Γιατί δεν χρησιμοποιείτε τα αποθεματικά, τα πλεονάσματα και την επενδυτική βαθμίδα για να στηρίξετε τους πλημμυροπαθείς, κύριε Μητσοτάκη; – Του Ν. Στραβελάκη
Του
ΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΒΕΛΑΚΗ,
Οικονομολόγου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Υποψήφιου Δημοτικού Συμβούλου με τον συνδυασμό «Ανατρεπτική Συμμαχία για την Αθήνα»
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δύο γεωγραφικές περιοχές της χώρας έχουν εξαφανιστεί από τον χάρτη. Στη Θεσσαλία μάλιστα πολλές περιοχές παραμένουν πλημμυρισμένες και όλοι ανατριχιάζουμε στο τι θα δούμε όταν φύγουν τα νερά. Σε αυτές τις συνθήκες είναι άβολο να συζητάμε για χρήματα, ενισχύσεις και αποζημιώσεις. Όμως είναι σκληρό να μην έχει φτάσει ούτε ευρώ σε όλο αυτόν τον ξεσπιτωμένο κόσμο.
Θα μου πείτε ότι ο κ. Μητσοτάκης πήγε πριν από λίγες ημέρες στο Στρασβούργο και όλοι ακούσαμε από τηλεοράσεως την κ. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να λέει ότι θα βρει τρόπο να φτάσουν στην Ελλάδα 2,45 δισ. ευρώ. Όμως όλοι ξέρουμε ότι οι ζημιές σε Έβρο και Θεσσαλία ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ και τα χρήματα αυτά δεν φτάνουν. Επίσης, ακούσαμε ότι τα χρήματα αυτά θα προκύψουν από αλλαγή χρήσης ευρωπαϊκών κονδυλίων και ως εκ τούτου θα φτάσουν, αν φτάσουν, στην Ελλάδα το 2024.
Η ανησυχία μας έγινε ακόμα μεγαλύτερη ακούγοντας τον επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του κ. Μητσοτάκη, τον κ. Πατέλη, να δηλώνει ότι «οι δημοσιονομικοί στόχοι για την Ελλάδα παραμένουν αμετάβλητοι για το 2022, παρά την καταστροφή». Αυτό σημαίνει ότι οι πυρόπληκτοι και οι πλημμυροπαθείς δεν έχουν να περιμένουν σχεδόν τίποτα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το χειρότερο δε είναι ότι οι δαπάνες αποκατάστασης των κατεστραμμένων περιοχών θα υπόκεινται στον ευρωπαϊκό κόφτη του 2,5% που αφορά την αύξηση των κρατικών δαπανών. Με άλλα λόγια, τα μνημονιακής έμπνευσης μέτρα, που οδήγησαν στην κατάρρευση των κρατικών υποδομών και τελικά στην καταστροφή, θα ισχύσουν και για τα έργα αποκατάστασης.
Η ανησυχία γίνεται οργή, όταν ακούμε, σε αυτές τις συνθήκες, το κυβερνητικό αφήγημα για τις υποτιθέμενες κυβερνητικές επιτυχίες στο πεδίο της οικονομίας. Από τη μια αναλογιζόμαστε ότι αυτές οι «επιτυχίες» είναι που έφεραν τις καταστροφές και από την άλλη πόσο κενό γράμμα είναι όλα αυτά. Δεν μπορώ να μη σχολιάσω ότι η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η χώρα έχει αποθεματικά, το περιβόητο «μαξιλάρι», 35 δισ. ευρώ. Επιπλέον αυτών, ισχυρίζεται ότι θα συγκεντρώσει πρωτογενές πλεόνασμα 3 δισ. το 2023. Αλλά και αυτά να μη φτάσουν, έχει επενδυτική βαθμίδα και μπορεί να καταφύγει σε δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών που έχουν προκύψει για τους κατοίκους του Έβρου και της Θεσσαλίας αλλά και για τους υπόλοιπους ανθρώπους που δοκιμάζονται όλους αυτούς τους μήνες.
Όμως, αν ισχύουν όλα αυτά, γιατί ο κ. Μητσοτάκης τρέχει με απλωμένο χέρι στην κ. Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για 2,25 δισ., τα οποία δεν ξέρει αν και πότε θα φτάσουν στη χώρα; Αφού η χώρα θα εισπράξει αυτά τα χρήματα, γιατί δεν δεσμεύεται εδώ και τώρα ότι θα χρησιμοποιήσει άμεσα το ισόποσο από τα διαθέσιμα που λέει ότι έχει για την ανακούφιση του κόσμου;
Η απάντηση είναι σκληρή. Τα χρήματα αυτά είτε δεν υπάρχουν και είναι απλά μια λογιστική απαίτηση, όπως συμβαίνει με τα υποτιθέμενα πλεονάσματα, είτε είναι χρήματα που δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια τη χώρας να χρησιμοποιήσει, όπως συμβαίνει με το «μαξιλάρι». Το μαξιλάρι προορίζεται, βλέπετε, για την εξασφάλιση των δανειστών μας όσον αφορά τα ομόλογα που λήγουν, όχι για την εξασφάλιση των ταπεινών κατοίκων του Έβρου και της Θεσσαλίας. Όσο για την επενδυτική βαθμίδα, και που την πήραμε, τα επιτόκια (αποδόσεις) του ελληνικού δεκαετούς (4% περίπου) είναι 1,5% παραπάνω από τα γερμανικά επιτόκια.
Οι αντιφάσεις του κυβερνητικού αφηγήματος δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμό. Δεν γίνεται να αφήσουμε την τύχη μας σε ανθρώπους που λένε «τι καλά που πάει η οικονομία», όταν την ίδια ώρα καταστρέφονται περιοχές της χώρας μας. Που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα όποια διαθέσιμα έχει στη διάθεσή του το κράτος για να ανακουφίσουν τους πληγέντες. Που έχουν μετατρέψει τον δημόσιο διάλογο σε μια απέραντη επικοινωνιακή φάρσα αυτοπροβολής. Η οργάνωση από τα κάτω και η διεκδίκηση είναι πλέον η μοναδική άμυνα της κοινωνίας απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, που πάει πλέον χέρι χέρι με τον παραλογισμό.