Μεσανατολικό και Ελληνοτουρκικά
Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Στη Γάζα αποκορυφώνεται το δράμα των αμάχων, που κινητοποιεί διεθνώς πρωτοφανείς διαδηλώσεις αλληλεγγύης υπέρ των Παλαιστινίων. Όσο κατανοητή και αν είναι από τους φίλους και συμμάχους του Ισραήλ η στρατηγική επιδίωξη της συντριβής της Χαμάς στη Γάζα, δεν μπορούν να μείνουν ασυγκίνητοι μπροστά στο δράμα των αμάχων και των μεθόδων με τις οποίες το Ισραήλ επιδιώκει αυτόν τον στόχο.
Προφανώς, το Ισραήλ αντιλαμβάνεται την πολιτική ζημιά που προκαλεί διεθνώς η εκστρατεία στη Γάζα. Πιστεύει όμως ότι η πολιτική αυτή είναι μονόδρομος για να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο στο μέλλον και για να ανοίξει ο δρόμος για μια ενδεχόμενη λύση Παλαιστινιακού κράτους στη Λωρίδας της Γάζας και στη Δυτική Όχθη.
Είναι γνωστό, βεβαίως, ότι μια σημαντική μερίδα του Ισραηλινού πολιτικού κόσμου, η οποία έχει ισχυρή παρουσία και στην κυβέρνηση Νετανιάχου, δεν ήθελε τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους. Βολευόταν από την κυριαρχία της Χαμάς στη Γάζα, που απέρριπτε κάθε ιδέα για λύση δύο κρατών και έθετε ως στόχο την εξάλειψη του Ισραήλ. Το τελευταίο επέρριπτε την ευθύνη για το αδιέξοδο και τη μη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους στους ίδιους τους Παλαιστίνιους, που δεν είχαν μια κοινή θέση, πάνω στη βάση των Συμφωνιών του Όσλο, που είχαν υπογράψει ο ιστορικός ηγέτης των Παλαιστινίων Γιασέρ Αραφάτ και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Ισαάκ Ράμπιν.
Το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία και η αντιπαράθεση των Σουνιτών και των Σιιτών στη Μέση Ανατολή περιθωριοποίησαν περαιτέρω το Μεσανατολικό, που, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, δέσποζε στο πολιτικό προσκήνιο της Μέσης Ανατολής αλλά και της διεθνούς πολιτικής. Η στρατηγική αντιπαράθεση Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, ηγετών αντιστοίχως των Σιιτών και των Σουνιτών της περιοχής, άνοιξε διάδρομο προσεγγίσεως μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, που αναγνώριζαν και οι δύο στο Ιράν έναν κοινό στρατηγικό αντίπαλο.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, έγινε εφικτή η προώθηση των λεγομένων Συμφωνιών του Αβραάμ μεταξύ Ισραήλ και των Αραβικών χωρών του Κόλπου. Η ολοκλήρωση και εμβάθυνση των Συμφωνιών αυτών θα αποτελούσε καίριο πλήγμα για το Μεσανατολικό, εφόσον θα ολοκληρωνόταν ουσιαστικά η εξομάλυνση των σχέσεων του Ισραήλ με τον Αραβικό κόσμο, χωρίς να έχει επιλυθεί προηγουμένως το Μεσανατολικό. Το Ιράν, στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής του, της δημιουργίας δηλαδή περιφερειακών συμμάχων, που θα ασκούν ένοπλη πίεση στο Ισραήλ, αλλά και της πολιτικής υπερφαλαγγίσεως των Αραβικών καθεστώτων στο Μεσανατολικό, επένδυσε στη Χαμάς, παρά το γεγονός ότι τα μέλη και οι οπαδοί της δεν είναι Σιίτες, αλλά Σουνίτες.
Η στρατηγική κατάσταση άλλαξε σημαντικά μετά την προσέγγιση μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, με Κινεζική διαμεσολάβηση. Η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου είχε, μεταξύ άλλων, ως στόχο να τορπιλίσει την υπογραφή συμφωνίας εξομαλύνσεως των σχέσεων μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ισραήλ, η οποία επέκειτο.
Η Ισραηλινή εισβολή στη Γάζα, που ήρθε ως απάντηση στην επίθεση της Χαμάς, δημιουργεί μια νέα κατάσταση, με την ανθρωπιστική τραγωδία που επιφέρει. Οι κυβερνήσεις των Αραβικών χωρών δεν μπορούν να μην αντιδράσουν έντονα και να παγώσουν επ’ αόριστον οποιαδήποτε διαδικασία προσεγγίσεως με το Ισραήλ. Το Μεσανατολικό επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο και απαιτεί άμεση λύση, εφόσον αυτή είναι συνδεδεμένη με το καθεστώς της Γάζας και τις επιδιωκόμενες εγγυήσεις ασφαλείας που διεκδικεί το Ισραήλ.
Κατά παράδοξο τρόπο, η δράση της Χαμάς, που απορρίπτει οποιαδήποτε λύση δύο κρατών, θέτει επί τάπητος, εκ των πραγμάτων, τη δημιουργία Παλαιστινιακού κράτους, που είναι απαραίτητη διέξοδος για μια λύση στη Γάζα και γενικότερα στο Μεσανατολικό.
Ένα νέο χαρακτηριστικό του Μεσανατολικού προβλήματος σήμερα είναι η Ισλαμική διάσταση που έχει προσλάβει, με όλες τις επιπτώσεις που έχει αυτό στην ανάπτυξη του ακραίου Ισλαμισμού στην περιοχή αλλά και διεθνώς, περιλαμβανομένων και διαφόρων μορφών τρομοκρατίας που απειλούν και Ευρωπαϊκές χώρες.
Οι Παλαιστινιακές οργανώσεις του παρελθόντος ήταν κατά κύριο λόγο κοσμικού χαρακτήρα και εμπνέονταν από την ιδεολογία των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Ο Αραφάτ και άλλοι Παλαιστίνιοι ηγέτες δεν δίσταζαν να προβάλλουν και τον ρόλο των Χριστιανών Παλαιστινίων. Η Χαμάς είναι στον αντίποδα της πολιτικής αυτής. Επενδύει στον θρησκευτικό φανατισμό, τον οποίο χρησιμοποιεί ως πολιτικό εργαλείο.
Η Μουσουλμανική αυτή διάσταση του Μεσανατολικού σήμερα, λόγω κυρίως της Χαμάς, δεν μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο τον Ταγίπ Ερντογάν, που επενδύει επίσης στον Ισλαμισμό για την επιδιωκόμενη παλινόρθωση της παλιάς Οθωμανικής ισχύος, στο πρόσωπο της σημερινής Τουρκίας, αλλά και διαγκωνίζεται με το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία για ηγετικό ρόλο στον Μουσουλμανικό κόσμο.
Στον πόλεμο της Ουκρανίας, ο Ερντογάν επαμφοτερίζει στην πολιτική του για να αποκομίσει ωφελήματα αλλά και για να προωθήσει το μεγάλο σχέδιό του για ισχυρή παρουσία στην Κεντρική Ασία, με την προώθηση, με Ρωσική ανοχή, της Ενώσεως Τουρκικών Κρατών, με ηγέτιδα την Τουρκία. Στη Μέση Ανατολή, επιδιώκει γενικότερα την ενίσχυση της Τουρκικής επιρροής, με την πολιτική του υπερμάχου των Μουσουλμάνων, αλλά και ειδικότερα την εγγραφή υποθήκης για ειδικότερη παρουσία και ρόλο της Τουρκίας στη Γάζα και στο μελλοντικό Παλαιστινιακό κράτος. Η Άγκυρα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην ακτή της Γάζας και στην εν δυνάμει ΑΟΖ, την οποία συνδέει με τη δική της «Γαλάζια Πατρίδα», τις διεκδικήσεις της σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδος και τις φιλοδοξίες της για ηγεμονικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η κρίση στη Μέση Ανατολή και η νέα έξαρση του Ισλαμισμού στην περιοχή ώθησαν και τον Τούρκο ηγέτη να μην υπολειφθεί του ανταγωνιστικού Ιράν σε Μουσουλμανικό ζήλο και να ασκήσει προπαγάνδα πάνω από τις κυβερνήσεις των Αραβικών χωρών, απευθείας στις Μουσουλμανικές μάζες, στοχεύοντας, κατά πρώτο λόγο, εκτός των Παλαιστινίων, την Αίγυπτο και τη Σαουδική Αραβία.
Η πολιτική αυτή τον αναγκάζει να θέσει σε παρένθεση το φιλο-Δυτικό άνοιγμα, στο οποίο είχε προχωρήσει κατά την τελευταία περίοδο, επιδιώκοντας την αναβάθμιση των σχέσεων με την Ευρώπη και την αποδέσμευση των F-16 από τις ΗΠΑ, και να επιδοθεί σε υψηλή ρητορική, όχι μόνο κατά του Ισραήλ, αλλά και κατά των ΗΠΑ, της Ευρώπης και γενικά της Δύσεως.
Προφανώς, η παλινδρόμηση αυτή δείχνει σαφώς ότι ο στρατηγικός προσανατολισμός της Τουρκίας είναι αμετάθετος. Λογικά, η Ελληνική πολιτική θα έπρεπε να εξαγάγει προφανή συμπεράσματα για τις πραγματικές προοπτικές των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Ελληνική πλευρά δεν πρέπει να παρασυρθεί σε λάθος ανάγνωση των Τουρκικών προθέσεων και επιδιώξεων και να διολισθήσει σε υποχωρήσεις πάνω σε θέματα αρχής που προσδιορίζονται από το διεθνές δίκαιο, όπως, π.χ., η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδος και ΑΟΖ.
Δεν πρέπει επίσης να προτρέχει της άλλης Ευρώπης και να υπερακοντίζει υπέρ σημαντικών αιτημάτων της Άγκυρας στην Ευρώπη, είτε αυτά αφορούν την αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως και την άρση της βίζας για τους Τούρκους υπηκόους είτε αφορούν το καυτό θέμα της παράνομης μεταναστεύσεως και τη συμφωνία Ευρώπης και Τουρκίας για τον έλεγχό της.
Η πολιτική του κατευνασμού έχει δοκιμασθεί επί δεκαετίες, αλλά δεν απέτρεψε, αλλά, αντιθέτως, ενθάρρυνε την κλιμάκωση των Τουρκικών αξιώσεων.