Δημ. Νατσιός στο “Π”: Οἰκογένεια ἴσον μάνα

Δημ. Νατσιός στο “Π”: Οἰκογένεια ἴσον μάνα

Ἀπ’ οὖλα τὰ λαλούμενα καλοχτυπᾶ ἡ καμπάνα
Κι ἀπ’ οὖλα τὰ γλυκύτερα, γλυκύτερ’ εἶν’ ἡ μάνα
(δημοτικὸ)

Του
ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΑΤΣΙΟΥ
Ιδρυτικού Προέδρου της ΝΙΚΗΣ, Δασκάλου


Στὴν ἀρχὴ τῶν ἀπομνημονευμάτων του, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, διηγεῖται τὸ πῶς σώθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἡ φαμελιά του ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἀλήπασα. «Γκιζεροῦσαν δεκαοχτὼ ἡμέρες εἰς τὰ δάση κι ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα», γράφει. Θέλησαν νὰ περάσουν ἕνα γεφύρι ποὺ τὸ «φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι» καὶ γιὰ νὰ μὴν κλάψει ὁ νεογέννητος Μακρυγιάννης καὶ «χαθοῦνε ὅλοι», τὸν ἄφησαν στὸ δάσος. «Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέει: «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση», τοὺς εἶπε «περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε… τὸ παίρνω κι ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνουμε». Νίκησε τὸ ἀνίκητο μητρικὸ ἔνστικτο. Καί, γράφει ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε» (ἔκδ. «Ζαχαρόπουλος», σελ. 178).

Ἡ ὡραιότατα ἀσύντακτη τελευταία φράση τοῦ ἥρωα ἐξηγεῖ ὅτι, τὶς πρῶτες καταβολὲς τῆς στερέμνιας πίστης καὶ θεοσεβείας του τὶς ὀφείλει στὴν μάνα του ἀλλὰ καὶ ἑρμηνεύει περίτεχνα τὸ πῶς διασώθηκε τὸ Γένος μας, σὲ τοῦτο τὸ ἁλίκτυπο, γαλάζιο ἀκρωτήρι τῆς Μεσογείου, στὸ διάβα τῶν αἰώνων. Οἱ μάνες καὶ ὁ Χριστὸς «μᾶς ἔσωσε». Γιατί «ἀπὸ τὴ γῆ βγαίνει νερὸ κι ἀπ’ τὴν ἐλιὰ τὸ λάδι,/ κι ἀπὸ τὴ μάνα τὴν καλὴ βγαίνει τὸ παλληκάρι», πιστοποιεῖ καὶ ὁ ἄφθαστος καὶ ἄφθιτος δημοτικός μας στίχος. Σὲ κανενὸς ἄλλου λαοῦ τὴν δημοτικὴ ποίηση δὲν ἔχει ἡ Μάνα τὴν ἐξαιρετικὴ θέση ποὺ τῆς δίνει τὸ ἑλληνικὸ δημοτικὸ τραγούδι. Καί, ἂς τὸ προσέξουμε αὐτό, τὸ δημοτικό μας τραγούδι βλέπει τὴν γυναίκα κυρίως σὰν μάνα, ἐνῶ τὰ τραγούδια τῆς Δύσης τὴν βλέπουν κυρίως σὰν ἐρωμένη.

Ὅταν ρωτήθηκε κάποιος σοφὸς ἀπὸ ἕναν γονέα σὲ ποιὸ ἀπὸ τὰ δύο παιδιά του, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι, πρέπει νὰ δώσει ἰδιαίτερη βαρύτητα στὴν ἀνατροφή του, ἐκεῖνος ἀβίαστα ἀπάντησε: στὴν κόρη σου. Γιατί μεγαλώνοντας σωστὰ τὸν γιό σου, ἀνατρέφεις ἕναν σωστὸ πολίτη, ἀνατρέφοντας ὅμως σωστὰ τὴν κόρη σου, ἀνατρέφεις σωστὰ μία ὁλόκληρη γενιά. Ἡ σκέψη αὐτὴ εἶναι βαθυστόχαστη. Τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματική του ἁρματωσιὰ δὲν τῆς προσπορίζει ἡ ἀποθησαύριση τῶν ξερῶν, πολλὲς φορές, γνώσεων τῆς σχολικῆς παιδείας, ἀλλὰ ὁ ἐφοδιασμὸς τῆς παιδικῆς ψυχῆς μὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ βαθιὰ ἀνθρώπινα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἔχει δημιουργήσει ἡ μακραίωνη παράδοση τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ καὶ ποὺ μεταβιβάζονται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ μὲ τὸν προφορικὸ λόγο τῆς μάνας, τοῦ πρώτου καὶ ἀσύγκριτου δασκάλου τοῦ παιδιοῦ.

Γιατί παιδεία θὰ εἰπεῖ γλώσσα. Καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι πρῶτα δουλειὰ τῆς Μάνας. Οἱ μαστοί της εἶναι τρεῖς: οἱ δύο γιὰ τὸ γάλα καὶ ὁ τρίτος τὸ στόμα της, ἡ λαλιά της, ἡ γνήσια καὶ ἄδολη πηγὴ τῆς γλώσσας. Ἀγράμματη, ἀμόρφωτη, πὲς ὅ,τι θέλεις. Εἶναι ὅμως κεφαλάρι ἀστείρευτο βαθύτατης καὶ φυσικῆς σοφίας. Στὶς λέξεις ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὰ χείλη της, μὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ σταλαχτίτη, στὸ τρυφερὸ αὐτὶ τοῦ παιδιοῦ, γενεὲς γενεῶν ἔχουν κλείσει νόηση καὶ αἴσθημα, πείρα καὶ Ἱστορία – ὅλη τὴν οὐσία τῆς ζωῆς τους. Ἔτσι δίνει στὸ νήπιο, ποὺ τὸ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, μαζὶ μὲ τὸ γάλα καὶ τὴν πρώτη παιδεία, διαβάζουμε σὲ περισπούδαστο κείμενο τοῦ Σπ. Μελᾶ τὸ 1950 (περιοδικὸ Ἑλληνικὴ Δημιουργία, τεῦχος 48).

Ἴσως σήμερα «τὸ γάλα» αὐτὸ τῆς Ἑλληνίδας μάνας νὰ ξίνισε, γιατί καὶ ἡ ἴδια δὲν ξεδιψᾶ ἀπὸ τὴν ἄδολη πηγὴ τῆς Παράδοσής μας, ἀλλὰ τρέφεται μὲ τὰ ἀκάθαρτα νερὰ τῆς ξενομανίας. Ἀπὸ τότε ποὺ «ἐκσυγχρονίστηκε» καὶ βάλθηκε νὰ γίνει Εὐρωπαία περιφρονώντας πρωτοτόκια τιμημένα, ὁ τρίτος μαστὸς τῆς μάνας, τῆς Ρωμιᾶς, στέρεψε! Γι’ αὐτὸ τὰ παιδιά μας πεινοῦν καὶ διψοῦν καὶ κραυγάζουν ἀπελπισμένα «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Μιὰ σύντομη περιδιάβαση στὴν Παράδοση τοῦ Γένους μας θὰ μᾶς καταδείξει, γιατί ἡ μάνα ἦταν ἡ τροφός, τὸ λιθάρι τὸ ριζιμιό του λαοῦ μας.

Στὴν περίφημη πραγματεία τοῦ Πλουτάρχου Λακαινῶν ἀποφθέγματα (ἔκδ. «Κάκτος», σελ. 232), διαβάζουμε μεταξὺ ἄλλων σπουδαίων ἐπεισοδίων: «Ἄλλη Λάκαινα πρὸς τὸν υἱὸν λέγοντα μικρὸν ἔχειν τὸ ξίφος, εἶπε: βῆμα πρόσθες». Μιὰ Σπαρτιάτισσα ποὺ ὁ γυιὸς της ἔλεγε ὅτι ἔχει μικρὸ ξίφος, εἶπε: κάνε ἄλλο ἕνα βῆμα μπροστά». Μεγαλειώδης ἡ φράση «πρόσθες βῆμα», ἔτσι ἔφτασε ἡ Σπάρτη στὴν δόξα τῶν Θερμοπυλῶν!

Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς ἅγιες μητέρες τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, τὴν Ἐμμέλεια, τὴν Νόννα καὶ τὴν Ἀνθοῦσα, οἱ ὁποῖες ἀνάγκασαν τὸν περίφημο ρητοροδιδάσκαλο Λιβάνιο ν’ ἀναφωνήσει: «Βαβαί, οἷαι παρὰ Χριστιανοῖς γυναῖκές εἰσιν»!! Γιὰ νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν ἀείχλωρο λόγο τοῦ σύγχρονου ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη: «Ἡ εὐλάβεια τῆς μητέρας ἔχει μεγάλη σημασία. Ἂν ἡ μητέρα ἔχη ταπείνωση, φόβο Θεοῦ, τὰ πράγματα μέσα στὸ σπίτι πᾶνε κανονικά. Γνωρίζω νέες μητέρες ποὺ λάμπει τὸ πρόσωπό τους, ἂν καὶ δὲν ἔχουν ἀπὸ πουθενὰ βοήθεια. Ἀπὸ τὰ παιδιὰ καταλαβαίνω σὲ τί κατάσταση βρίσκονται οἱ μητέρες». (Λόγοι Δ’, Οἰκογενειακὴ ζωή, σελ. 90).

Ἀναρωτιοῦνται κάποιοι πῶς ἐπέζησε 1.000 χρόνια ἡ αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο. Οἱ μάνες, οἱ ἀφανεῖς σημαῖες τοῦ Γένους, κρύβονται ἀπὸ πίσω! Ἐνδεικτικὸ τὸ γεγεονὸς ὅτι εννιά αὐτοκράτειρες καὶ μάνες ἁγίασαν! Ἡ ἁγία Ἑλένη ἡ ἰσαπόστολους, ἡ ἁγία Πουλχερία, σύζυγος τοῦ ἐπίσης ἁγίου αὐτοκράτορα Μαρκιανοῦ. Ἡ Θεοφανώ, σύζυγος τοῦ Λέοντος ϛ´ τοῦ Σοφοῦ, ἡ ἁγία Θεοδώρα ἡ ἀναστηλώσασα τὶς εἰκόνες. Ἡ ἁγία Εἰρήνη, ἡ θαυματουργός, σύζυγος τοῦ Μανουὴλ Κομνηνοῦ καὶ μητέρα τοῦ Ἰωάννη, ποὺ ὁ λαὸς τὸν ἀποκαλοῦσε Καλοϊωάννη, γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες καὶ τὴν φιλανθρωπία του, μὲ τὰ ὁποία τὸν κόσμησε ἡ μητέρα του. Ἡ ἁγία Ὑπομονή, μάνα τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ἡ πολύπαις καὶ καλλίπαις, πολύτεκνη μάνα αὐτοκρατόρων.

Καὶ σήμερα ἡ πολύτεκνη μάνα εἶναι τὸ θεμέλιο τοῦ ἔθνους! Δίπλα στὸ μνημεῖο τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτη, πρέπει νὰ στήσουμε καὶ τὸ μνημεῖο τῆς ἄγνωστης Ἑλληνίδας πολύτεκνης μάνας, ἔλεγε ὁ λογοτέχνης Γ. Θεοτοκᾶς.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: reader.gr


Σχολιάστε εδώ