Η κρίση στη Μέση Ανατολή υποβαθμίζει το Ουκρανικό
–Οι αρνητικές επιπτώσεις συνεχίζονται
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Κοινή είναι η διαπίστωση ότι το Ουκρανικό, μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου στη Μέση Ανατολή, έχει περάσει σε δεύτερη μοίρα.
Η διεθνής ειδησεογραφία ασχολείται, σχεδόν αποκλειστικά, με τη διαμάχη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων και τα γεγονότα στη Λωρίδα της Γάζας, μεταδίδοντας συνταρακτικές σκηνές από βομβαρδισμούς των ισραηλινών δυνάμεων σε κατοικημένες περιοχές, ακόμη και νοσοκομεία, που έχουν ως στόχο –σύμφωνα με δηλώσεις υψηλών αξιωματούχων του Ισραήλ– να πλήξουν και να εξουδετερώσουν τις δυνάμεις της Χαμάς. Αναμφίβολα, το Μεσανατολικό έχει ιδιαίτερη σημασία για τις χώρες της Δύσης, καθώς επηρεάζονται ζωτικά της συμφέροντα, όπως επηρεάζονται και η διεθνής ειρήνη και σταθερότητα.
Η αιφνίδια υποβάθμιση του Ουκρανικού φαίνεται να δικαιώνει εκείνους που υποστηρίζουν ότι ο συνεχιζόμενος ρωσοουκρανικός πόλεμος, με απόλυτη στήριξη της Ουκρανίας από τις δυτικές χώρες, οφείλεται περισσότερο σε γεωπολιτικούς και στρατηγικούς λόγους, παρά σε λόγους αρχών ή γιατί αποτελεί απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια της περιοχής και ευρύτερα.
Γιατί εισέβαλαν τα ρωσικά στρατεύματα τον Φεβρουάριο του 2022 στην Ανατολική Ουκρανία; Η Μόσχα επικαλέστηκε την ανάγκη προστασίας των ρωσόφωνων πληθυσμών των ανατολικών περιοχών της ουκρανικής επικράτειας, οι οποίοι, όπως υποστήριζε, καταπιέζονταν από τις Ουκρανικές Αρχές. Ανομολόγητη, όμως, αλήθεια αποτελεί το γεγονός ότι η ρωσική εισβολή, που δικαίως καταδικάστηκε από τη διεθνή κοινωνία, απέβλεπε στην αποτροπή ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, την οποία επιδίωκε ο ουκρανός Πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ύστερα από μυστικές επαφές με νατοϊκούς αξιωματούχους, κυρίως των ΗΠΑ.
Η Μόσχα ήταν ήδη ανήσυχη λόγω της ένταξης στο ΝΑΤΟ των χωρών της Βαλτικής και των σκανδιναβικών χωρών –με εξαίρεση τη Σουηδία, λόγω αντιδράσεων τότε της Τουρκίας, με απειλή άσκησης βέτο–, την οποία ερμήνευε ως αποσκοπούσα στην περικύκλωση της Ρωσίας, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο την ασφάλειά της. Επιπλέον, η ρωσική διπλωματία επικαλείται και διεθνή κείμενα που δέσμευαν την Ουκρανία να αποφύγει την ένταξη σε οποιοδήποτε στρατιωτικοπολιτικό συνασπισμό της γεωγραφικής περιοχής της. Η Μόσχα δεν μπορούσε να αγνοήσει τους ιστορικούς δεσμούς μεταξύ των δύο ομόφυλων λαών, όπως και την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ρωσόφωνων και ρωσόφιλων πληθυσμών στις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας.
Η εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων την 24η Φεβρουαρίου 2022 θεωρήθηκε ότι θα ήταν βραχείας διάρκειας και ότι ο πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών δεν θα ελάμβανε τις διαστάσεις και την έκταση που στη συνέχεια έλαβε. Υπήρχαν, επίσης, εκτιμήσεις ότι η κατάληψη όλης της ουκρανικής επικράτειας από τα ρωσικά στρατεύματα θα ήταν εύκολο εγχείρημα. Οι πάντες διαψεύστηκαν. Η Ουκρανία προέβαλε σθεναρή αντίσταση, με την πολιτική και έμπρακτη συνδρομή των δυτικών χωρών, μελών του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Η συμπαράσταση προς την Ουκρανία εκφράστηκε τόσο σε πολιτικό επίπεδο, με καταδίκη της ρωσικής εισβολής και επιβολή κυρωτικών μέτρων, όσο και σε στρατιωτικό, με την ενίσχυση και την προμήθεια πολεμικού προηγμένου υλικού. Η Τουρκία ναι μεν καταδίκασε την εισβολή, αλλά απέφυγε να συμμετάσχει στην επιβολή κυρωτικών μέτρων, γεγονός που της επέτρεψε να διεκδικήσει και να ασκήσει μεσολαβητικό ρόλο για εκεχειρία και έναρξη διαπραγματεύσεων για ειρήνευση, χωρίς, όμως, αποτελέσματα. Παρά την πλήρη και συνεχή στήριξη της Ουκρανίας από τις δυτικές χώρες, η Μόσχα δεν έχει υποχωρήσει και οι εχθροπραξίες επί ουκρανικού εδάφους συνεχίζονται χωρίς νικητές και ηττημένους.
Το μόνο βέβαιο είναι η καταστροφή της χώρας και ότι εκατοντάδες ουκρανοί πολίτες έχουν πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς. Η παρατηρούμενη υποβάθμιση του Ουκρανικού από τη διεθνή ειδησεογραφία τείνει να επιβεβαιώσει ότι η συνέχιση του πολέμου, αντί μεσολαβητικών πρωτοβουλιών για εκεχειρία και ειρήνευση, εξυπηρετεί περισσότερο στρατηγικούς στόχους και συμφέροντα ορισμένων χωρών της Δύσης. Την απομόνωση της Ρωσίας και την απομάκρυνσή της από τη Δύση και την αποτροπή εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Μια τέτοια εκτίμηση ενισχύεται και από τη στάση έναντι της Τουρκίας για την εισβολή στην Κύπρο, με τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής να εξακολουθούν να παραμένουν, χωρίς καμιά ουσιαστική αντίδραση και λήψη μέτρων κατά της Άγκυρας.
Οι επιπτώσεις του ρωσοουκρανικού πολέμου, που πρέπει να σταματήσει, έχουν γίνει ήδη αισθητές στους ευρωπαίους πολίτες. Και εκφράζονται τόσο στον οικονομικό τομέα όσο και στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος. Ένα επιπλέον αρνητικό στοιχείο αφορά τα θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας και συνεργασίας. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η Ρωσική Δούμα (Κοινοβούλιο) αποφάσισε την αποχώρηση της Ρωσίας από την εφαρμογή της Συνθήκης CFE (Conventional Forces Europe – Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη), που de facto είχε αναστείλει από το 2008. Η Συνθήκη CFE, που υπογράφηκε μεταξύ των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν απότοκο της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι (1975), η οποία θέσπισε την αρχή της Ειρηνικής Συνύπαρξης (Pacific Coexistence) μεταξύ των χωρών-μελών των δύο μεγάλων συνασπισμών, ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η Συνθήκη προέβλεπε την καταχώριση πέντε κατηγοριών συμβατικών όπλων και μέγιστες οροφές που δεν έπρεπε να ξεπεραστούν. Κάθε συνασπισμός χωριστά επιμέριζε και τις οροφές για τα κράτη-μέλη. Παράλληλα, προβλέπονταν και Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), μεταξύ των οποίων η δυνατότητα ελέγχου της τήρησης των οροφών κάθε οπλικού συστήματος, όπως και η έγκαιρη πληροφόρηση διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων εγγύς των συνόρων άλλου κράτους-μέλους.
Αρνητικό στοιχείο της Συνθήκης CFE για την Ελλάδα ήταν η πρόβλεψη και αναγνώριση ζώνης εξαίρεσης για την Τουρκία, στην οποία δεν ίσχυαν οι περιορισμοί οροφών και οι άλλες προβλέψεις της συνθήκης. Στην ουσία, δινόταν στην Τουρκία η δυνατότητα να εγκαταστήσει στη ζώνη εξαίρεσης όσα οπλικά συστήματα ήθελε, χωρίς να υπόκειται σε οποιοδήποτε έλεγχο! Η προβλεπτικότητα στρατιωτικών κινήσεων και η ισορροπία των τουρκικών δυνάμεων έναντι των ελληνικών ανατρέπονταν.
Απορίας άξιον είναι το γεγονός ότι αποδέχθηκαν αυτήν τη ρύθμιση οι τότε πολιτικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες των δύο αρμόδιων υπουργείων, Άμυνας και Εξωτερικών. Μετά την απόφαση της Ρωσικής Δούμας, που ουσιαστικά θέτει τέλος στην ισχύ της Συνθήκης CFE, θα υπάρξει διάδοχο σχήμα;
Όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, η Ελλάδα οφείλει να μην αποδεχθεί την αναγνώριση ή τη διαιώνιση ύπαρξης ζώνης εξαίρεσης για τη Τουρκία. Η Ελλάδα δεν κινδυνεύει πλέον από τις χώρες του Βορρά. Οι απειλές και η αμφισβήτηση κυριαρχικών της δικαιωμάτων προέρχονται από άλλες γεωγραφικές κατευθύνσεις, κυρίως εξ Ανατολών…
ΤΟ ΠΑΡΟΝ
Φωτό: ©REUTERS/Mohammed Salem