Ν. Κακλαμάνης στο “Π”: «Η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» Γ. Σεφέρης

Ν. Κακλαμάνης στο “Π”: «Η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» Γ. Σεφέρης

Του
ΝΙΚΗΤΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ
Βουλευτή ΝΔ Α’ Αθηνών


Έτσι, βουβά, σχεδόν αμίλητα, συμπληρώσαμε πέρυσι έναν αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή… Και έτσι, σήμερα, έναν χρόνο μετά, προχωρούμε χωρίς δικαίωση, χωρίς αποκατάσταση, μέσα από μια τυπική έστω αναγνώριση της θηριωδίας που στιγμάτισε τον Ελληνισμό.

Ο «συνωστισμός» στα παράλια της Μικρασίας, όπως προκλητικά διατυπώθηκε κάποτε στο βιβλίο Ιστορίας των παιδιών μας, περιγράφεται ολοζώντανος και μαρτυρικός στα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου:

«Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σα μαύρο ποτάμι. (…)

Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.

‘‘Τούρκοι! Τσέτες! Μας σφάζουνε! Έλεος!’’

Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σα να ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων! (…) Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. (…) Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς. (…)

Τι κάνουν οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κ’ οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κ’ η εντολή δε δόθηκε!». 

Βαθιά πληγωμένοι και προδομένοι, λοιπόν, οι επιζήσαντες του δράματος πήραν τον δρόμο για τη μητέρα Ελλάδα. Ο λαβωμένος Ελληνισμός της Μικράς Ασίας πίστεψε αρχικά ότι η αγκαλιά των ελλαδιτών αδερφών τους θα ήταν μια κάποια παρηγοριά, που θα απάλυνε τον πόνο τους…

Γρήγορα, όμως, θα προσγειώνονταν στην πραγματικότητα, όπως γράφει η Σωτηρίου:

«Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ’ το χέρι, κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ’μαστε τυφλοί και δεν ξέραμε πού θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν’ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:

-Απ’ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες».

Ενάμισι εκατομμύριο ψυχές σκόρπισαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, με την ελπίδα να συμμαζέψουν τις ρημαγμένες τους ζωές. Και όμως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, παρέμειναν στη συνείδηση των Ελλαδιτών ως παρείσακτοι. Ως «ξενομερίτες» και «τουρκόσποροι»…

Από τη Συνθήκη της Λωζάννης, με την ανταλλαγή πληθυσμών, και μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι άλλοτε κοσμοπολίτες της Μικρασίας αντιμετωπίστηκαν ως μίασμα και βάρος για την ήδη εξαντλημένη ελληνική κοινωνία, παρά τις προσπάθειες της Πολιτείας και της Κοινωνίας των Εθνών.

Οι ρίζες της εχθρότητας απέναντι στους πρόσφυγες ήταν αφενός μεν οικονομικές, αφετέρου δε πολιτικές. Από τη μια ο αγροτικός και ο μικροεπιχειρηματικός πληθυσμός της Ελλάδας δυσφορούσε με την παροχή διευκολύνσεων στους Μικρασιάτες, ενώ από την άλλη ο Εθνικός Διχασμός έμοιαζε σαν καζάνι που έβραζε για τους νεοφερμένους.

Έτσι, ένα ζωντανό, δημιουργικό κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού, που επιβίωσε και μεγαλούργησε επί τρεις χιλιετίες, βρέθηκε σφαγμένο και αποδεκατισμένο με την Καταστροφή, ενώ στη συνέχεια έγινε βορά της μισαλλοδοξίας και της παθογένειας του ελληνικού κράτους.

Αλήθεια, μας θυμίζει κάτι όλη αυτή η ιστορία; Μήπως αντανακλάται σε όσα ζούμε σήμερα; Άραγε, πρόκειται για μια παγιωμένη πεποίθηση στην ψυχή του Έλληνα απέναντι σε καθετί «ξένο» ή μήπως μιλάμε για μια τεχνητά τροφοδοτούμενη αντίδραση, που βολεύει τον εκάστοτε συσχετισμό οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων;

Για μένα, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Με τη διαφορά ότι στις μέρες μας η χώρα βιώνει ένα νέο παράδοξο: Από τη μια πλευρά εντοπίζουμε μια πρωτόγνωρη, αλλόκοτη «αγάπη» προς κάθε λογής μετακινούμενους πληθυσμούς, που βαφτίζονται αδιακρίτως «πρόσφυγες», με τις ευλογίες κάποιων μυστήριων ΜΚΟ, και από την άλλη γινόμαστε μάρτυρες μιας ασύλληπτης ρητορικής μίσους προς κάθε αλλοεθνές ή αλλόθρησκο στοιχείο. Είναι προφανές ότι μιλάμε για έναν θολό, προσχηματικό «διχασμό», που λειτουργεί ως όχημα προώθησης της εκάστοτε πολιτικής ατζέντας.

Βέβαια, η πραγματικότητα απέχει πολύ από αυτό το δίπολο. Κατ’ αρχάς, εάν ανατρέξει κανείς τόσο στη σύμβαση της Γενεύης του 1951 όσο και στις επίσημες πηγές της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, μπορεί εύκολα να ξεκαθαρίσει μια για πάντα στο μυαλό του τους όρους «πρόσφυγας» και «μετανάστης».

Πρόσφυγες, λοιπόν, όπως αυτό το ενάμισι εκατομμύριο Ελλήνων (!) που υποδέχτηκε η χώρα το 1922, είναι τα πρόσωπα τα οποία πασχίζουν να γλιτώσουν από ένοπλες συρράξεις ή διώξεις και αναγκάζονται να διασχίσουν εθνικά σύνορα για να αναζητήσουν ασφάλεια σε γειτονικές χώρες. Πρόκειται για ανθρώπους στους οποίους η άρνηση ασύλου έχει πιθανότατα θανάσιμες συνέπειες, γι’ αυτό εξάλλου και ορίζεται ρητά στο διεθνές δίκαιο ότι δεν πρέπει να επιστρέφονται ή να επαναπροωθούνται σε καταστάσεις όπου κινδυνεύει η ζωή ή η ελευθερία τους. Είναι ευνόητο ότι από αυτήν την κατηγορία, πάντα σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης, εξαιρούνται οι κοινοί ποινικοί, οι εγκληματίες πολέμου ή οι παραβάτες θεμελιωδών αρχών, όπως αυτές ορίζονται ρητά από τα Ηνωμένα Έθνη.

Από την άλλη πλευρά, οι μετανάστες είναι ο πληθυσμός εκείνος που επιλέγει αυτόβουλα να μετακινηθεί, όχι εξαιτίας απειλητικών για τη ζωή τους συνθηκών, αλλά για τη βελτίωση της διαβίωσής τους, για να δουλέψουν, να σπουδάσουν ή για να επανενωθούν με μέλη της οικογένειάς τους που βρίσκονται ήδη στο εξωτερικό.

Για να τελειώνουμε επιτέλους με αυτό το θεωρητικό κατασκεύασμα, η διάκριση μεταξύ πρόσφυγα και μετανάστη (νόμιμου ή παράτυπου) στηρίζεται αποκλειστικά στην ύπαρξη (ή μη) ακραίων και απειλητικών για τη ζωή συνθηκών στη χώρα προέλευσης από την οποία μετακινείται.

Η σύγχυση των όρων αυτών δεν γίνεται φυσικά από αμάθεια ή αφέλεια, αλλά καλλιεργείται μεθοδικά, με απώτερα πολιτικά και οικονομικά κίνητρα. Οι μόνοι που πραγματικά ζημιώνονται από αυτό το αφήγημα είναι οι πραγματικοί πρόσφυγες στη χώρα, που αντιμετωπίζονται με καχυποψία ή ασέβεια, αντί να απολαμβάνουν επί της ουσίας τα δικαιώματα που οι νόμοι και οι διεθνείς συμβάσεις ορίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, το παράδειγμα της ίδιας μας της ιστορίας θα έπρεπε να μας διδάσκει και να μας ενώνει. Η μικρασιατική τραγωδία και η ελληνική προσφυγιά θα έπρεπε ήδη να μας έχουν μάθει να αντιμετωπίζουμε τη συμφορά με σύνεση και δικαιοσύνη. Να απαντάμε με ανθρωπισμό κόντρα στο μίσος και την ίδια στιγμή να υπηρετούμε με σοβαρότητα τα δικά μας εθνικά κεκτημένα, χωρίς εκπτώσεις ή παραχωρήσεις, μέσα σε ένα απαθές διεθνές περιβάλλον.

Έστω και τώρα, 101 χρόνια μετά, μπορούμε να μάθουμε μέσα από τη φρίκη. Για να πάψει να είναι «αμίλητη». Για να προχωρήσει μπροστά ως ζωντανό μάθημα Ιστορίας και αξιών για τις γενιές που έρχονται.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ