ΕΝΩ Η ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ ΦΛΕΓΕΤΑΙ – Σε κατάσταση μόνιμης νιρβάνας η ελληνική εξωτερική πολιτική
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Σε νιρβάνα και κατάσταση ύπνωσης έχει περιπέσει η ελληνική εξωτερική πολιτική, που παρακολουθεί εκ του μακρόθεν την πιο μεγάλη κρίση που έχει ξεσπάσει στην Ανατολική Μεσόγειο εδώ και δεκαετίες, σε μια περιοχή που διακυβεύονται κρίσιμα εθνικά συμφέροντα και διαμορφώνονται οι ισορροπίες της νέας εποχής.
Η ελληνική κυβέρνηση έχει μείνει να παρακολουθεί αμήχανα ακόμη και την κυπριακή διπλωματία, η οποία κινείται δραστήρια και επιχειρεί να τοποθετηθεί σε αυτό το δύσκολο και περίπλοκο διπλωματικό γεωπολιτικό παιχνίδι, και περιορίζεται σε ορισμένες τηλεφωνικές επικοινωνίες του πρωθυπουργού ή του υπουργού Εξωτερικών, χωρίς να έχει στοιχειωδώς διαμορφωθεί ένα πλαίσιο δράσης που θα διασφαλίσει τα εθνικά συμφέροντα.
Η σύγκρουση στη Γάζα δεν θα είναι σύντομη, πολύ περισσότερο όταν το Ισραήλ δηλώνει ότι όχι μόνο μένει πιστό στον στόχο της εξόντωσης της Χαμάς και της απελευθέρωσης των ομήρων, αλλά ότι θα συνεχίσει να έχει υπό τον έλεγχό του την περιοχή και μετά τη λήξη των εχθροπραξιών, προκειμένου να μη σηκώσει και πάλι κεφάλι η Χαμάς και να διασφαλιστούν συνθήκες ασφαλείας για το ίδιο το Ισραήλ.
Επομένως, σε αυτήν την κρίση, που φαίνεται να έχει ακόμη δρόμο μπροστά της, η Ελλάδα δεν μπορεί να μένει απλός παρατηρητής…
Η Αθήνα, την τελευταία κυρίως τετραετία, επαναπαύθηκε στο υψηλό επίπεδο σχέσεων με το Ισραήλ και τη βελτίωση των σχέσεων με τις αραβικές χώρες του Κόλπου, στηριζόμενη, όμως, κυρίως στη σχέση της με την Ουάσινγκτον και χωρίς να προσπαθεί να αναπτύξει και αυτόνομες στρατηγικές σχέσεις με τις χώρες της περιοχής.
Στο πλαίσιο αυτό, ήταν παντελής η εγκατάλειψη των σχέσεων και με τους Παλαιστινίους, εκτός από κάποιες επαφές που είχε στο παρελθόν ο Νίκος Δένδιας, αλλά και με την Ιορδανία, χώρα που, εκτός των άλλων, έχει κρίσιμο ρόλο και για την τύχη των Αγίων Τόπων. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο και νομιμοποιείται να ενδιαφέρεται για τις εξελίξεις στην περιοχή, καθώς οι κυβερνώντες δείχνουν να ξεχνούν ότι το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο έχει μεγάλο αριθμό πιστών, αράβων και παλαιστίνιων χριστιανών, ενώ μεγάλες περιοχές της Ιερουσαλήμ ανήκουν στην ιδιοκτησία του.
Έτσι, η Αθήνα δείχνει ότι αναμένει να της ανατεθεί κάποιος υποβοηθητικός ρόλος από την Ουάσινγκτον ή από τον γάλλο Πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, που ουσιαστικά δεν θα οδηγεί σε ενίσχυση του προφίλ της χώρας και αναβάθμισή της στην περιοχή.
Την ίδια ώρα, όμως, η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να διασώσει την ελληνοτουρκική προσέγγιση, η οποία ξέρει ότι έχει κοντά ποδάρια, και να δώσει χείρα βοηθείας στην κυβέρνηση Ερντογάν, η οποία έχει απομείνει με μοναδικούς φίλους τη Μόσχα και την Τεχεράνη. Ακόμη και το Κατάρ, το οποίο αποτελεί, μαζί με το Ιράν, τον βασικό χρηματοδότη και υποστηρικτή της Χαμάς, έχει γυρίσει την πλάτη στην Άγκυρα, καθώς προσπαθεί να καρπωθεί το ίδιο τις προσπάθειες για την απελευθέρωση των ομήρων.
Βέβαια, η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου τόνισε ότι η κρίση θα επηρεάσει θετικά τα ελληνοτουρκικά «διότι και η Τουρκία και η Ελλάδα, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τους διαφορετικούς στόχους, τις διαφορετικές κοσμοθεωρίες που μπορεί να έχουν, έχουν ένα κοινό συμφέρον: Δεν μπορούν να ζουν σε μια περιοχή η οποία εκρήγνυται και η έκρηξη αυτήν τη στιγμή στη Μέση Ανατολή αφορά και τους δύο μας». Αγνοεί προφανώς ότι ο κ. Ερντογάν έχει εντελώς διαφορετικές προσδοκίες από την κρίση αυτή και ότι μέσα από τις κρίσεις προσπαθεί να εμπεδώσει τον ρόλο της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης.
Ο Ταγίπ Ερντογάν παίζει το χαρτί του εθνικισμού και του πανισλαμισμού, καθώς θεωρεί ότι έτσι προωθεί τον περιφερειακό ρόλο της Τουρκίας, που θα είναι ανεξάρτητος από τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται η ιδιότητα της χώρας ως μέλους του ΝΑΤΟ και ως φιλόδοξης, όπως ο ίδιος δηλώνει, υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ. Όμως, οι εποχές που όλοι θεωρούσαν ότι η Τουρκία αποτελεί το σημαντικότερο μοντέλο ενός κοσμικού, πολιτικού, δημοκρατικού Ισλάμ έχουν περάσει και η στάση του Ταγίπ Ερντογάν στην κρίση της Γάζας, που έσπευσε να ξεπλύνει τη Χαμάς και να επιτεθεί όχι μόνο στο Ισραήλ αλλά συνολικά στη Δύση, έχει καταγραφεί από τις ξένες πρωτεύουσες.
Με τη στάση του αυτή έχει περιορίσει σημαντικά τη δυνατότητα της Τουρκίας να αναλάβει κάποιον μεσολαβητικό ρόλο στην τωρινή κρίση και, ακόμη περισσότερο, να έχει λόγο στη διαμόρφωση της επόμενης ημέρας στην περιοχή. Ο τρόπος με τον οποίο ο αμερικανός ΥΠΕΞ Άντονι Μπλίνκεν συμπεριέλαβε, την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, την Άγκυρα στους σταθμούς της περιοδείας του στην περιοχή, και μάλιστα αφού προηγουμένως επισκέφτηκε και την Κυπριακή Δημοκρατία, είναι ένα δείγμα του πώς αντιμετωπίζεται το αντιδυτικό ξέσπασμα του Ταγίπ Ερντογάν, που του στερεί πλέον κάθε αξιοπιστία ως συμμάχου και εταίρου.
Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι πρέπει να γίνει κανονικά η συνάντηση κορυφής στο πλαίσιο του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, παρά το γεγονός ότι, έπειτα από δύο συναντήσεις Μητσοτάκη – Ερντογάν και τη διάθεση που εξέφρασαν για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, δεν έχει διαφανεί ουδεμία αλλαγή στάσης σε ό,τι αφορά τις διεκδικήσεις της Τουρκίας εις βάρος της χώρας μας. Αλλά και στα θέματα χαμηλής πολιτικής είναι προφανές ότι μπορεί να υπάρξει μόνο λεκτική πρόοδος.
Ο υπουργός Μετανάστευσης, Δημήτρης Καιρίδης, ύστερα από μια σειρά παλινωδιών, κατέληξε να δηλώνει στη Βουλή ότι δεν θα υπάρξει συμφωνία με την Τουρκία για το Μεταναστευτικό, παρά μόνο κάποια συνεννόηση. Ξαφνικά, δε, παρουσιάζονται στοιχεία περί μείωσης των αφίξεων στα νησιά, που δεν δικαιολογούν πάντως το γεγονός ότι οι δομές στα νησιά είναι σχεδόν στα όριά τους σε πληρότητα.
Επίσης, η Τουρκία ίσως θέλει να δώσει τα επιχειρήματα στην ελληνική κυβέρνηση, ώστε να περάσει πιο εύκολα την ευνοϊκή ρύθμιση για τους τούρκους πολίτες, με έκδοση ετήσιας θεώρησης για να επισκέπτονται τα ελληνικά νησιά, κάτι που θα προβληθεί στο εσωτερικό της Τουρκίας ως ένα πρώτο βήμα για την άρση των θεωρήσεων των τούρκων πολιτών που ταξιδεύουν στην ΕΕ.
Όμως, επίσης σημαντικό είναι το γεγονός ότι αυτή η επίπλαστη εικόνα ελληνοτουρκικής προσέγγισης θα χρησιμοποιηθεί από το ακριβοπληρωμένο τουρκικό λόμπι στην Ουάσινγκτον για να εξουδετερωθούν οι φωνές στο Κογκρέσο, που επιμένουν ότι εκτός της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ η Τουρκία οφείλει να διακόψει και τις επιθετικές ενέργειες εναντίον κρατών-μελών της Συμμαχίας, δηλαδή της Ελλάδας, προκειμένου να εγκριθεί η συμφωνία για την αγορά των F-16. Διότι, παρά την απομάκρυνση του Ρόμπερτ Μενέντεζ από την Επιτροπή της Γερουσίας, υπάρχουν ακόμη βουλευτές και γερουσιαστές που επιμένουν στη θέση αυτή, η οποία θα αποδυναμωθεί όταν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ γίνει επίκληση της «βελτίωσης» των ελληνοτουρκικών σχέσεων.