Β. Κορκίδης στο “Π”: Τα επιτόκια επιβράδυναν την ευρωπαϊκή οικονομία σε επίπεδα ύφεσης

Β. Κορκίδης στο “Π”: Τα επιτόκια επιβράδυναν την ευρωπαϊκή οικονομία σε επίπεδα ύφεσης

Του
ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΡΚΙΔΗ
Προέδρου ΕΒΕΠ


Η ΕΚΤ προχώρησε στην παύση ενός κύκλου δέκα συνεχών αυξήσεων των επιτοκίων, μέσα σε 15 μήνες από την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, τον Ιούλιο του 2022, υπό τον φόβο της ύφεσης στην Ευρωζώνη.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΚΤ, στην πρώτη μετά από 15 χρόνια συνεδρίασή της στην Αθήνα, τίθεται πλέον σε ισχύ για τον πληθωρισμό το δόγμα «πολύ υψηλός για πολύ χρόνο», αφού αναμένεται να επιμείνει για πολύ ακόμα. Έτσι, λοιπόν, τα βασικά επιτόκια, παράλληλα με τις εγχώριες πιέσεις τιμών, θα παραμείνουν σε υψηλά, αλλά τουλάχιστον σταθερά επίπεδα μέχρι τον Ιούλιο του 2024. Ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τη Eurostat, μπορεί να κατέβασε ταχύτητα στο 2,9% τον Οκτώβριο, αλλά είναι ακόμα μακριά από τον στόχο του 2%, ενώ στην Ελλάδα αυξήθηκε από το 2,4% στο 3,9%.

Από τις κύριες συνιστώσες του πληθωρισμού είναι τα τρόφιμα, το αλκοόλ και ο καπνός, που έχουν τον υψηλότερο ετήσιο ρυθμό ανόδου τον Οκτώβριο, στο 9,3% από 8,2%, ενώ ακολουθούν οι υπηρεσίες στο 4,7% και τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά στο 4,2%. Στο μέτωπο του δημοσίου χρέους, η Ελλάδα κατέχει το 2023 την καλύτερη επίδοση όσον αφορά την ταχύτητα μείωσης. Αναλυτικότερα, το 2023, το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη μειώθηκε κατά μέσο όρο στο 90,3% του ΑΕΠ και στην ΕΕ στο 83,1% του ΑΕΠ. Το 2023, μέχρι σήμερα, 9 κράτη-μέλη κατέγραψαν αύξηση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και 18 μείωση.

Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ στην Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με όλες τις προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων, εκτιμάται πως θα εξακολουθεί να μεταδίδεται στις συνθήκες χρηματοδότησης, επιδρώντας ανασταλτικά στη ζήτηση, μέχρι να οδηγήσει στην υποχώρηση του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Μάλιστα τονίζεται πως οι μελλοντικές αποφάσεις της ΕΚΤ θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα καθορίζονται σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο διάστημα χρειαστεί. Ειδικότερα, οι αποφάσεις για τα επιτόκια θα βασίζονται στην εκτίμηση της προοπτικής του πληθωρισμού βάσει των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών δεδομένων και της δυναμικής του πληθωρισμού.

Η ΕΚΤ κρατά, λοιπόν, αμετάβλητα τα τρία βασικά επιτόκια, δηλαδή τα επιτόκια πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης, διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, σε 4,5%, 4,75% και 4% αντίστοιχα, χωρίς όμως να καθορίζει, ούτε να δεσμεύεται για τη μελλοντική της πολιτική. Τα τρία λοιπόν ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα είναι τα εξής: Μέχρι πότε θα έχουμε παύση των επιτοκιακών αυξήσεων; Πόσο θα διαρκέσουν τα υψηλά σημερινά επιτόκια; Με τι ρυθμό αναμένεται να αποκλιμακωθεί ο πληθωρισμός από το τελευταίο τρίμηνο του 2023 μέχρι και το δεύτερο τρίμηνο του 2024;

Εκτός από την αύξηση των επιτοκίων, σε πονοκέφαλο έχει εξελιχθεί για την ΕΚΤ και η κάμψη που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα τόσο στην προσφορά όσο και στη ζήτηση νέων δανείων, ως απόρροια των υψηλών επιτοκίων, σε συνδυασμό με περικοπές στα επενδυτικά σχέδια, καθώς οδήγησαν σε απότομη πτώση της ζήτησης πιστώσεων το γ’ τρίμηνο του 2023, ενώ τα πιστοδοτικά κριτήρια για δάνεια προς επιχειρήσεις έγιναν πιο αυστηρά. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, δεν είναι μόνο οι τράπεζες που μειώνουν την πιστωτική τους ροή, είναι και οι επιχειρήσεις που μειώνουν τις επενδύσεις εξαιτίας των επιτοκίων.

Αναλυτικά, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς επιχειρήσεις μειώθηκε απότομα, από 2,2% τον Ιούλιο σε 0,2% τον Σεπτέμβριο, ενώ οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή θέτουν σε επιπλέον κίνδυνους όλα τα δάνεια. Στην Ελλάδα, πάντως, με εξαίρεση τη στεγαστική πίστη, η οποία βρίσκεται σε αρνητικό έδαφος εδώ και μία δεκαετία, η πιστωτική επέκταση στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο έκλεισε θετικά τον περασμένο μήνα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, o ετήσιος ρυθμός μεταβολής της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε σε 2,1% από 0,9% τον ΣεπτέμβριΟ, με τη μηνιαία καθαρή ροή να είναι θετική κατά 2,14 δισ. ευρώ. Ειδικά για τις επιχειρήσεις, η μηνιαία καθαρή ροή ήταν θετική κατά 2,05 δισ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 322 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.

Το αναμενόμενο πλέον είναι αφενός να σταματήσει να ανεβαίνει το κόστος δανεισμού και αφετέρου να μειωθεί η διαφορά του μέσου επιτοκίου δανείων και καταθέσεων, που έχει φτάσει σε υψηλό 20ετίας. Αναμένεται λοιπόν μια άνοδος στα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, όπως, βεβαίως, και μειώσεις στα επιτόκια των νέων επιχειρηματικών δανείων, περιορίζοντας το περιθώριο μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων από το 5,9% που κυμαίνεται σήμερα. Από τα στοιχεία της ΤτΕ για την πορεία των επιτοκίων, το επιτόκιο για προθεσμιακές καταθέσεις των νοικοκυριών προσώρας διαμορφώνεται στο 1,6%, ενώ το επιτόκιο για προθεσμιακές καταθέσεις από τις επιχειρήσεις στο 2,7%.

Στο σκέλος χορήγησης δανείων οι τάσεις που καταγράφονται είναι μεικτές σε ό,τι αφορά τα νέα δάνεια για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, ανοδική ήταν η τάση σε όλα τα νέα επιχειρηματικά δάνεια, με εξαίρεση αυτά προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις. Τη μεγαλύτερη άνοδο δανείων και επιτοκίων μέχρι σήμερα εμφανίζουν τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ελπίζουμε, λοιπόν, από εδώ και στο εξής οι ελληνικές τράπεζες να πάψουν να λειτουργούν με το υψηλότερο επιτοκιακό περιθώριο στα επιτόκια αναφοράς στα δάνεια και να πάψουν να κρατούν τα επιτόκια καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα. Εν κατακλείδι, πρέπει οι εγχώριες τράπεζες να πάψουν να είναι ακριβές στα δάνεια και φθηνές στις καταθέσεις, ώστε να πάψουν τα υψηλά επιτόκια να επιβραδύνουν την οικονομική δραστηριότητα.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ