Αποτελεσματικότητα και Δικαιοσύνη – Του Ν. Γ. Χαριτάκη

Αποτελεσματικότητα και Δικαιοσύνη – Του Ν. Γ. Χαριτάκη


Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]


Ως υπεύθυνος πολίτης έχω πολύ λίγα να προσφέρω στο θέμα της Δικαιοσύνης. Ως κοινωνικός επιστήμων, όμως, θεωρώ ότι πρέπει να με αφορά η αποτελεσματικότητα στην απόδοσή της. Και ως οικονομολόγος θεωρώ ότι μπορώ να αξιολογήσω την επίδραση των ανθρώπινων κινήτρων στην αποτελεσματική ή μη διαχείριση των σε στενότητα ανθρώπινων και φυσικών πόρων. Για παράδειγμα, στη διαχείριση των φορολογικών εσόδων.

Ομολογώ ότι καθυστέρησα, μια και δεν γνώριζα την ύπαρξη του Μισθοδικείου, ενός δικαστικού οργάνου της χώρας που, με την ανοχή του υπουργείου Εργασίας, στην ουσία μπορεί να παρεμβαίνει και να καταργεί τις συλλογικές συμβάσεις στις εργασιακές διαφορές. Με αυτό ως αφορμή, ας επικεντρωθούμε, λοιπόν, στη συζήτηση που αφορά τη διασύνδεση δικαστικών αποφάσεων έναντι των νομοθετικών ή εκτελεστικών πρωτοβουλιών των λοιπών εξουσιών της κοινωνίας μας.

Το ερώτημα αφορά το εύρος ανατροπής από τα δικαστήρια των αποφάσεων του κράτους αν θιγόμενος αποδείξει ότι η κεντρική διοίκηση σκοπίμως στρεβλώνει την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων. Σε απλά ελληνικά, αν το κράτος μπορεί να στερείται τον παρεμβατικό του ρόλο στην αγορά όταν παραβιάζει την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων. Ας προσγειωθούμε. Η ιαχή «Όχι στο κράτος-Λεβιάθαν» στην περίπτωση του Μισθοδικείου δεν ισχύει για όλους, αλλά μόνο για εκείνους που ερμηνεύουν και αποδίδουν το Δίκαιο. Οι υπόλοιποι, ραγιάδες.

Βασική αρχή της απόδοσης της Δικαιοσύνης, εξ ου και είναι και τυφλή, είναι η συνέπεια. Κι αν αυτό δεν ισχύει για τα πρωτοβάθμια δικαστήρια, είναι προφανές ότι πρέπει να ισχύει στις τελεσίδικες αποφάσεις. Μπορούν, λοιπόν, ή δεν μπορούν οι δικαστικές αποφάσεις να επηρεάζουν τη δημοσιονομική πολιτική και πειθαρχία της χώρας;

Προφανώς και μπορούν αν το περί δικαίου αίσθημα της χώρας, όπως ερμηνεύεται από τους νόμους και τα δικαστήρια, δημιουργεί κόστος στην αποτελεσματική διαχείριση των δημοσιονομικών πόρων. Μεγάλο παιδί είναι το Δημόσιο, ας πρόσεχε, θα έλεγε κάποιος. Έτσι, όμως, προκύπτει σύγκρουση εξουσιών, μεταξύ νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας. Και δικαιολογείται έτσι η τεράστια κριτική που ασκείται για την αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών απόδοσης της Δικαιοσύνης στη χώρα μας.

Από τη μια πλευρά, η κριτική συνδέεται με την απόδοση της Δικαιοσύνης και, από την άλλη, με το κοινωνικό κόστος που συνεπάγεται η πρακτική άσκηση της απόδοσης στην εξασφάλιση των νόμιμων δικαιωμάτων φυσικών και νομικών προσώπων της χώρας.

Στην οικονομική επιστήμη διδάσκουμε ότι ο μηχανισμός της αγοράς αξιοποιεί τα ανταγωνιστικά κίνητρα τόσο αποτελεσματικά, ώστε να αριστοποιεί το αποτέλεσμα. Ας μπούμε, λοιπόν, στον κόπο να συγκρίνουμε ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά στην απόδοση της Δικαιοσύνης που μας υποχρεώνουν να της ασκούμε κριτική, σύμφωνα με την αγορά, με κριτήριο την αποτελεσματικότητα.

Θεωρούμε ως δεδομένο ότι τα όργανα της Δικαιοσύνης γνωρίζουν τους νόμους, έχουν την αρμοδιότητα να τους ερμηνεύουν και επιβάλλουν την απόδοσή της με βάση το περί δικαίου κοινωνικό αίσθημα. Και για να γίνουμε κατανοητοί ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το θέμα της αποτελεσματικότητας στη Δικαιοσύνη, θα χρησιμοποιήσουμε απλά παραδείγματα από την οικονομική ζωή. Με δεδομένο πάντοτε ότι οι δικαστικές υποθέσεις είναι προϊόν αντιπαλότητας ή ασυμφωνίας αντιδίκων.

1. Πολυνομία και ερμηνευτική ασάφεια: Στις αγορές, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε όλοι, κυκλοφορούν πολλά διαφορετικά προϊόντα, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιότητες, που καλύπτουν σχετικά παρόμοιες ανάγκες. Ακόμη και στην πιο επικίνδυνη αγορά, όπως αυτή των φαρμάκων. Πώς αποφασίζουμε; Έχουμε αυστηρούς ποιοτικούς ελέγχους. Έχουμε τυπικά και γνωστά σε όλους χαρακτηριστικά. Έχουμε ειδικούς που μας συμβουλεύουν και έχουμε ασφαλιστές ή προσφυγές στη Δικαιοσύνη που μας δικαιώνουν. Είτε εξωδικαστικά είτε μετά από δικαστική τελεσίδικη απόφαση. Δικαιοσύνη που αποδίδει, μάλιστα, και ποινές. Κλασικό παράδειγμα, η καπνοβιομηχανία και ο καρκίνος των πνευμόνων. Απλή ερώτηση: Τι από όλα αυτά ισχύει για την απόδοση της Δικαιοσύνης από τα ελληνικά δικαστήρια και ιδιαίτερα για τις αντιδικίες με το Δημόσιο;

2. Εξωδικαστική διαδικασία και συμβιβασμός: Στις αγορές εδώ και πολλά χρόνια αναπτύχθηκε η διαδικασία του ηλεκτρονικού εμπορίου. Παράλληλα, προέκυψε και μηχανισμός που μας επιτρέπει να ελέγχουμε τις τιμές των αγαθών στην περίπτωση που διαφορετικοί προμηθευτές ανταγωνίζονται στην τιμή εξυπηρέτησης. Έτσι, και το κόστος των επιχειρήσεων μειώθηκε και περιορίστηκε η επίσκεψη των καταναλωτών στα καταστήματα. Στην περίπτωση της απόδοσης της Δικαιοσύνης γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα, σε μια ανοιχτή και επίσημη διαδικασία, η αντιδικία να οδηγείται σε προδικαστική συμφωνία ή διαφωνία με παράλληλη προσφυγή στη Δικαιοσύνη; Ο λόγος, απλός. Δεν υπάρχει διαφορά κόστους, όπως στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Τι πιο απλό, όμως, αν οι δύο διαδικασίες, προσφυγή σε εξωδικαστική λύση και απόρριψη και προσφυγή στα δικαστήρια, διαφοροποιούνται στο κόστος; Η πρώτη δωρεάν και η δεύτερη με σημαντική επιβάρυνση, κυρίως επί των δικαστικών εξόδων. Προφανώς, και για τις αντιδικίες του Δημοσίου.

3. Πολλαπλότητα στις εφέσεις: Στις αγορές το φαινόμενο να επιστρέφει ένας αγοραστής το προϊόν που επέλεξε και πλήρωσε δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Σε γενικές γραμμές, «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται». Στη Δικαιοσύνη, όμως, ή τα δικαστήριά μας δικάζουν χωρίς επιμέλεια ή οι συντελεστές και επίκουροι αυτών αυξάνουν το κόστος προς ίδιον όφελος. Αν, για παράδειγμα, αγοράσουμε ένα προβληματικό αγαθό, η αγορά έχει μηχανισμούς για να μας αποζημιώσει. Αν, αντιθέτως, προσφύγουμε σε έφεση και δεν δικαιωθούμε, ποιος αναλαμβάνει το κόστος της αποζημίωσης; Ιδιαίτερα όταν αντίδικος είναι το Ελληνικό Δημόσιο;

4. Αντικρουόμενες αποφάσεις: Στις αγορές οι σύγχρονες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης μάς έχουν επιτρέψει να συντονίζουμε την πολύπλευρη επιλογή μας με την κοινά αποδεκτή. Ρωτάμε, για παράδειγμα, πριν πάμε σε ένα ταξίδι τι ρούχα πρέπει να πάρουμε με δεδομένες τις καιρικές συνθήκες και τα χαρακτηριστικά των ταξιδιωτών που προσομοιάζουν με τα δικά μας. Πόσο δύσκολο, λοιπόν, είναι σε ένα ηλεκτρονικό αρχείο να υπάρχουν, για παράδειγμα, οι μέχρι σήμερα πληροφορίες για τα αποτελέσματα αντίστοιχων δικαστικών υποθέσεων; Ή για την επιχειρηματολογία που χρησιμοποιήθηκε από τους αντιδίκους που κέρδισαν τις υποθέσεις; Ή για το σκεπτικό των δικαστηρίων που αποφάσισαν σε προηγούμενες υποθέσεις κ.ά.;

5. Ποινολόγιο: Στις αγορές, μια επιχείρηση που συνηθίζει να παράγει ανασφαλή προϊόντα, μια επιχείρηση που λειτουργεί αναποτελεσματικά ή δημιουργεί μονοπωλιακές συμπεριφορές έχει κόστος. Ακόμη και ένα μικρό περίπτερο μπορεί να διωχθεί ποινικά γιατί, για παράδειγμα, δεν έκανε σωστή συμπλήρωση του ΦΠΑ. Αλήθεια, τι γίνεται με τους δικηγόρους ή τους δικαστές που οι εισηγήσεις τους ή οι αποφάσεις τους απέχουν από τη μέση ερμηνεία της νομολογίας;

Ας σταματήσουμε στο σημείο αυτό. Τα παραδείγματα, δυστυχώς ή –γιατί όχι;– ευτυχώς, άπειρα από την οικονομική ζωή στην αντιμετώπιση των κινήτρων και των συμπεριφορών που δημιουργούν απόκλιση από την αποτελεσματικότητα. Όπως και άπειρα τα μέσα που αναπτύχθηκαν στη λειτουργία των αγορών με κρατική παρέμβαση.

Αν και καθηγητής, μπορώ εύκολα να παραδεχτώ ότι η «αντιγραφή» δεν είναι πάντοτε αρνητική ως προς την αποτελεσματική απόδοση της Δικαιοσύνης.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ