αυτής είχε δώσει την εντύπωση αρχικά ότι ήταν μέρος της στροφής που είχε κάνει, προσφάτως, ο Ερντογάν προς τις ΗΠΑ και τη Δύση, επιδιώκοντας τη βελτίωση των σχέσεών του για πολύ συγκεκριμένους λόγους.

Οι λόγοι αυτοί συνοψίζονται στην ανάγκη αντιμετωπίσεως της δύσκολης οικονομικής καταστάσεως και των επειγουσών στρατηγικών αναγκών της Τουρκίας, όπως είναι η αποδέσμευση των μαχητικών F-16 (αγορά νέων και αναβάθμιση παλαιών σε έκδοση Viper).

Η βελτίωση, έστω και προσωρινά, των σχέσεων με την Ελλάδα θα βοηθούσε σημαντικά την επίτευξη των δύο αυτών στόχων. Η Ελλάδα, π.χ., θα παραμεριζόταν ως εμπόδιο, που θα μπορούσε να προβάλει βέτο στην αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και θα λειτουργούσε, αντιθέτως, ως συνήγορος. Στο ίδιο πνεύμα, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καλοθελητής και προπομπός, για δικό της, υποτίθεται, συμφέρον, στο θέμα της άρσεως της βίζας για τους Τούρκους υπηκόους, που είναι ένα άλλο, μεγάλο και πάγιο αίτημα που θέτει η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το οποίο η Άγκυρα συνδέει με τη συνεργασία της για τον έλεγχο της παράνομης μεταναστεύσεως προς την Ευρώπη.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η ύφεση στις σχέσεις με την Ελλάδα θα μπορούσε να βοηθήσει στη βελτίωση της εικόνας της Τουρκία στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα στο Κογκρέσο, που κρατά το κλειδί για την αποδέσμευση των F-16. Η Τουρκία προσπάθησε να συνδέσει το θέμα των F-16 με το ναι της Τουρκίας στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ. Το Κογκρέσο, όμως, με πρωτοστάτη τον γερουσιαστή Μενέντεζ, Πρόεδρο μέχρι προσφάτως της Επιτροπής Εξωτερικών της Γερουσίας, συνέδεσε το ναι του Κογκρέσου για τα F-16 με ευρύτερα θέματα, περιλαμβανομένων των Τουρκικών υ­περπτήσεων πάνω από Ελληνικά νησιά στο Αιγαίο. Η αποχώρηση Μενέντεζ από την Προεδρία της Επιτροπής, για τους γνωστούς λόγους, δεν άλλαξε πλήρως το κλίμα στο Κογκρέσο, όπως ανέμενε η Άγκυρα.

Η νέα έξαρση του αυθεντικού Ερντογανισμού, με αφορμή την κρίση της Γάζας, δημιουργεί μια νέα κατάσταση. Ο Ερντογάν επιτίθεται κατά του Ισραήλ, των ΗΠΑ και της Ευρώπης και επιζητεί ρόλο πρωταγωνιστή στον Μουσουλμανικό κόσμο, διαγκωνιζόμενος με το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία για τον πρώτο ρόλο. Υπερθεματίζοντας υπέρ του Ισλάμ και της Ισλαμικής αλληλεγγύης, επιδιώκει να ασκήσει απευθείας επιρροή στις Μουσουλμανικές μάζες, πάνω από το κεφάλι των κυβερνήσεων. Ιδιαίτερος στόχος του, από την άποψη αυτή, είναι η στρατηγική και πολυάνθρωπη Αίγυπτος στην Ανατολική Μεσόγειο.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Άγκυρα διαχωρίζει τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις από τις γενικότερες σχέσεις με τη Δύση και αφήνει να νοηθεί ότι αυτές μπορούν να βελτιωθούν και να αναπτυχθούν ανεξάρτητα από τις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την ευρύτερη Δύση. Είναι γνωστό ότι η Άγκυρα πάντοτε υπεστήριζε ότι δεν πρέπει να αναμειγνύονται τρίτοι στον Ελληνοτουρκικό διάλογο και ότι Ελλάδα και Τουρκία πρέπει να συζητήσουν και να λύσουν απευθείας μόνες τους τα υπάρχοντα προβλήματα. Ποια είναι όμως τα υπάρχοντα προβλήματα; Η Ελλάδα αναγνωρίζει ως μόνο πρόβλημα την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος και της ΑΟΖ. Το πρόβλημα όμως αυτό αφορά το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Η Άγκυρα επιδιώκει την απομόνωση της Ελλάδος και τη διμερή συζήτηση, ως έναν άλλον τρόπο να αποδιεθνοποιήσει το θέμα και να προωθήσει τη διμερή πολιτική διαπραγμάτευση, ερήμην του διεθνούς θαλασσίου δικαίου, πάνω στο οποίο στηρίζεται η Ελλάδα.

Η Ελλάδα δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να παρασυρθεί σ’ έναν τέτοιου είδους διάλογο, γιατί αυτό θα ήταν η αρχή της απεμπολήσεως των δικαιωμάτων που έχει με βάση το διεθνές θαλάσσιο δίκαιο. Ανεξάρτητα από την παλινδρόμηση στην παλαιά ρητορική, το καθεστώς Ερντογάν δεν σημαίνει ότι υποτιμά τους δύο στόχους που αναφέραμε παραπάνω ότι επιδιώκει, σε σχέση δηλαδή με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ. Πιστεύει όμως ότι, παρά την αντι-Δυτική ρητορική, η Τουρκία, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσεως και του όγκου της, θα εξακολουθήσει να έχει ανοχή και να δέχεται θωπείες από τη Δύση.
Πιστεύει ειδικότερα ότι η πολιτική αυτή θα τη βοηθήσει να εξελιχθεί σε αυτοδύναμη και ανεξάρτητη χώρα, με δικό της γεωστρατηγικό σχεδιασμό, με βάση δύο κύριους άξονες: τον Μουσουλμανισμό και τον Τουρκισμό. Στον τελευταίο επενδύει για την ενίσχυση της παρουσίας και της επιρροής της στην Κεντρική Ασία, εκμεταλλευόμενη τη συγκυρία της εμπλοκής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις συνεργασίας με την Ελλάδα, θεωρεί ότι:
• υποβοηθούνται οι σχέσεις με την Ευρώπη και τα Βαλκάνια,
• ευνοείται η Τουρκική οικονομική διείσδυση στην Ελλάδα, ειδικότερα σε περιοχές που την ενδιαφέρουν στρατηγικά (Αιγαίο, Θράκη), χωρίς αυτή να υποθηκεύει τις Τουρκικές διεκδικήσεις και τους στρατηγικούς στόχους,
• αποσυνδέεται η Ελλάδα από την Κύπρο, εφόσον δεν τίθεται καμιά προϋπόθεση και κανένας όρος για την Κύπρο για την ανάπτυξη της Ελληνοτουρκικής συνεργασίας,
• στην Ελλάδα βρίσκεται μια κυβέρνηση με έντονη ροπή προς τον κατευνασμό και την ενδοτική πολιτική, που μπορεί να οδηγήσει σε διολίσθηση των Ελληνικών θέσεων πάνω στα καίρια θέματα του Αιγαίου, συγκεκαλυμμένη κάτω από δήθεν Μέτρα Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης,
• μπορεί, ειδικότερα, να επικαιροποιηθεί, υπό μορφή κοινής διακηρύξεως, το περιεχόμενο του αλήστου μνήμης ανακοινωθέντος της Μαδρίτης Σημίτη – Ντεμιρέλ του 1997 και το περιεχόμενο της μυστικής συμφωνίας Καραμανλή – Ετσεβίτ της Βέρνης, για μη διεξαγωγή ερευνών και γεωτρήσεων για υδρογονάνθρακες σε «αμφισβητούμενες περιοχές».

Ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών βαρύνεται από την απίστευτη δήλωση του 2020 ότι η Ελλάδα θα αντιδράσει εάν παραβιασθούν τα χωρικά της ύδατα των έξι μιλίων, ως η Ελλάδα να μην έχει δικαιώματα υφαλοκρηπίδος και εν δυνάμει ΑΟΖ.

Το γεγονός επίσης ότι μετεβίβασε τις κυριότερες αρμοδιότητές του στην υφυπουργό του είναι πρωτόγνωρο και δημιουργεί πολλά ερωτήματα.

Δεν επιδίδεται κανείς σε δίκη προθέσεων και δεν θεωρεί εξ ορισμού βλαπτικές και απαράδεκτες οποιεσδήποτε συνομιλίες και προσπάθειες για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.

Γνωρίζοντας όμως τους μεγαλεπήβολους Τουρκικούς ηγεμονικούς στόχους στην Ανατολική Μεσόγειο, τις Τουρκικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος, την κατοχή στην Κύπρο, τις αμφισβητήσεις στο Αιγαίο, τις βλέψεις στη Θράκη, την εργαλειοποίηση της παράνομης μεταναστεύσεως, τη φρενήρη ανάπτυξη της Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, πρέπει να μην άγεται από υπερβολική καλή θέληση, υποτίμηση των κινδύνων και αυταπάτες.

Όλοι γνωρίζουν τις Τουρκικές βλέψεις στο Αιγαίο και οι Τούρκοι τις διακηρύσσουν. Η Ελλάδα όμως, μετά από μια πρώτη επαινετή προσπάθεια με τις Γαλλικές φρεγάτες Belharra, ολιγωρεί. Το Ελληνικό Αιγαίο έχει ανάγκη από ισχυρό Πολεμικό Ναυτικό, εδώ και τώρα. Οι πληροφορίες και οι φήμες για συγκεκαλυμμένη αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου θέτουν ένα μεγάλο θέμα.

Όταν γιγαντώνεται και εντείνεται η απειλή, δεν αποστρατιωτικοποιούμε τα νησιά. Αντιθέτως, τα ενισχύουμε, όπως ενισχύουμε συνολικά την εθνική άμυνα.

Η Τουρκία του Ερντογάν δεν έχει δώσει δείγματα ουσιαστικής αλλαγής και αναθεωρήσεως των στόχων της έναντι της Ελλάδος. Δεν εξυπηρετεί γι’ αυτό τη χώρα οποιανδήποτε πολιτική κατευνασμού και διολισθήσεων. Χρειάζεται επιφυλακή, σταθερή πολιτική και ενίσχυση της εθνικής ισχύος.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ