Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αγνοεί την αντιδυτική στροφή Ερντογάν και επιμένει στην ελληνοτουρκική προσέγγιση

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αγνοεί την αντιδυτική στροφή Ερντογάν και επιμένει στην ελληνοτουρκική προσέγγιση

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Την ώρα που η Τουρκία ουσιαστικά στρίβει την πλάτη στη Δύση, ακολουθεί τον δικό της επικίνδυνο δρόμο και ήδη δημιουργεί προβληματισμό ακόμη και εντός του ΝΑΤΟ για τη μελλοντική πορεία της, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση θα συνεχιστεί κανονικά.

Τα μηνύματα που έστειλε την τελευταία εβδομάδα ο Ταγίπ Ερντογάν, με αφορμή την κρίση στη Γάζα, δείχνουν ότι είναι πια αποφασισμένος να ακολουθήσει τη δική του πορεία, λειτουργώντας ως ηγέτης περιφερειακής αυτόνομης δύναμης, η οποία απλώς θα απολαμβάνει προνόμια από τη σχέση της με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ και θα επιδιώκει τους δικούς της στόχους, ακόμη κι αν αυτοί είναι αντίθετοι με εκείνους της Δύσης.

Ο Ταγίπ Ερντογάν βρήκε τη μεγάλη ευκαιρία, και μάλιστα στην επέτειο των 100 ετών από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, με τον πόλεμο της Γάζας να βάλει διαχωριστικές κόκκινες γραμμές με τη Δύση. Η δημόσια στήριξη στη Χαμάς, την οποία χαρακτήρισε απελευθερωτική οργάνωση, και οι σφοδρές επιθέσεις στο Ισραήλ ξεπερνούν τις συνήθεις δηλώσεις του που φλέρταραν με τον ριζοσπαστικό ισλαμισμό. Ο ίδιος προβλήθηκε ως ηγέτης του μουσουλμανικού κόσμου και ως εγγυητής και προστάτης των δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού, φέρνοντας έτσι σε δύσκολη θέση εκείνους τους άραβες ηγέτες που ναι μεν καταδικάζουν τη στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ, αλλά αποφεύγουν τους οξείς τόνους, που ρίχνουν λάδι στη φωτιά…

Ο Ερντογάν, όμως, σε κάθε δήλωσή του εναντίον του Ισραήλ φρόντιζε να στρέφεται και εναντίον των ΗΠΑ, κατηγορώντας την Ουάσινγκτον ότι βρίσκεται πίσω από τις βαρβαρότητες του Ισραήλ και ότι με την παρουσία της στην περιοχή πυροδοτεί περισσότερο τις εντάσεις. Με τις επιθέσεις εναντίον των ΗΠΑ ο Ερντογάν βγάζει τα απωθημένα του και για το γεγονός της συνεχιζόμενης στήριξης των ΗΠΑ στους Κούρδους στη Βόρεια Συρία, τους οποίους το καθεστώς Ερντογάν θεωρεί τρομοκράτες. Η στήριξη αυτή αποτελεί ένα μόνιμο σημείο τριβής και αντιπαράθεσης, που κλιμακώθηκε μετά την κατάρριψη του τουρκικού drone από αμερικανικό F-16 πριν από έναν μήνα.

Όμως, στο μεγάλο συλλαλητήριο που οργάνωσε στις 28 Οκτωβρίου για τη στήριξη των Παλαιστινίων, ο κ. Ερντογάν επανήλθε –με το γνωστό ύφος– στα «σύνορα της καρδιάς», στα οποία συμπεριέλαβε και τη Θεσσαλονίκη, ενώ, με α­φορμή τις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, ήταν πολλές οι αναφορές στη «Γαλάζια Πατρίδα». Ο κ. Ερντογάν επιτέθηκε και σε όλους όσους χρησιμοποιούν οι «ιμπεριαλιστές» εναντίον των Παλαιστινίων αλλά και εναντίον της Τουρκίας, κάτι που αποτελούσε σαφή υπαινιγμό εναντίον του Ισραήλ αλλά και της Ελλάδας, την οποία συχνά κατηγορεί ότι λειτουργεί ως «υποχείριο» των Αμερικανών για να πληγεί η Τουρκία.

Είναι προφανές ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει πλέον και δεν έχουν καμιά σχέση με αυτές προ της 7ης Οκτωβρίου, καθώς ο πόλεμος στη Γάζα έχει επιφέρει σοβαρή αλλαγή και στην πολιτική της Τουρκίας.

Αυτήν την αλλαγή αρνείται να αντιμετωπίσει κατάματα η Αθήνα, θεωρώντας ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση δεν θα επηρεαστεί. Βεβαίως, είναι δεδομένο ότι με δυσκολία θα κρατηθεί ο τούρκος Πρόεδρος ώστε να μην απαντήσει στον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος δημοσίως τον επέκρινε για τη στάση του υπέρ της Χαμάς.

Όμως η Τουρκία κάθε άλλο παρά έχει τα κίνητρα, τα οποία θεωρητικά υπήρχαν, ώστε να επιδιώξει μια ειλικρινή διαδικασία ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Βλέπει ότι και πάλι αποκλείεται από τις ενεργειακές διαδικασίες στην Ανατολική Μεσόγειο, ότι ενισχύεται η σχέση της Ελλάδας με το Ισραήλ και τους Αμερικανούς και ότι εξανεμίζονται οι προσδοκίες της για αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Η Αθήνα, μάλιστα, έχει αντιληφθεί ότι δεν έχει υπάρξει ουδεμία μετακίνηση της Τουρκίας από τις διεκδικήσεις της εναντίον της Ελλάδας, γι’ αυτό, εξάλλου, στην πρόσφατη συνάντηση της Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου με τον τούρ­κο ομόλογό της αποφασίστηκε να μετατεθεί για μετά τον Δεκέμβριο η έναρξη συζήτησης στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών. Όμως, έτσι η Αθήνα συνεχίζει να ζει στις ψευδαισθήσεις της, ενώ η Τουρκία απλώς χρησιμοποιεί την «ελληνοτουρκική προσέγγιση» για να διασώσει ό,τι μπορεί από την εικόνα της στην ΕΕ και στις ΗΠΑ.

Όμως, η εμμονή της κυβέρνησης για συνέχιση της διαδικασίας, σαν να μην τρέχει τίποτα, δημιουργεί ερωτηματικά, καθώς τα μηνύματα από την Άγκυρα είναι ενδεικτικά. Χαρακτηριστικό είναι αυτό που συνέβη με την έκδοση ΝΟΤΑΜ της Τουρκίας για άσκηση στο Βόρειο Αιγαίο, στην οποία συμπεριέλαβε και περιοχή άνω της ελληνικής βραχονησίδας Ζουράφα. Η Αθήνα απάντησε ότι η ΝΟΤΑΜ είναι άκυρη γιατί έπρεπε να εκδοθεί από τις Ελληνικές Αρχές, καθώς είναι εντός του FIR Αθηνών, και επικαλύπτει και μέρος της ελληνικής κυριαρχίας. Η Τουρκία α­γνόησε την ελληνική απάντηση και επέμεινε ότι η ΝΟΤΑΜ που εξέδωσε συνεχίζει να ισχύει κανονικά, αμφισβητώντας ουσιαστικά την ελληνική κυριαρχία επί της βραχονησίδας. Επίσης, με μια σειρά ΝΟΤΑΜ το τελευταίο διάστημα, με αφορμή ελληνικές α­σκήσεις στο Αιγαίο, η Τουρκία ε­παναφέρει το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, απαιτώντας μάλιστα να αποκλειστούν τα νησιά από τον σχεδιασμό των ελληνικών ασκήσεων…

Επιπλέον, προσπαθεί να παρουσιάσει πρόοδο στο Μεταναστευτικό με διαρροές για υποτιθέμενη συμφωνία στην οποία έχει καταλήξει ο Δημήτρης Καιρίδης, η οποία προβλέπει την εγκατάσταση ενός αξιωματικού από κάθε χώρα σε κάθε πλευρά του Αιγαίου, την αποφυγή υψηλής ρητορικής για θέματα μετανάστευσης και τη διευκόλυνση παροχής θεώρησης για τους τούρκους πολίτες που επισκέπτονται επτά ελληνικά νησιά. Είναι προφανές ότι μια τέτοια συμφωνία είναι τουλάχιστον αστεία.

Η παρουσία αξιωματικών από κάθε χώρα προβλέπεται και από παλιότερη συμφωνία, ωστόσο έ­νας άνθρωπος δεν θα έχει δυνατότητα να ελέγξει τα χιλιόμετρα των ακτών από τις οποίες σαλπάρουν οι βάρκες των δουλεμπόρων. Όσο για τις θεωρήσεις, είναι προφανές ότι αυτό εξυπηρετεί τον τουρισμό στα νησιά, αλλά θα χρησιμοποιηθεί από την τουρκική πλευρά ως ένα ωραίο προπαγανδιστικό εργαλείο, για να δείξει ότι κάτι κινείται στο θέμα της άρσης των θεωρήσεων από την ΕΕ.

Η κυβέρνηση οφείλει να παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις και, χωρίς ιδεοληψίες και εμμονές, να αποφασίσει, αν χρειαστεί, το πάγωμα του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στις 7 Δεκεμβρίου, αν κρίνει ότι ο Ερντογάν θα χρησιμοποιήσει και αυτό το βήμα για να εκφράσει τη στροφή στην πολιτική του και την αποστροφή του για τη Δύση, υπολογίζοντας, βέβαια, τις συνέπειες που θα υπάρξουν την επομένη ενός… ναυαγίου στη Θεσσαλονίκη.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ