Ένας τρόπος να κάνεις υποχωρήσεις και να υποκλέπτεις την προσοχή είναι η σταδιακή διολίσθηση και τουρκοποίηση των ελληνικών θέσεων

Ένας τρόπος να κάνεις υποχωρήσεις και να υποκλέπτεις την προσοχή είναι η σταδιακή διολίσθηση και τουρκοποίηση των ελληνικών θέσεων


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Τον δραματικό Ιούλιο του 1974, όταν επέκειτο η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, έγινε συνεδρίαση των πολιτικών αρχηγών στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση, κεκλεισμένων των θυρών. Στη συνεδρίαση, εκτός από την εισβολή στην Κύπρο, συζητήθηκε και το θέμα της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου, που είχε θέσει, ουσιαστικά για πρώτη φορά, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ετζεβίτ.

Ο πρώην πρωθυπουργός Ντεμιρέλ επέκρινε αυστηρά, στη συνεδρίαση, τον Ετζεβίτ και χαρακτήρισε την πρωτοβουλία του για την υφαλοκρηπίδα ως «τυχοδιωκτισμό». Την πληροφορία μας τη δίδει ο έγκυρος Τούρκος δημοσιογράφος και συγγραφέας Αλί Μπιράντ στο βιβλίο του «Απόφαση – Απόβαση». Την επισημαίνει και την υπογραμμίζει επίσης ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής στο βιβλίο του «Η άλλη πλευρά» (τόμος πρώτος, σελίδα 97).
Ο Ετζεβίτ είδε, το 1974, ποιους είχε απέναντί του στην Αθήνα και εκτίμησε ότι ήταν μια ευκαιρία όχι μόνο να επιτύχει στην Κύπρο τους πιο μαξιμαλιστικούς Τουρκικούς στόχους, που φαίνονταν προηγουμένως απίθανοι και α­νέφικτοι, αλλά να προωθήσει ταυτόχρονα και τη διχοτόμηση του Αιγαίου, με αφορμή την υφαλοκρηπίδα.

Είναι ενδεικτικό ότι στις 17 Ιουλίου, δύο μέρες δηλαδή μετά το πραξικόπημα και ενώ είχε λάβει απορρήτως την απόφαση για εισβολή, έθεσε απροκάλυπτα θέμα Τουρκικής κυριαρχίας στο Ανατολικό Αιγαίο, αγνοώντας τα νησιά και ισχυριζόμενος ότι η υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο ορίζεται με βάση τη μέση γραμμή μεταξύ Τουρκίας και ηπειρωτικής Ελλάδος.

Ο Ετζεβίτ αξιολόγησε επίσης ως κατάλληλη τη διεθνή συγκυρία, με δεδομένη την πολιτική Κίσινγκερ, που επιδίωκε την έξωση της Σοβιετικής επιρροής από τη Μεσόγειο, μετά τη φιλοδυτική στροφή του Προέδρου Ανουάρ Σαντάτ στην Αίγυπτο. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής, ο Κίσινγκερ ευνοούσε γενικότερα την ενίσχυση του Τουρκικού παράγοντα και ειδικότερα τη στρατιωτική του ενίσχυση στην Κύπρο.

Ερχόμενοι όμως στα σημερινά, μπορεί κανείς να διαπιστώσει τον δρόμο των υποχωρήσεων, που έχει διανυθεί τόσο στο Κυπριακό όσο και στο θέμα του Αιγαίου. Η Κύπρος έφτασε στο σημείο να κάνει, σήμερα, σημαία της τη λεγόμενη διζωνική ομοσπονδία, με πολιτική ισότητα. Σε απλά ελληνικά, «πολιτική ισότητα» σημαίνει το 18% των Τουρκοκυπρίων να έχει ισοδύναμο πολιτικό βάρος με την πλειοψηφία του 80% των Ελληνοκυπρίων. Για να μην υπάρχει καμιά παρανόηση για το τι σημαίνει ακριβώς αυτό και για να αντικαθρεφτίζεται και στο συμβολικό επίπεδο, η Τουρκική πλευρά αξίωσε στην Πενταμερή του Κραν Μοντανά να δώσει η Ελληνική πλευρά και την εκ περιτροπής Προεδρία, με αντάλλαγμα δήθεν τις υποχωρήσεις που θα έκανε η Άγκυρα στα κρίσιμα θέματα των εγγυήσεων και της παρουσίας Τουρκικού στρατού στην Κύπρο και μετά τη «λύση».

Οι υποτιθέμενες «παραχωρήσεις» που θα έκανε η Τουρκική πλευρά ήταν μια φενάκη, την οποία είχε διακινήσει, ως άθλιος πράκτορας, ο εκπρόσωπος τότε για το Κυπριακό του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Νορβηγός Άιντα. Ο Τσαβούσογλου διέψευσε ότι η Τουρκία είχε μια τέτοια πρόθεση και επαναβεβαίωσε την Τουρκική θέση για εγγυήσεις, με δικαίωμα μονομερούς επεμβάσεως της Τουρκίας, και με παραμονή, στο διηνεκές, Τουρκικής στρατιωτικής δυνάμεως στην Κύπρο. Η Ελληνική πλευρά δεν ανεκάλεσε την εκ περιτροπής Προεδρία, και άλλες υποχωρήσεις που είχε κάνει, ως αντάλλαγμα σε μια φενάκη. Αντιθέτως, η Τουρκική πλευρά απέσυρε και τις μικρές εδαφικές «παραχωρήσεις», τις οποίες είχε κρατήσει απόρρητες και τις είχε εμπιστευθεί στον ΟΗΕ και θα γνωστοποιούνταν μόνο στην περίπτωση που θα επιτυγχανόταν συνολική συμφωνία. Όσο για τις προθέσεις της Τουρκικής πλευράς στο εδαφικό, αυτές φαίνονται από τον εποικισμό που προωθείται σταδιακά και στην Αμμόχωστο.

Η ίδια ενδοτική και υποχωρητική πορεία ακολουθήθηκε και στο Αιγαίο. Η πρώτη μεγάλη υποχώρηση ήταν η μυστική συμφωνία Καραμανλή – Ετζεβίτ, στη Βέρνη, γι’ αποφυγή ερευνών και γεωτρήσεων σε «αμφισβητούμενες περιοχές στο Αιγαίο», την οποία η Τουρκική πλευρά προβάλλει μέχρι σήμερα, όπως και το κοινό ανακοινωθέν Σημίτη – Ντεμιρέλ της Μαδρίτης, του 1997.

Στο κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης, που διετυπώθη υπό την επιρροή της Αμερικανίδος υπουργού Εξωτερικών Ολμπράιτ, γινόταν αναφορά σε ζωτικά συμφέροντα των δύο χωρών στο Αιγαίο και σε αποφυγή μονομερών ενεργειών. Ασφαλώς, ως παράκτια χώρα στο Αιγαίο, έχει και η Τουρκία ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο. Η Τουρκία όμως τα εννοεί εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου. Κατά τον ίδιο τρόπο, η αναφορά σε «μονομερείς πράξεις» υπονοεί την άσκηση του δικαιώματος επεκτάσεως από την Ελλάδα των χωρικών της υδάτων, που είναι μονομερές δικαίωμα, όπως και την ανακήρυξη ΑΟΖ, η οριοθέτηση μόνο της οποίας είναι αντικείμενο διαπραγματεύσεως και συμφωνίας με τις γειτνιάζουσες χώρες. Η ανακήρυξη της ΑΟΖ είναι μονομερές δικαίωμα.

Σε ό,τι αφορά την υφαλοκρηπίδα, αυτή υπάρχει εξ αρχής και αφ’ εαυτής (ab initio και ipso facto). Όταν λοιπόν μια κυβέρνηση δηλώνει ότι θα αντιδράσει εάν παραβιασθούν τα 6 μίλια, που είναι σήμερα το εύρος των Ελληνικών χωρικών υδάτων, όπως δήλωσε στο παρελθόν ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών εκ μέρους της κυβερνήσεως, τι σημαίνει αυτό; Απεμπολεί η κυβέρνηση το δικαίωμα της επεκτάσεως των χωρικών υδάτων και τα δικαιώματα που απορρέουν από την Ελληνική υφαλοκρηπίδα και εν δυνάμει ΑΟΖ;

Τα ερωτήματα τίθενται, ασφαλώς, και σήμερα, στον νέο κύκλο συζητήσεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας. Υπάρχει μυστική διαπραγμάτευση μεταξύ Γεραπετρίτη και Φιντάν και μυστικές Ελληνικές δεσμεύσεις σε ό,τι αφορά την επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων, την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ και τα δικαιώματα εξορύξεως υδρογονανθράκων της Ελλάδος, ακόμα και νότια της Κρήτης;

Η Τουρκία, εάν μπορεί να διατηρεί στο ακέραιο τις διεκδικήσεις της και ταυτόχρονα να προωθεί καλές σχέσεις με την Ελλάδα, που εξυπηρετούν την πολιτική της με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά και τις διμερείς της σχέσεις με την Ελλάδα, δεν έχει πρόβλημα. Η ένταση δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσο για να συρθεί η Ελλάδα σε διαπραγματεύσεις στο πεδίο και με τους όρους που θέλει η Άγκυρα.

Η Άγκυρα συνηθίζει, κάθε φορά που επίκειται μια νέα περίοδος συνομιλιών με την Ελλάδα, να προχωρεί σε κάποιο τετελεσμένο γεγονός ή πρόκληση, προεξοφλώντας ότι η Ελληνική πλευρά θα το «καταπιεί» και δεν θα αντιδράσει, για να μη θέσει σε κίνδυνο τη διαδικασία των νέων συνομιλιών και να χρεωθεί διεθνώς το κόστος.

Η πρόκληση τη φορά αυτή ήταν η αναφορά του Ερντογάν στην Κύπρο, στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση, και η πρόσκληση στις χώρες-μέλη του ΟΗΕ να αναγνωρίσουν το ψευδοκράτος, την ίδια στιγμή που Ελλάδα και Κύπρος ανέμεναν τη συγκατάθεσή του για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών στην Κύπρο.

Είναι ένα μάθημα και για την Ελληνική πλευρά για την υποχωρητική και ανερμάτιστη πολιτική που ακολουθεί, που επιτρέπει στον Ερντογάν να βγαίνει από το εδώλιο του κατηγορουμένου για εισβολή και κατοχή και να παρουσιάζει το Κυπριακό ως δήθεν θέμα διακοινοτικής διαμάχης. Η πολιτική αυτή είναι αδιέξοδη και ατελέσφορη. Χρειάζεται μια νέα στρατηγική στο Κυπριακό που θα αναφέρεται σ’ αυτό που συνιστά την ουσία του, την Τουρκική εισβολή και κατοχή, και όχι σε μια δήθεν «λύση» που θα ανεγνώριζε και θα νομιμοποιούσε τη σημερινή κατάσταση και θα υποθήκευε το μέλλον του Κυπριακού Ελληνισμού.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ