Ελληνοτουρκικός διάλογος: Περιεχόμενο και προβληματισμοί
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Ακαδημαϊκοί και επαγγελματίες της εξωτερικής πολιτικής δεν δυσκολεύονται να χρονολογήσουν την παρατηρούμενη ύφεση στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες εδώ και δεκαετίες χαρακτηρίζονται από ένταση. Τοποθετείται την άνοιξη του τρέχοντος έτους, όταν σημειώθηκαν οι καταστροφικοί σεισμοί στην Ανατολική Τουρκία και η Ελλάδα έσπευσε να συνδράμει στην αντιμετώπιση των συνεπειών με την αποστολή ειδικών σωστικών δυνάμεων, γεγονός που, επισήμως, εκτιμήθηκε από τον Πρόεδρο Ερντογάν και την τουρκική κοινωνία.
Έκτοτε σημειώνεται μια ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που μεταφράζεται σε σταδιακή μείωση έως μηδενισμό των παραβιάσεων του εναέριου και θαλάσσιου χώρου στο Αιγαίο, όπως και της ρητορικής του τούρκου Προέδρου και άλλων αξιωματούχων, με τις γνωστές απειλές για «Γαλάζιες Πατρίδες» κ.ά.
Η μεταβολή στη συμπεριφορά της Άγκυρας, έστω και φαινομενική, συνετέλεσε στη δημιουργία ενός κλίματος ύφεσης και διάθεσης για διάλογο προς επίλυση των διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων, και μάλιστα σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Μέχρι τούδε, οι διαπραγματεύσεις διεξάγονταν σε υπηρεσιακό επίπεδο, με επικεφαλής έμπειρους διπλωμάτες, ενώ στην παρούσα φάση αναβαθμίζονται σημαντικά και σε τρία επίπεδα. Το ανώτατο πολιτικό, το πολιτικό-υπηρεσιακό και το εξειδικευμένο, υπουργών Άμυνας και Οικονομικής Συνεργασίας. Συγκεκριμένα, στα μέσα Οκτωβρίου (16/10/2023) ξεκινάει ο πολιτικός διάλογος μεταξύ της υφυπουργού Εξωτερικών κ. Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και του τούρκου ομολόγου της με θεματολόγιο που δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό.
Η κ. Παπαδοπούλου, διπλωμάτης καριέρας, διαθέτει πλούσια επαγγελματική εμπειρία, έχοντας υπηρετήσει σε σημαντικά και ευαίσθητα πόστα, με τελευταίο την πρεσβεία της Ελλάδος στην Ουάσινγκτον. Οι υπουργοί Άμυνας θα συζητήσουν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), που είχαν ήδη δρομολογηθεί επί υπουργίας Κάρολου Παπούλια, ενώ οι τεχνοκρατικοί υφυπουργοί Εξωτερικών θα συζητήσουν θέματα που αφορούν την οικονομική συνεργασία. Αποκορύφωμα του διαλόγου, σε ανώτατο επίπεδο, η Κοινή Συνεδρίαση των Υπουργικών Συμβουλίων Ελλάδας – Τουρκίας, που θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη τον μήνα Δεκέμβριο.
Το επίπεδο και το εύρος του διαλόγου εντυπωσιάζει και δημιουργεί ένα κλίμα αισιοδοξίας για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ωστόσο δημιουργούνται και κάποια ερωτηματικά. Τι αλλάζει στις μέχρι τούδε συναντήσεις, που είχαν διερευνητικό χαρακτήρα και τώρα μετατρέπονται σε διάλογο; Πρόκειται για ουσιαστική ή φραστική μεταβολή του περιεχομένου των συνομιλιών; Εννοιολογικά, η λέξη «διερεύνηση» σημαίνει εξέταση με προσοχή και σε βάθος των προθέσεων κάποιου ή κάποιων, ενώ η λέξη «διάλογος» σημαίνει συζήτηση για επίλυση ενός προβλήματος ή ανταλλαγή ιδεών και απόψεων σχετικά με συγκεκριμένο θέμα ή θέματα, προς γεφύρωση διαφορών κ.ά. (Ίδε «Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Γεωργίου Μπαμπινιώτη).
Η εννοιολογική ερμηνεία των λέξεων (διερεύνηση, διάλογος) οδηγεί στην εκτίμηση ότι το διερευνητικό στάδιο έχει ήδη κλείσει ή ξεπεραστεί και έχουμε μεταπηδήσει στον διάλογο, προς γεφύρωση και επίλυση των διαφορών. Αυτή η ερμηνεία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι δύο πλευρές έχουν ήδη εντοπίσει και συμφωνήσει στα θέματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο του διαλόγου, κατά τον οποίο κάθε πλευρά θα εκθέσει τις δικές της θέσεις, επί των οποίων θα διεξαχθεί ο διάλογος, με στόχο και επιδίωξη την εύρεση λύσεων.
Η μέχρι τούδε θέση της ελληνικής κυβέρνησης –σημερινής και προηγουμένων– είναι ότι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζεται με την Τουρκία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ (Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης) και υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, η Τουρκία, σταθερά και διά διαδοχικών κυβερνήσεων, εκτός των ανωτέρω δύο περιπτώσεων, προσθέτει το εύρος των χωρικών υδάτων, την αμφισβήτηση ότι οι νήσοι και νησίδες διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα, την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί βραχονησίδων, με γνωστό το επεισόδιο των Ιμίων, όπως και το δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης του βυθού των θαλασσών, που συνδέεται με την υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Ο διάλογος που αναμένεται να αρχίσει στις 16 Οκτωβρίου θα είναι επί όλων των θεμάτων και θέσεων που υποστηρίζει κάθε χώρα χωριστά ή θα περιοριστεί μόνο στις δύο περιπτώσεις που αναγνωρίζει η ελληνική πλευρά; Θα συμπεριλαμβάνει και εκείνες που προβάλλει η τουρκική; Ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης, σε δηλώσεις του, απέκλεισε την πρώτη περίπτωση. Η παρατηρούμενη αλλαγή στη συμπεριφορά της Άγκυρας, με μείωση των εντάσεων και απειλών κατά της Ελλάδος, αποδίδεται σε πολλούς λόγους. Ο επικείμενος διάλογος θα αποδείξει πώς τον εννοεί το καθεστώς Ερντογάν και αν αποδέχεται ως βάση επίλυσης τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, του Δικαίου της Θάλασσας και των διεθνών συνθηκών ή τη λογική του «καζάν καζάν», δηλαδή το μοίρασμα του Αιγαίου με ανατροπή του status quo.
Πολλοί διερωτώνται για τους λόγους που η Άγκυρα δείχνει να επιλέγει την οδό του διαλόγου, αντί των συνήθων προκλήσεων και εντάσεων. Μια πιθανή απάντηση είναι ότι θέλει να τύχει της εύνοιας των δυτικών χωρών, που σταθερά και μόνιμα υποδεικνύουν την αποφυγή συγκρουσιακών συμπεριφορών μεταξύ δύο συμμάχων χωρών, και να αποφύγει τις επικρίσεις που δέχεται για τη διφορούμενη στάση της έναντι της Ρωσίας, με διαφοροποίηση από τις άλλες δυτικές χώρες στο θέμα επιβολής κυρωτικών μέτρων για την εισβολή στην Ουκρανία, καθώς και την άρνησή της να άρει το βέτο για ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Δύο ενέργειες θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν αν η αλλαγή της συμπεριφοράς της Άγκυρας έναντι της Ελλάδος δεν γίνεται για λόγους τακτικής, αλλά την εννοεί. Πρώτον, η άρση της εμπόλεμης κατάστασης (casus belli), που έχει ψηφιστεί προ δεκαετιών από την Τουρκική Βουλή, και, δεύτερον, η απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής από την Κύπρο και η εγκατάλειψη των θέσεων, τις οποίες επανέλαβε πρόσφατα ο τούρκος Πρόεδρος από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, περί αναγνωρίσεως δύο χωριστών κυπριακών κρατών.
Όσον αφορά τον επικείμενο ελληνοτουρκικό διάλογο, υπάρχουν και άλλες απόψεις, που δύσκολα θα μπορούσαν να προσμετρηθούν στους λόγους που οδηγούν τις δύο χώρες να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Λέγεται από πολλούς πως γίνεται για να κερδίσουν χρόνο. Προς τι όμως; Για την Τουρκία, που συνεχώς προσθέτει και νέες αξιώσεις, θα μπορούσαν να ισχύουν τα λόγια του Μολιέρου «συκοφάντει, συκοφάντει στο τέλος κάτι μένει». Μήπως προσδοκά ότι τελικά κάτι θα λάβει από τα ποθούμενα; Για την Ελλάδα όμως; Καλό, πάντως, θα ήταν να αποφεύγονται υπέρμετροι ενθουσιασμοί αλλά και a priori απορρίψεις.