1 στους 3 Έλληνες (36%) έχει χαμηλή ποιότητα ζωής!
–Το 35% των ασθενών πληρώνει από την τσέπη του τις δαπάνες υγείας! – Το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης έχει μετακυλιστεί από τον δημόσιο τομέα στις τσέπες των ελλήνων πολιτών!
Του
ΑΡΗ ΜΠΕΡΖΟΒΙΤΗ
Στην Ελλάδα, η υποχρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας είναι σημαντική, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και η μείωση των δημόσιων δαπανών υγείας, με αντίστοιχη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών.
Η μετακύλιση του κόστους από τον δημόσιο τομέα στις τσέπες των ελλήνων πολιτών επιβάρυνε επιπλέον τα ελληνικά νοικοκυριά, δημιουργώντας υψηλά επίπεδα καταστροφικών δαπανών.
Οι παραπάνω μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη, με την Ελλάδα να καταγράφεται ως μία από τις χώρες της ΕΕ-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες.
Επιπλέον, η Ελλάδα συνδέεται με τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής από όλα τα κράτη της ΕΕ, με έναν στους τρεις Έλληνες (36%) να έχει χαμηλή ποιότητα ζωής.
Τα συμπεράσματα αυτά περιλαμβάνονται στη νέα μελέτη που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (ΙΠΟΚΕ) και παρουσιάστηκε από τον επιστημονικό υπεύθυνο του ινστιτούτου, καθηγητή του ΕΚΠΑ Ιωάννη Υφαντόπουλο, στο Ευρωπαϊκό Φόρουμ Υγείας Gastein 2023.
Ειδικότερα, στο συγκεκριμένο φόρουμ συζητήθηκε το ζήτημα της χρόνιας υποεπένδυσης στον τομέα της υγείας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες στα κράτη της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης για τους πολίτες τους, σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η ειδική ενότητα με τον τίτλο «Συστήματα υγείας σε κρίση: Η περίπτωση των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών» βασίστηκε στα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης με τίτλο «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο & τις Υπηρεσίες Υγείας: Οι περιπτώσεις της Πολωνίας, της Ρουμανίας και της Ελλάδας». Η μελέτη υπογραμμίζει την επείγουσα ανάγκη για δράση, με στόχο την εξισορρόπηση των ανισοτήτων σε θέματα υγείας μεταξύ των πολιτών των περιφερειακών ευρωπαϊκών κρατών και της υπόλοιπης Ευρώπης.
Οι υψηλού επιπέδου ομιλητές του πάνελ, που εκπροσωπούσαν τους αρμόδιους φορείς χάραξης πολιτικής, τις ενώσεις ασθενών και τη φαρμακοβιομηχανία, σχολίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης και αναζήτησαν κοινές προσεγγίσεις και πολιτικές παρεμβάσεις για τη βελτίωση της πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη και τις εκβάσεις υγείας στην περιφέρεια.
Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Ιωάννης Υφαντόπουλος επισήμανε τα εξής: «Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα τρία Μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση της Covid-19 επηρέασε σημαντικά την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ελλάδα. Η κρατική χρηματοδότηση για την υγεία στη χώρα μας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως σπατάλη δημόσιων πόρων, αλλά ως ευκαιρία επένδυσης στην υγεία του πληθυσμού, δηλαδή του ανθρώπινου κεφαλαίου της οικονομίας μας».
Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης:
• Με τη χρήση μακροανάλυσης και μικροανάλυσης πηγών Big Data που καλύπτουν την περίοδο 1960 – 2021, η μελέτη κατέδειξε ότι οι επενδύσεις στην υγεία, οι συνολικές δημόσιες και φαρμακευτικές δαπάνες υγείας δεν επαρκούν σε αυτές τις τρεις χώρες, παρά τη μεγάλη οικονομική τους ανάπτυξη κατά τα τελευταία 20 έτη.
•Το ποσοστό του ΑΕΠ για επενδύσεις στην υγεία στις επιλεγμένες χώρες εξακολουθεί να βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (Ελλάδα 9%, Πολωνία 6,5%, Ρουμανία 5,7% του ΑΕΠ, με τον μέσο όρο της ΕΕ να βρίσκεται στο 10%), ενώ στις χώρες αυτές παρατηρούνται υψηλά επίπεδα ιδιωτικών δαπανών υγείας από τους ασθενείς (Ελλάδα 35%, Πολωνία 20%, Ρουμανία 19%, έναντι 15,3% του μέσου όρου της ΕΕ). Αυτό έχει οδηγήσει –συνδυαστικά με τις καθυστερήσεις που προκλήθηκαν στη λειτουργία των υπηρεσιών υγείας από την Covid-19, την κρίση κόστους διαβίωσης, τον πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές προκλήσεις– σε σημαντικά χαμηλότερο προσδόκιμο υγιούς διαβίωσης και λιγότερα έτη υγιούς διαβίωσης στο σύνολο των τριών χωρών, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, γεγονός που εντείνει τις υγειονομικές και κοινωνικοοικονομικές ανισότητες μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης.
• Η Ελλάδα συνδέεται με τους χαμηλότερους δείκτες ποιότητας ζωής από όλα τα κράτη της ΕΕ, με έναν στους τρεις Έλληνες (36%) να έχει χαμηλή ποιότητα ζωής, η Πολωνία βρίσκεται στην τέταρτη θέση ως προς την κατάταξη που αφορά την ποιότητα ζωής, ενώ οι άνθρωποι στη Ρουμανία έχουν τα λιγότερα έτη υγιούς επιβίωσης (59,9 έτη) σε σύγκριση με την υπόλοιπη ΕΕ (64 έτη).
• Οι πολίτες αυτών των κρατών παρουσιάζουν πολυνοσηρότητα (σημειώνεται ότι έξι στους δέκα ανθρώπους στην Πολωνία υφίστανται πολυνοσηρότητα), καθώς και υψηλές ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες (το 28% του πληθυσμού στην Ελλάδα, το 21% στη Ρουμανία και το 12% στην Πολωνία αναφέρουν ότι έχουν ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες), που αυξάνονται προϊόντος του χρόνου.
Η μελέτη υλοποιήθηκε με την ευγενική υποστήριξη της Viatris Europe.