Ελληνοτουρκικά: Εκτεθειμένη η κυβέρνηση από την αποδοχή πολιτικού διαλόγου

Ελληνοτουρκικά: Εκτεθειμένη η κυβέρνηση από την αποδοχή πολιτικού διαλόγου

–Τώρα ελπίζει απλώς σε παράταση του μορατόριουμ

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Σε αναπροσαρμογή της τακτικής που ακολουθεί στα ελληνοτουρκικά οδηγείται η κυβέρνηση, εν όψει και της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν και της έναρξης της διαπραγματευτικής διαδικασίας στις 18 Οκτωβρίου, με τις συνομιλίες της υφυπουργού Εξωτερικών Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου με τον εκπρόσωπο που θα ορίσει η Άγκυρα, καθώς πλέον ακόμη και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη ομολογούν ότι η προοπτική συμφωνίας για παραπομπή στη Χάγη είναι μηδαμινή και στόχος θα είναι η παράταση τουλάχιστον του μορατόριουμ στο Αιγαίο.

Είχε προηγηθεί αυτή η δημόσια συζήτηση για τη Χάγη, που μάλλον ζημιά προκάλεσε, καθώς μία από τις γνωστές σχολές σκέψης των Αθηνών ξιφούλκησε υπέρ των παραχωρήσεων προς την Τουρκία, ως μοναδικού δρόμου για την ομαλοποίηση των σχέσεων, προκαλώντας έτσι αντιδράσεις και ερεθίζοντας τα αντανακλαστικά της κοινής γνώμης. Είναι οι γνωστοί θιασώτες της θεωρίας ότι η Ελλάδα είναι αυτή που προκάλεσε την επιθετικότητα της Τουρκίας λόγω των «μαξιμαλιστικών θέσεών της», της «εθνικιστικής» κοινής γνώμης και λόγω της ευθύνης που δήθεν έχει για τη μη επίλυση του Κυπριακού.

Η κυβέρνηση, μετρώντας τις αντιδράσεις, αλλά, συγχρόνως, λαμβάνοντας και τις προειδοποιήσεις ακόμη και γνωστών για τις θέσεις τους στα ελληνοτουρκικά, όπως ο καθηγητής Χρήστος Ροζάκης, που ανέλυσε για ποιον λόγο η παραπομπή στη Χάγη είναι όνειρο θερινής νυκτός, φαίνεται ότι αποφασίζει να συγκρατήσει τους ρυθμούς και τον τόνο που είχε δώσει σε αυτήν την υποτιθέμενη επανέναρξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ειδικά μάλιστα σε μια στιγμή που η χώρα βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση λόγω των πυρκαγιών και των πλημμυρών και η κυβέρνηση βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση, στο Μέγαρο Μαξίμου αντιλαμβάνονται ότι το άνοιγμα, τώρα, έστω και ενός μετώπου στα ελληνοτουρκικά θα δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μείγμα, από το οποίο δύσκολα θα μπορούσε να διασωθεί…

Το ενδιαφέρον, βεβαίως, στρέφεται στη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου, στο πλαίσιο της ΓΣ του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, καθώς αναμένεται να γίνει μια ανασκόπηση της κατάστασης, μετά και την τρίωρη κατ’ ιδίαν συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν, και ο προγραμματισμός των επόμενων κινήσεων.

Καθώς η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών έγινε κεκλεισμένων των θυρών, κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς έχει συμφωνηθεί όσον αφορά τη δομή, τη μεθοδολογία αλλά και το περιεχόμενο αυτής της πολιτικής διαπραγμάτευσης, της οποίας θα προΐσταται η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου.

Γεγονός, πάντως, είναι ότι ικανοποιείται η πάγια εδώ και σχεδόν πέντε δεκαετίες απαίτηση της Τουρκίας να προηγηθεί πολιτική διαπραγμάτευση επί των «προβλημάτων» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και, αν οι συζητήσεις δεν καταλήξουν πουθενά, να επιχειρηθεί η διαπραγμάτευση επί συνυποσχετικού για την παραπομπή στη Χάγη.

Η αναβάθμιση των άτυπων διερευνητικών επαφών σε πολιτική διαπραγμάτευση ενέχει σοβαρούς κινδύνους, τους οποίους έχουμε αναλύσει εκτενώς. Εκ των πραγμάτων, παρά τις δηλώσεις της κυβέρνησης ότι έχει ως «κόκκινη γραμ­μή» τα θέματα της κυριαρχίας, δεν υπάρχει καμιά δέσμευση ότι στο τραπέζι της πολιτικής διαπραγμάτευσης δεν θα γίνει δεκτό ως θέμα οτιδήποτε άπτεται της ελληνικής κυριαρχίας.

Και το ερώτημα είναι: Τι οδηγίες θα λάβει η κ. Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου πριν προσέλθει σε αυτήν τη διαδικασία και πώς θα αντιδράσει εάν με το καλημέρα, όταν επιχειρηθεί να διαμορφωθεί η ατζέντα των συνομιλιών, τεθούν από την Τουρκία, έστω και συγκαλυμμένα, θέματα που αφορούν την ελληνική κυριαρχία; Για παράδειγμα, όταν η Ελλάδα θέσει το θέμα της οριοθέτησης της ΑΟΖ και η Τουρκία, με τη σειρά της, ζητήσει να καθοριστεί αρχικώς ποια ΑΟΖ είναι προς διαμοιρασμό, θα προκύψει αυτομάτως θέμα και ελληνικών χωρικών υδάτων αλλά και «γκρίζων ζωνών»! Διότι είναι προφανές ότι άλλη έ­κταση ΑΟΖ θα είναι προς διαμοιρασμό μετά την επέκταση, έστω και διαφοροποιημένη, των ελληνικών χωρικών υδάτων και με την συμπερίληψη φυσικά των χωρικών υδάτων όλων των νησιών και βραχονησίδων της Ελλάδας και εντελώς διαφορετική αν ο υπολογισμός γίνει με βάση τα 6 ν.μ. και με την εξαίρεση περιοχών πέριξ των βραχονησίδων και νησιών που η Τουρκία περιλαμβάνει στις «γκρίζες ζώνες». Πολύ περισσότερο, μάλιστα, θα πρέπει να υπολογιστεί και το ενδεχόμενο η Τουρκία, έστω και για διαπραγματευτικούς λόγους, να θέσει και το θέμα της αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά με πρόσχημα την υποχρέωση αποστρατιωτικοποίησης, προκειμένου να απαιτήσει ανταλλάγματα για περιορισμό της επήρειάς τους στη δημιουργία ΑΟΖ.

Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου είναι έμπειρη και εξαιρετικά δυναμική ως διπλωμάτης και προφανώς γνωρίζει τις παγίδες και τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά. Θα έχει όμως την εντολή να διακόψει τη διαδικασία όταν τεθούν τέτοια θέματα ή της έχει δοθεί η οδηγία να συντηρηθεί η διαπραγμάτευση για ένα διάστημα, με την ελπίδα ότι εν τω μεταξύ, και πριν προκύψει το αναπόφευκτο αδιέξοδο, θα έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο στις διμερείς σχέσεις που θα εξασφαλίσει παράταση της ηρεμίας στο Αιγαίο;
Δεν φαίνεται, πάντως, να υπάρχει κάποιο ιδιαίτερα σοβαρό πρότζεκτ στον ορίζοντα, στο πλαίσιο της θετικής ατζέντας, το οποίο θα δημιουργήσει ένα τόσο στέρεο θεμέλιο, ώστε να υπάρξει ανάχωμα αν η πολιτική διαπραγμάτευση οδηγηθεί σε αδιέξοδο.

Η επιστροφή στην ένταση είναι θέμα που μπορεί να προκύψει α­πλώς με μια εντολή του Ταγίπ Ερ­ντογάν για επανάληψη των υπερπτήσεων ή με την αποστολή ενός ερευνητικού. Το διαπραγματευτικό τετελεσμένο που θα έχει επιτύχει η Τουρκία, όμως, θα παραμένει στο τραπέζι.

Επίσης, επειδή πολλοί πέριξ του Μεγάρου Μαξίμου ομιλούν, και επιμένουν, για την ύπαρξη ιδανικής συγκυρίας, ίσως θα πρέπει να α­ντιληφθούν ότι ο κ. Ερντογάν είναι που πιέζεται από τον χρόνο. Μετά την τεράστιας έκτασης καταστροφή που επέφεραν οι σεισμοί στην ούτως ή άλλως κλυδωνιζόμενη τουρκική οικονομία, ο Ερντογάν υποχρεώθηκε να αναζητήσει όχι μό­νο χρηματοδότες αλλά και μια περίοδο ηρεμίας στις σχέσεις με τη Δύση και προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν και το χαμήλωμα της έντασης με την Ελλάδα και την Κύπρο. Μόλις αισθανθεί ότι στέκεται και πάλι γερά στα πόδια του δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι θα επιστρέψει στην αναθεωρητική πολιτική του και στις έμπρακτες αμφισβητήσεις της κυριαρχίας της Ελλάδας και της Κύπρου.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ