Το ψευδοδίλημμα της Χάγης και το μετέωρο βήμα της κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά
Θέματα που αφορούν τον βαθύ πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Με την επίσκεψη του Γιώργου Γεραπετρίτη στην Άγκυρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να κινείται συστηματικά και μεθοδικά στη γραμμή που έχουν χαράξει οι υπερατλαντικοί σύμμαχοι στην Ουάσινγκτον και οι εταίροι στο Βερολίνο για αναζήτηση λύσης στα ελληνοτουρκικά, που θα οδηγήσει σε εξομάλυνση της κατάστασης στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ή προσπαθούν τουλάχιστον να πετύχουν ότι η Ελλάδα θα αρκεστεί στη μη πρόκληση εντάσεων στο Αιγαίο, ενώ όλες οι διεκδικήσεις θα παραμένουν στο τραπέζι, ώστε να διευκολυνθεί η επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με τη Δύση.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να πέφτει στην ίδια παγίδα που στήθηκε και επί κυβέρνησης Σημίτη.
Ο τελευταίος, προκειμένου να εξασφαλίσει, όπως νόμιζαν αυτός και οι συν αυτώ, την ηρεμία στο Αιγαίο, οδηγήθηκε στη Συμφωνία της Μαδρίτης και αργότερα στο Ελσίνκι, αναγνωρίζοντας «νόμιμα και ζωτικά» δικαιώματα της Τουρκίας και «συνοριακές διαφορές».
Και όλα αυτά ενώ συγχρόνως αποδεχόταν την παραμονή στο τραπέζι των «γκρίζων ζωνών» και του casus belli.
Έτσι και σήμερα, η κυβέρνηση, η οποία βλέπει τα προβλήματα της καθημερινότητας να φουντώνουν, ελπίζει ότι θα μπορέσει να εξαγοράσει από τον Ταγίπ Ερντογάν μια περίοδο ηρεμίας, δείχνοντας να αγνοεί πόσο έχει αλλάξει η Τουρκία την τελευταία 20ετία και ποιες είναι οι στρατηγικές στοχεύσεις της στην ευρύτερη περιοχή.
Η συμφωνία Μητσοτάκη – Ερντογάν στο Βίλνιους για αναβάθμιση των πολιτικών διαβουλεύσεων σε επίπεδο ΥΠΕΞ, προκειμένου να δρομολογηθεί η επανεκκίνηση των σχέσεων και να ξεκινήσει διάλογος ώστε να διερευνηθεί η δυνατότητα παραπομπής στη Χάγη της διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, έγινε με μοναδική εγγύηση από την Τουρκία ότι απλώς τα αεροπλάνα της δεν θα παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο για ένα διάστημα!
Έτσι, ο κ. Γεραπετρίτης ξεκινά στην Άγκυρα, στις 5 Σεπτεμβρίου, μια διαδικασία στα τυφλά, καθώς, χωρίς να έχει τη συνδρομή μιας ισχυρής ομάδας διπλωματών και εμπειρογνωμόνων, θα επιχειρήσει με τον πολύπειρο και πολυπράγμονα ομόλογό του Χακάν Φιντάν να βρει τρόπο ώστε να ξεπερασθεί το αδιέξοδο στο οποίο καταλήγουν οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες από το 1975 και μετά.
Όλη αυτή η διαδικασία ξεκινά, βεβαίως, έχοντας έστω και στην άκρη του τραπεζιού την ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, την αμφισβήτηση του δικαιώματος άμυνας των ελληνικών νησιών και την πλήρη αμφισβήτηση του Δικαίου της Θάλασσας και των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει στην Ελλάδα.
Πιθανότατα, η Αθήνα πιστεύει ότι κερδίζει χρόνο με μια διαδικασία που ξεκινά επισήμως στην Άγκυρα στις 5 Σεπτεμβρίου…
Όμως η πραγματικότητα είναι ότι σε αυτήν τη διαδικασία, η οποία δεν θα έχει από την αρχή ξεκάθαρους κανόνες, η Τουρκία είναι αυτή η οποία θα πετύχει τους δικούς της στόχους, νομιμοποιώντας τις διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν πρόκειται να αποδεχθεί συζήτηση πέραν των κόκκινων γραμμών της, που είναι βεβαίως η εθνική κυριαρχία.
Είναι δύσκολο, όμως, να αντιληφθεί κανείς πώς θα μπορούσε να υπάρχει συνέχεια μετά την 5η Σεπτεμβρίου, εφόσον η Τουρκία κάθε άλλο παρά δείχνει διατεθειμένη να αλλάξει πορεία και θέσεις.
Επισήμως και σε κάθε επίπεδο η Άγκυρα έχει δηλώσει ότι δεν αποδέχεται τη «μία διαφορά» στο Αιγαίο, αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να υπάρξει συνολική αντιμετώπιση αυτών που θεωρεί προβλήματα, και είναι οι μονομερείς διεκδικήσεις της έναντι της Ελλάδας.
Γιατί εάν στη συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν ο τούρκος ΥΠΕΞ, όπως είναι αναμενόμενο, επιμείνει σε αυτήν την αφετηριακή θέση, δεν θα υπάρχει κανένας απολύτως λόγος συνέχισης της διαδικασίας.
Εάν η Ελλάδα αποδεχθεί έστω και ατύπως και σε σενάριο εργασίας μια τέτοια συζήτηση, και μάλιστα σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, θα πρόκειται για μια τεράστια ανατροπή της πάγιας εθνικής πολιτικής που ακολουθείται από το 1974 και εντεύθεν, η οποία, εκτός των άλλων, δεν έχει και πολιτική νομιμοποίηση, ενώ περνάει τα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, μιας και αφορά τη διαπραγμάτευση εθνικής κυριαρχίας.
Εάν πράγματι υπήρχε διαφορετική διάθεση από την Τουρκία και είχε υπάρξει ουσιαστική ανατροπή στη μέχρι τώρα θέση της για εφ’ όλης της ύλης διάλογο και παραπομπή, υπό μορφή πακέτου, «όλων των προβλημάτων» στη Χάγη, θα αρκούσε μια απλή συνάντηση των ΥΠΕΞ των δύο χωρών, που θα έδιναν την εντολή στους εμπειρογνώμονες να συντάξουν το συνυποσχετικό για την παραπομπή της διαφοράς για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο.
Όμως, όπως όλα δείχνουν, η σημερινή κατάσταση απέχει πολύ από κάτι τέτοιο.
Εάν (όπως ελπίζουμε να ισχύει) η κυβέρνηση και η νέα ηγεσία του ΥΠΕΞ αντιλαμβάνονται ότι με τις παρούσες συνθήκες δεν υπάρχει προοπτική επίλυσης των ελληνοτουρκικών και ότι ο στόχος είναι απλώς η αγορά χρόνου, θα πρέπει επίσης να γίνει αντιληπτό ότι ο χρόνος αυτός είναι εξαιρετικά χρήσιμος για την ίδια την Τουρκία.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, σε μια περίοδο που προσπαθεί να ανασυντάξει την οικονομία της χώρας του και να προβάλει τον ηγετικό, αυτόνομο ρόλο της στην Ευρασία, στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική, αντιλαμβάνεται ότι όσο διάστημα «πουλάει» τη μη ένταση στο Αιγαίο και τη «φιλειρηνική προβιά» του εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας του.
Βρίσκει, επίσης, την ευκαιρία να επαναφέρει την απαίτησή του για παραχωρήσεις από την ΕΕ, παίζοντας το γνωστό παιχνίδι της απόσπασης ανταλλαγμάτων προκειμένου η Τουρκία να… παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο.
Επομένως, με τον χρόνο να κυλά έτσι, μπορεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να προστατεύεται από απρόβλεπτες και δύσκολα διαχειρίσιμες κρίσεις (όπως αποδείχθηκε από το «Oruc Reis» και μετά), ο Ερντογάν όμως εδραιώνει τη θέση του στην περιοχή και υποστηρίζει τη σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, χωρίς ο ίδιος να έχει προσφέρει τίποτε. Αντιθέτως, με τη διαδικασία που ξεκινά θα προβάλει όλο και πιο πειστικά σε συμμάχους και εταίρους τη «λογικοφανή» θέση ότι πρέπει η Ελλάδα να διαπραγματευθεί με την Τουρκία «όλα τα προβλήματα» στο Αιγαίο και όχι αποκλειστικά και μόνο το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Και αυτό θα φέρει τελικά σε εξαιρετικά δύσκολη θέση την κυβέρνηση, εφόσον πράγματι το εννοεί ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί θέματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ακόμη και οι ιδέες, που πολλές φορές κυριαρχούσαν στην ελίτ των Αθηνών, για μια μυστική διαπραγμάτευση που τα αποτελέσματά της θα επισφραγίζονταν και θα καλύπτονταν με μια απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης θα ήταν πιο εύπεπτες για την ελληνική κοινή γνώμη, αλλά είναι σαφές ότι δεν έχουν κανένα περιθώριο επιτυχίας!
Αν η Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία πρακτικά δεν έθιγε την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, προκάλεσε τέτοια παλλαϊκή αντίδραση, ας αναλογισθεί ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Γεραπετρίτης τι θα συμβεί με μια δρομολογημένη από τους ίδιους απόφαση της Χάγης, η οποία θα αναλάβει να κρίνει την κυριαρχία ελληνικών νησιών και βραχονησίδων, το δικαίωμα των ελληνικών νησιών στην άμυνά τους ή ακόμα και αυτό το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας για επέκταση των χωρικών της υδάτων. Θέματα που αφορούν τον βαθύ πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας…