Ο πατριωτικός λόγος ως πυξίδα επιβεβλημένου πολιτικού προσανατολισμού

Ο πατριωτικός λόγος ως πυξίδα επιβεβλημένου πολιτικού προσανατολισμού


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Παρακολουθήσαμε στις 6 Νοεμβρίου μια προσπάθεια επαναφοράς και δικαιώσεως των ιδεών και των πολιτικών Σημίτη και χρησιμοποιήσεώς τους ως οχημάτων συνεργασίας με τη σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.

Η προσπάθεια δεν εκπλήττει, γιατί υπάρχουν εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ αυτού που ονομάσθηκε Σημιτισμός και των πολιτικών και ιδεολογημάτων της κυβερνήσεως Μητσοτάκη. Κοινός παρονομαστής είναι η παγκοσμιοποίηση και οι τρεις βασικές εκφάνσεις της: ο νεοφιλελευθερισμός στην οικονομία, η υπονόμευση του εθνικού κράτους και η μετάλλαξη των εθνικών κοινωνιών σε «πολυπολιτισμικές» με κύρια εργαλεία την παράνομη μετανάστευση και την ιδεολογία του ακραίου δικαιωματισμού.

Στην οικονομική πολιτική ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός εκφράζεται με την αλόγιστη ιδιωτικοποίηση των πάντων και την παρουσίασή τους ως «μεταρρυθμίσεων» και ως επιτυχιών της οικονομικής πολιτικής.

Ιδιωτικοποιήθηκε προσφάτως το στρατηγικό λιμάνι της Ηγουμενίτσας, που συνδέει την Ελλάδα με την Ιταλία. Ανέλαβε τον έλεγχό του ένας ξένος όμιλος. Αυτός που κατάφερε να πάρει μέσα από το χρηματιστήριο μια ελληνική ναυτιλιακή εταιρεία-κολοσσό, τις «Μινωικές Γραμμές», που είχαν γίνει από εταιρεία λαϊκής βάσεως. Προσέτρεξε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην Ηγουμενίτσα για να παραστεί στην επίσημη μεταβίβαση του λιμανιού στον όμιλο Γκριμάλντι, παρουσιάζοντάς την ως μεγάλη «επένδυση».

Κατά τον ίδιο τρόπο η αθρόα αγορά ακινήτων στην χώρα από Κινέζους, Τούρκους, Ισραηλινούς, Βαλκάνιους στην Καβάλα και στη Χαλκιδική και άλλους παρουσιάζεται ως συρροή «επενδύσεων» και «ανάπτυξη». Παλαιότερα η αγορά ακινήτων από αλλοδαπούς, σε ακριτικές κυρίως περιοχές, ήταν υπό αυστηρό έλεγχο. Επί κυβερνήσεων Σημίτη όλες οι απαγορεύσεις και οι έλεγχοι καταργήθηκαν με πρόσχημα την Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά, ενώ θα ήταν δυνατόν η Ελλάδα να διαπραγματευθεί ορισμένα μέτρα ελέγχου για ευαίσθητες συνοριακές περιοχές.

Οι νεοφιλελεύθερες συνταγές βρίσκουν προνομιακό πεδίο ε­φαρμογής στις τράπεζες της χώρας. Όλοι γνωρίζουν ή, τουλάχιστον, οι πολιτικοί ιθύνοντες οφείλουν να γνωρίζουν ότι οι τράπεζες σήμερα διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικότερο ρόλο από πριν στη δημιουργία χρήματος μέσω των πιστώσεων που παρέχουν. Πολύς κόσμος μένει ακόμη με την ιδέα ότι η τράπεζα διαμεσολαβεί απλώς μεταξύ καταθετών και δανειζόμενων. Η εντύπωση όμως αυτή είναι απατηλή και αναφέρεται σ’ ένα πολύ μικρό ποσοστό του τραπεζικού έργου. Το κύριο έργο της τράπεζας είναι η δημιουργία χρήματος εκ του μηδενός μέσω των πιστώσεων και της παρεχομένης από το κράτος εξουσιοδοτήσεως για την έκταση και το ύψος τους.

Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό για το κράτος να ελέγχει άμεσα ένα μέρος του τραπεζικού συστήματος ώστε να είναι σε θέση να ασκεί άμεση επιρροή εκ των έσω και να υπερασπίζει το δημόσιο συμφέρον. Γνωρίζουμε τι έχει γίνει με τις τράπεζες στο πρόσφατο παρελθόν και τις ανακεφαλαιοποιήσεις που έγιναν για τη «διάσωση» των τραπεζών. Γνωρίζουμε επίσης τις γενναιόδωρες προσφορές και της σημερινής κυβερνήσεως με το πρόγραμμα «Ηρακλής» –ύψους 25 δισ. ευρώ– που προσφέρθηκε ως εγγύηση του Δημοσίου για την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων και της ανεπαρκούς ρευστότητας από τις τράπεζες.

Λογικά με τις ανακεφαλαιοποιήσεις που έγιναν, οι τράπεζες θα έπρεπε να είναι υπό δημόσιο έλεγχο, με απλή αριθμητική της αξίας των μετοχών των δημοσίων κεφαλαίων που κατατέθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση. Η νεοφιλελεύθερη όμως ιδεοληψία επέβαλε άλλη πολιτική υπό το κράτος και των Μνημονίων. Όλες οι μεγάλες συστηματικές τράπεζες πωλήθηκαν, κατά μεγάλη πλειοψηφία, σε ξένα funds σε τιμές χρηματιστηρίου, οι οποίες είχαν εκμηδενισθεί από την οικονομική κρίση.

Ο έλεγχος όλων των λεγομένων συστημικών ελληνικών τραπεζών έχει περιέλθει σε ξένους. Η κυβέρνηση, αντί να επιδιώξει την αύξηση της δημόσιας συμμετοχής σε μία ή δύο τουλάχιστον τράπεζες, επωφελούμενη από τη βελτίωση της οικονομικής καταστάσεως, σπεύδει να πωλήσει και ό,τι ποσοστό έχει ακόμη στις τέσσερις συστηματικές τράπεζες.

Η ίδια πολιτική, την οποία δρομολόγησε πρώτος ο Κώστας Σημίτης ως αντιφωνητής και προωθητής ξένων «διεθνιστικών» πολιτικών της παγκοσμιοποίησης, εφαρμόζεται από τη σημερινή κυβέρνηση και στους άλλους δύο τομείς που αναφέρθηκαν παραπάνω, την απαξίωση δηλαδή του εθνικού κράτους ως δήθεν ιστορικά παρωχημένου και της μεταλλάξεως της ελληνικής εθνικής κοινωνίας σε «πολυπολιτισμική» με τη μαζική παράνομη μετανάστευση στη χώρα αλλόφυλων και αλλόθρησκων.

Η απαξίωση του εθνικού κράτους είναι ορατή σε πολλές πολιτικές της κυβερνήσεως από την οικονομία μέχρι την παιδεία και τον πολιτισμό. Στην οικονομία θεωρείται ανάθεμα και αναχρονισμός οποιαδήποτε αναφορά σε εθνική πολιτική και στρατηγική. Η χώρα υπολαμβάνεται ως ένας παγκοσμιοποιημένος οικονομικός χώρος στον οποίο βασιλεύουν φυσικά οι πολυεθνικές.

Στην παιδεία συρρικνώνεται συνεχώς η εθνική ιστορία, ενώ η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών έχει καταντήσει εντελώς περιθωριακή. Για την κατάσταση αυτή δεν ευθύνεται μόνο η σημερινή κυβέρνηση. Προηγήθηκε η βασιλεία του ΣΥΡΙΖΑ με όλες τις γνωστές ιδεοληψίες που πρεσβεύει και διαδίδει. Η σημερινή όμως κυβέρνηση δεν επανόρθωσε οτιδήποτε. Βολεύθηκε από το γεγονός ότι η ευθύνη για τις «μεταρρυθμίσεις» αυτές ανελήφθη από άλλους.

Είναι τραγικό η σημερινή Ελλάδα να υποτιμά και να απαξιώνει την κλασική κληρονομιά της, που αποτελεί την παγκόσμια δόξα της.

Στο θέμα της μεταλλάξεως της ελληνικής κοινωνίας σε «πολυπολιτισμική» η χώρα έχει φτάσει στα όριά της. Η πολιτική ηγεσία της όμως δεν θέλει να αντιληφθεί ακόμα και σήμερα ότι εάν δεν αναστραφεί ριζικά αυτή η πολιτική, οι συνέπειες στη συνέχεια θα είναι ασυμμάζευτες. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι έχει δήθεν ελέγξει τις «ροές» μεταναστών και ότι συνεργεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, που θα καταστήσει ενεργή την αλληλεγγύη στην κατανομή των βαρών από την παράνομη μετανάστευση.

Ο κάθε απλός Έλληνας όμως βλέπει ότι στην πράξη συνεχίζεται η ίδια ιστορία. Το βλέπει στη Ρόδο, το βλέπει στη Σάμο και τη Λέσβο και σε άλλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Το βλέπει στην Κρήτη αλλά και στη Λακωνία, τα Κύθηρα και αλλού. Το Λιμενικό, αντί να αποτρέπει την παράνομη μετανάστευση και να φρουρεί τα θαλάσσια σύνορα της χώρας, έχει μετατραπεί σε συνεργό της, σπεύδοντας να «διασώσει» δήθεν οποιοδήποτε πλεούμενο παρανόμων μεταναστών φανεί στον ορίζοντα.

Η Ελλάδα παραμένει προσκολλημένη στην ανεδαφική πολιτική των ανοικτών συνόρων και της μη απωθήσεως των Βρυξελλών, που δένει τα χέρια της Ελληνικής Ακτοφυλακής και των φουρών του Έβρου και παρουσιάζει ως μόνη δήθεν «λύση» την εξάρτηση από τον Ερντογάν για τον έλεγχο των «ροών».

Με τη σύγκρουση να μαίνεται σήμερα στη Γάζα αναδύεται ένα άλλο ζήτημα, που αφορά ενδεχόμενο εκτοπισμό μεγάλου αριθμού Παλαιστινίων. Κυκλοφόρησαν φήμες ότι η Ελλάδα είναι πρόθυμη να δεχθεί έναν μεγάλο αριθμό Παλαιστινίων της Γάζας στο πλαίσιο αυτό. Εύχομαι οι φήμες αυτές να είναι αβάσιμες, γιατί και οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι δεν θέλουν τον εκτοπισμό από την πατρίδα τους.

Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση δεν πρέπει να εμπλέξει τη χώρα σε μια τέτοια ιστορία. Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να περιορισθούν αυστηρά στη συνεργασία για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στους αμάχους της Γάζας με το άνοιγμα ανθρωπιστικών διαδρόμων. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν ευθέως ενάντια στα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ