Έρευνα του ΠΟΥ: Το 60% των εφήβων της χώρας έχει διαταραγμένη ψυχική και σωματική υγεία!

Έρευνα του ΠΟΥ: Το 60% των εφήβων της χώρας έχει διαταραγμένη ψυχική και σωματική υγεία!

–Τα κορίτσια έχουν τα περισσότερα προβλήματα ψυχικής υγείας – Άννα Κοκκέβη: Πρέπει να κατανοήσουμε βαθύτερα την ψυχική υγεία των εφήβων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν!

Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ


Το 2022 (έτος συλλογής των πιο πρόσφατων δεδομένων) «πολύ καλή» υγεία ανέφεραν ότι έχουν μόνο δύο στους / στις πέντε εφήβους (42%) στην Ελλάδα, με το ποσοστό του δείκτη αυτού να είναι σταθερά μειούμενο κατά τη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας.

Παρόμοια, μόλις ένας / μία στους / στις τρεις εφήβους (32%) στη χώρα μας ανέφερε «υψηλά» επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή το 2022, με το ποσοστό αυτό να είναι επίσης σταθερά σε πτώση σε όλη τη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας. Το 60% των εφήβων ανέφερε εμμένουσες ψυχολογικές ή / και σωματικές ενοχλήσεις το 2022. Και, παρόλο που η τάση στο ποσοστό αυτό ήταν πτωτική μέχρι το 2014, την τελευταία 10ετία υπήρξε ανακοπή και αύξηση, η οποία επίσης εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη τα τελευταία χρόνια.

Τα ευρήματα αυτά διακρατικής σχολικής έρευνας δίνουν λεπτομερή εικόνα για την ψυχική υγεία των εφήβων στη χώρα μας και για το πώς αυτή συμβαδίζει ή διαφοροποιείται από εκείνη των εφήβων στην Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.

Ειδικότερα, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, το Περιφερειακό Γραφείο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για την Ευρώπη δημοσίευσε τα πιο πρόσφατα ευρήματα για την ψυχική υγεία των εφήβων, έτσι όπως αυτά προκύπτουν από τη διακρατική έρευνα με τίτλο «Έρευνα για τις Συμπεριφορές που Συνδέονται με την Υγεία των Εφήβων» («Health Behaviour in School-aged Children – HBSC»). Η έρευνα φέρνει στο φως μια εκτεταμένη και ανησυχητική τάση σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία: την επιδείνωση της ψυχικής υγείας των εφήβων και κυρίως των κοριτσιών.

Όπως αναδεικνύεται στην έκθεση του προγράμματος HBSC, δείκτες όπως το αντιληπτό επίπεδο (σωματικής) υγείας και το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή παρουσιάζουν επιδείνωση τα τελευταία χρόνια, ενώ επιπλέον δείκτες, όπως τα εμμένοντα ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα, έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας, ιδιαίτερα (σε πολλές χώρες) το πρόσφατο διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, η επιδείνωση των δεικτών ψυχικής υγείας παρουσιάζεται εντονότερη στα κορίτσια απ’ ό,τι στα αγόρια.

Αναφορικά με τα παραπάνω ευρήματα που αφορούν τη χώρα μας, η Άννα Κοκκέβη, ομότιμη καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και επιστημονικά υπεύθυνη της σχετικής έρευνας στην Ελλάδα, σχολιάζει: «Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απλώς αριθμοί. Απηχούν, ασφαλώς, μεταβολές στα βιώματα και τον ψυχισμό των εφήβων, αλλά δείχνουν και τον κρίσιμο ρόλο που η οικογένεια, το σχολείο και γενικότερα η κοινωνία μας παίζει στην εμφάνιση και την επικράτησή τους. Η επιδείνωση των δεικτών πρέπει να μας κινητοποιήσει προς το να κατανοήσουμε βαθύτερα την ψυχική υγεία των εφήβων –ιδιαίτερα των κοριτσιών– και τους παράγοντες που την επηρεάζουν και να δράσουμε ταχύτερα προκειμένου να τους/τις υποστηρίξουμε αποτελεσματικότερα».

Υψηλότερα επίπεδα αντιληπτής (σωματικής) υγείας και αυτεπάρκειας στους εφήβους στην Ελλάδα
Η έκθεση της διακρατικής έρευνας HBSC για το 2021 – 2022 (συμμετείχαν σε αυτήν περίπου 280.000 έφηβοι, ηλικίας 11, 13 και 15 ετών από 44 χώρες, περίπου 6.500 εξ αυτών στην Ελλάδα) αναδεικνύει και την ιδιαιτερότητα του εφηβικού πληθυσμού της χώρας μας έναντι των άλλων χωρών. Για παράδειγμα, το αντιληπτό επίπεδο (σωματικής) υγείας στους/στις εφήβους –αν και όχι σε επιθυμητά επίπεδα– είναι στη χώρα μας σημαντικά υψηλότερο (42%) του διακρατικού μέσου όρου (36%).

Στην Ελλάδα παρατηρούνται, επιπλέον, υψηλότερα ποσοστά εφήβων με αυτεπάρκεια, δηλαδή με ευχέρεια στο να βρίσκουν λύσεις σε μικρές ή μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν (69% και 61%, αντίστοιχα) και να φέρνουν σε πέρας το έργο και τα καθήκοντα που έχουν αναλάβει (60% και 57%, αντίστοιχα). Τέλος, δείκτες όπως το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή και το αντιληπτό επίπεδο ψυχικής ευεξίας (mental wellbeing) βρίσκονται πολύ κοντά στον μέσο όρο του προγράμματος συνολικά.

Υψηλότερα επίπεδα ενοχλήσεων ψυχολογικής και σωματικής φύσης
Από την άλλη, σημαντικά υψηλότερο ποσοστό έφηβων αγοριών και κοριτσιών στην Ελλάδα (60% έναντι 44% του διακρατικού μέσου όρου) αναφέρει εμμένουσες ψυχολογικές και σωματικές ενοχλήσεις. Ειδικότερα, περισσότεροι από τους μισούς αισθάνονται συχνά νευρικότητα (53%) και ευερεθιστότητα (51%), ένας/μία στους/στις τρεις (35%) είναι συχνά «στα κάτω τους» (ενδεικτικό θλίψης) και σε παρόμοια περίπου αναλογία (30%) έχουν δυσκολίες ύπνου. Τέλος, ένας/μία στους/στις τέσσερις (25%) έχει συχνά πονοκέφαλους και σε ίδια αναλογία (24%) έχει πόνους στη μέση (ενδεικτικό απουσίας άσκησης και αδράνειας).

Έμφαση στην προαγωγή της υγείας και στην ενίσχυση των δεξιοτήτων ζωής
Όπως και διεθνώς, έτσι και στην Ελλάδα, οι δείκτες ψυχικής υγείας και ευεξίας επιδεινώνονται με την ηλικία, δηλαδή το πέρασμα από τα 11 στα 13 και ακολούθως στα 15 έτη. Ωστόσο, αυτό που αποτελεί ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα είναι ότι η επιδείνωση αυτή φαίνεται να είναι σχεδόν παντού εντονότερη, κυρίως κατά τη μετάβαση από το δημοτικό (ηλικία των 11) στο γυμνάσιο (ηλικία των 13), παρά κατά τη μετάβαση από το γυμνάσιο στο λύκειο (ηλικία των 15). Στη βάση των παραπάνω, η έμφαση στην Ελλάδα πρέπει να δοθεί σε παρεμβάσεις προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας, ιδιαίτερα στο σχολικό πλαίσιο.

Ο Τάσος Φωτίου, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας της έρευνας HBSC στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ», που υλοποιεί την έρευνα HBSC στην Ελλάδα από το 1998, επισημαίνει τα εξής: «Τα ευρήματα της έρευνας δεν μας δίνουν μόνο τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε την κατάσταση στη χώρα μας και να τη συγκρίνουμε με εκείνη των άλλων χωρών. Μας δίνουν επιπλέον την αφορμή να δουλέψουμε μαζί με τους/τις ειδικούς στον χώρο της πρόληψης και της προαγωγής της εφηβικής υγείας για τον σχεδιασμό παρεμβάσεων για το σχολείο, την οικογένεια και την κοινότητα (ψηφιακή και μη), που τεκμηριωμένα μπορούν να ανατρέψουν τη διαφαινόμενη τάση επιδείνωσης και να ενισχύσουν την ευεξία του –από κάθε άποψη– πολύ σημαντικού αυτού πληθυσμού».


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ