Μιχ. Κατρίνης στο “Π”: Μόνο μια κοινή φορολογική πολιτική στην ΕΕ μπορεί να είναι αποτελεσματική
Του
ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΡΙΝΗ
Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ,
Βουλευτή Ηλείας
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τις αδυναμίες και τα προβλήματά της, έχει ιστορικά θεμελιωθεί πάνω σε αξίες και αρχές που έχουν προσλάβει θεσμική υπόσταση και διαπνέουν τις πολιτικές της, αποτελώντας ένα θετικό παράδειγμα για τον υπόλοιπο πλανήτη.
Οι πολιτικές της σε διάφορους τομείς, πολιτικές που διαμορφώνονται αρκετές φορές μετά από εξαντλητικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη, συνθέτουν τελικά αυτό που αποκαλείται «ευρωπαϊκό κεκτημένο».
Αυτά, ασφαλώς, είναι τα δυνατά πλεονεκτήματα αυτής της ένωσης 27 κρατών, η οποία όμως δεν έχει καταφέρει, δυστυχώς, να προχωρήσει στην περαιτέρω ολοκλήρωσή της. Δεν θα αναλύσουμε τους λόγους σε αυτό το άρθρο. Ωστόσο, οι προκλήσεις και οι κίνδυνοι που αναδύονται στο διεθνές περιβάλλον υποδηλώνουν την ανάγκη να κινηθεί πολύ γρήγορα προς αυτή την κατεύθυνση, που αποτελεί προϋπόθεση για την επιβίωσή της.
Αλλά η περαιτέρω ολοκλήρωση δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς μια κοινωνική Ευρώπη, μια πράσινη Ευρώπη, μια ανθεκτική Ευρώπη. Όλα αυτά, όμως, αποτελούν δημόσια αγαθά, που προϋποθέτουν τη χρηματοδότησή τους μέσω της δίκαιης αναδιανομής της παραγόμενης αξίας. Εδώ το καμπανάκι χτυπάει για τις πολύ μεγάλες εταιρείες αλλά και για τις νέες μορφές της ψηφιακής οικονομίας. Γιατί το ζητούμενο είναι μια δίκαιη φορολογία που, τουλάχιστον για εμάς τους σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες, σημαίνει, αφενός, προοδευτική φορολογία με έναν μίνιμουμ συντελεστή φορολόγησης των κερδών και, αφετέρου, αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και της φορολογικής απάτης.
Η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραδέχεται, άλλωστε, ότι το πλαίσιο που όριζε μέχρι σήμερα την πολιτική φορολογίας των επιχειρήσεων έχει μεταβληθεί. Αυτό οφείλεται στους παράγοντες της δημογραφικής γήρανσης, της κλιματικής αλλαγής, της παγκοσμιοποίησης αλλά και της ψηφιοποίησης της οικονομίας, που έχει αλλάξει τις θεμελιώδεις έννοιες της φορολογικής κατοικίας. Η πανδημία επιτάχυνε αυτές τις αλλαγές, με αποτέλεσμα οι ισχύοντες κανόνες να μην μπορούν να ανταποκριθούν πλέον σε πρακτικές όπως η άσκηση δραστηριότητας σε ένα κράτος χωρίς φυσική παρουσία. Την ίδια στιγμή, οι συζητήσεις σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς προσανατολίζονται σε παγκόσμιες λύσεις για τη μεταρρύθμιση του παρωχημένου συστήματος φορολόγησης των επιχειρήσεων.
Στο νέο αυτό πλαίσιο, επομένως, το ερώτημα το οποίο έθεσα και κατά το πρόσφατο συμπόσιο που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το θέμα αυτό είναι και εύλογο και σαφές: Μπορεί στο πλαίσιο της ΕΕ να υπάρξει δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση της παραγόμενης αξίας χωρίς ενιαία φορολογική πολιτική και ενιαίο σύστημα φορολογικών ελέγχων; Το ερώτημα είναι ασφαλώς ρητορικό, γιατί υπονοεί την απάντησή του. Η απάντηση, όμως, αυτή είναι κρίσιμο να δοθεί σήμερα. Γιατί, διαφορετικά, η δίκαιη συμφωνία που επιδιώκει να επιτύχει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα είναι και τόσο δίκαιη και αποτελεσματική εάν μιλάμε για Ευρώπη διαφορετικών ταχυτήτων και εάν επαφίεται μόνο στα κράτη-μέλη η εφαρμογή των φορολογικών πολιτικών και των ελέγχων. Η εμπειρία μέχρι σήμερα έχει δείξει ότι οι επιμέρους εθνικές πολιτικές ήταν και αποσπασματικές και αναποτελεσματικές.
Για χώρες όπως η Ελλάδα, οι κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές που προωθούν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση οδηγούν τελικά σε μεγαλύτερη ανάπτυξη και ασφάλεια, συμβάλλοντας στην καλύτερη στόχευση, στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών και στη μείωση των ανισοτήτων.
Αυτές, όμως, τις κοινές πολιτικές πρέπει να τις διεκδικούμε και να τις διαπραγματευόμαστε στις κατάλληλες ευκαιρίες, και τώρα είναι μία από αυτές τις ευκαιρίες.