Χρ. Βερναρδάκης στο “Π”: Ο εύθραυστος ηγεμόνας (ΝΔ) και το μετέωρο βήμα της αντιπολίτευσης

Χρ. Βερναρδάκης στο “Π”: Ο εύθραυστος ηγεμόνας (ΝΔ) και το μετέωρο βήμα της αντιπολίτευσης

–Ένας γενικός απολογισμός των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών

Του
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ
Επ. Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης ΑΠΘ


Έχουμε πλέον ολοκληρωμένο το πανόραμα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών και μπορούμε να περιγράψουμε τα βασικά συμπεράσματα που προέκυψαν.

1.Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα παγιώνεται μια συνθήκη «εκλογικής αποστροφής» μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος. Η εκλογική συμμετοχή στον α’ γύρο των περιφερειακών εκλογών έφτασε μόλις τους 5.143.899 ψηφοφόρους, μειωμένη κατά περίπου 100.000 άτομα ακόμα και σε σχέση με τις προ τριμήνου εκλογές του Ιουνίου. Το εκλογικό σώμα του Οκτωβρίου του 2023 είναι το μικρότερο από το 1981.

Σε σχέση με τις περιφερειακές εκλογές του 2019 η μείωση είναι περίπου 800.000 άτομα, ενώ μέσα στην εικοσαετία από το 2004 έχουν «χαθεί» από το εκλογικό σώμα περίπου 2.500.000 ψηφοφόροι. Στον β’ γύρο η αποχή μεγάλωσε περισσότερο, αναδεικνύοντας το υπαρκτό από εδώ και στο εξής πρόβλημα της περιορισμένης νομιμοποίησης πολλών τοπικών αρχόντων.

Η εικόνα «εκλογικής αποστροφής» έχει αναμφίβολα σχέση με την επιδείνωση της οικονομικής, κοινωνικής και εργασιακής κατάστασης μεγάλου τμήματος της κοινωνίας αλλά και με τις ριζικές αλλαγές στην εκλογική και εν γένει συλλογική συμπεριφορά που έχουν συντελεστεί την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Από την καθολική εκλογική συμμετοχή των προηγούμενων δεκαετιών (μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2010) η ελληνική κοινωνία έχει περάσει σε κατάσταση αποστασιοποίησης από το πολιτικό γίγνεσθαι.

Τα επόμενα χρόνια το ύψος και τα ποιοτικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της εκλογικής συμμετοχής θα είναι αυτά που θα καθορίζουν τους πολιτικούς συσχετισμούς. Θα βλέπουμε πολύ συχνά απότομες εκλογικές διακυμάνσεις της δύναμης των κομμάτων, που θα επιτείνουν τη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού. Για τον λόγο αυτό, «νικητές» και «ηττημένοι» των πρόσφατων δημοτικών και περιφερειακών εκλογών πρέπει να είναι πολύ συγκρατημένοι, τόσο στη χαρά όσο και στη λύπη τους.

2.Οι περιφερειακές εκλογές, παρά τις δεδομένες ιδιομορφίες μιας «τοπικής» εκλογής και λαμβανομένης υπ’ όψιν της συρρικνωμένης συμμετοχής, κατέγραψαν ένα αμετάβλητο κεντρικό πολιτικό σκηνικό ως προς την πρωτοκαθεδρία της Δεξιάς.

– Η ΝΔ κινήθηκε περί το 43%, ενώ το ποσοστό των «ανταρτών» της σε όλες τις περιφέρειες έφτασε πανελλαδικά στο 8,5%. Στη ΝΔ θα πρέπει να προστεθεί και ένα σημαντικό ποσοστό της εκλογικής δύναμης του Στ. Αρναουτάκη στην Κρήτη. Με βάση τις επίσημες υποστηρίξεις, δεν είναι εφικτό να διευκρινιστεί το ύψος της εκλογικής επιρροής των κομμάτων δεξιότερα της ΝΔ (Ελληνική Λύση, Σπαρτιάτες, Νίκη κ.ά.), αφού, κατά περίπτωση, η επιρροή τους «κρύβεται» τόσο στους «επίσημους» υποψηφίους της ΝΔ όσο και στους «διαφωνούντες».

Σε γενικές γραμμές, το άθροισμα της «δεξιάς» πολιτικής οικογένειας (ΝΔ, Ελληνική Λύση, Σπαρτιάτες, Νίκη και μικρότεροι συνδυασμοί) παραμένει σταθερό στα επίπεδα του Ιουνίου του 2023 (53%).

Το γεγονός αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η κυριαρχία της ΝΔ είναι αναμφισβήτητη. Όπως φάνηκε στον β’ γύρο των περιφερειακών εκλογών και κυρίως όπως αποτυπώθηκε στην τελική έκβαση στους περισσότερους από τους μεγάλους δήμους της χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Καλλιθέα), στο εκλογικό αποτέλεσμα εμφιλοχωρεί σοβαρή φθορά της ΝΔ, η οποία προς το παρόν «καλύπτεται» από την κατάσταση κατακερματισμού της εξ αριστερών αντιπολίτευσης. Στον χώρο αυτό δεν υπάρχει πια ένα αναμφισβήτητο «κυρίαρχο» κόμμα, όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μέχρι τον Μάιο.

Με δυο λόγια, το αποτέλεσμα των εκλογών κατέγραψε έναν εύθραυστο «ηγεμόνα», ο οποίος παρά τη διαφαινόμενη φθορά διαθέτει ακόμα προβάδισμα, αφού η αντιπολίτευση βρίσκεται πολυκερματισμένη.

Στον αντιπολιτευτικό χώρο το εκλογικό αποτέλεσμα κατέγραψε μια σχετική ισοδυναμία εκλογικής επιρροής τριών κομμάτων, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ. Η τριχοτόμηση αυτή έχει διαμορφώσει μια ρευστή συνθήκη: Η μεν κυβέρνηση «χάνει», αλλά η αντιπολίτευση «δεν κερδίζει». Έτσι:

– Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοδύναμα, βάσει των επίσημων υποψηφίων του, κινήθηκε στα όρια του 10%. Στο ποσοστό αυτό θα πρέπει να προστεθεί και ένα μέρος του 3,5% των κοινών συνδυασμών με το ΠΑΣΟΚ σε Δυτική Μακεδονία, Βόρειο Αιγαίο και Θεσσαλία. Βάσει των περιφερειακών εκλογών, το ποσοστό του καταγράφηκε μεταξύ 12% και 13%. Η χαμηλή σχετικά επιρροή στο επίπεδο των περιφερειακών εκλογών –και μάλιστα έναντι του γενικού εκλογικού ποσοστού– δεν είναι, βεβαίως, σημερινό φαινόμενο. Αντανακλά τη σοβαρή υστέρηση του «οργανισμού – κόμματος» στο επίπεδο της Αυτοδιοίκησης και την πρωτοφανή αδυναμία να δημιουργήσει εκεί σοβαρούς πυλώνες επιρροής, δέκα και πλέον χρόνια μετά την εκλογική εκτόξευση του 2012. Η υστέρηση αυτή στο πεδίο της κοινωνικής διεύρυνσης δημιουργεί σήμερα ένα τεράστιο ερωτηματικό για το ποσοστό που θα κατέγραφε σε επίπεδο βουλευτικών εκλογών. Η προϊστορία λέει ότι θα ήταν μεγαλύτερο, όμως η ρευστότητα του εκλογικού σώματος λέει ότι το τι συνέβαινε στο παρελθόν δεν αποτελεί εγγύηση για το τι συμβαίνει σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εκλογή νέας ηγεσίας και το αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών υποδηλώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται σήμερα σε μεταβατική κατάσταση, με απροσδιόριστες προοπτικές.

– Το ΚΚΕ, εκμεταλλευόμενο και τη μεταβατική κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ, κατέκτησε ένα «καθαρό» ποσοστό μεταξύ 9% και 10%, επιβεβαιώνοντας την εκλογική του άνοδο. Είναι ο μοναδικός πολιτικός χώρος της Αριστεράς που εμφανίζει σαφή και διακριτή ενίσχυση, αν και σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για ανακατανομές ψήφου εντός του ίδιου πολιτικού περιβάλλοντος της «αριστερής ψήφου».

– Το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε αυτόνομα σε ποσοστό περί το 8%. Με τους κοινούς υποψηφίους που υποστήριξε με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με το μέρος που του αναλογεί από την εκλογική επιρροή του Στ. Αρναουτάκη στην Κρήτη, φαίνεται να σταθεροποιείται στα επίπεδα του 12%.

– Τέλος, στον χώρο της Αριστεράς υπάρχουν οι περιφερειακοί συνδυασμοί της εξωκοινοβουλευτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ κυρίως αλλά και άλλοι συνδυασμοί), που κατέγραψαν αθροιστικά ποσοστό 2,6%. Είναι, όμως, μικρότερο από το άθροισμα του χώρου αυτού στις εκλογές του Ιουνίου (ΜέΡΑ25 – ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μικρότερα κόμματα).

Η γενική εικόνα είναι ότι συνολικά το κομματικό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση έντονης κινητικότητας, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο το πολιτικό σύστημα έχει εισέλθει σε μια κατάσταση σαφώς μειωμένης νομιμοποίησης. Ο ενδιάμεσος (εκλογικός) σταθμός των ευρωεκλογών μάλλον θα επιτείνει την κινητικότητα παρά θα επιλύσει τα θέματα πολιτικής αντιπροσώπευσης που τίθενται σήμερα. Οπωσδήποτε, βέβαια, θα αποτελέσουν ένδειξη για την πορεία του κομματικού συστήματος, αλλά δεν θα πρέπει για πολλούς λόγους να υπερτιμηθούν. Το νέο πολιτικό σκηνικό θα πάρει περισσότερο χρόνο ώστε να αποκρυσταλλωθεί.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ