Πορεία στα τυφλά στα ελληνοτουρκικά
Ο Μητσοτάκης βιάζεται να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου
–Ο κίνδυνος διαπραγματευτικών τετελεσμένων από την Τουρκία
Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
Με κορόνες περί «ιστορικής ευκαιρίας» και «νέας εποχής» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, Γεραπετρίτης και Φιντάν προσπάθησαν επιμελώς να κρατήσουν στο περιθώριο τις μεγάλες διαφορές που παραμένουν αναλλοίωτες στις διμερείς σχέσεις, προκειμένου να προβάλουν μια θετική εικόνα των σχέσεων, εν όψει και της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν τη μεθεπόμενη εβδομάδα στη Νέα Υόρκη.
Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών συναντήθηκαν κατ’ ιδίαν και στις δηλώσεις τους, όπου φρόντισαν να μη δεχτούν ερωτήσεις από δημοσιογράφους, παρουσίασαν μια σχεδόν ειδυλλιακή και γεμάτη προοπτικές εικόνα των διμερών σχέσεων, κάνοντας τον απλό παρατηρητή να νομίζει ότι παρακολουθεί συνέντευξη Τύπου των ΥΠΕΞ… Λουξεμβούργου και Βελγίου!
Θέλοντας να αποφύγουν προφανώς την επανάληψη του επεισοδίου στη συνάντηση Δένδια – Τσαβούσογλου, οι δύο ΥΠΕΞ, διαβάζοντας από γραπτά (και προφανώς συμφωνημένα) κείμενα, δήλωσαν ότι συζήτησαν για το Αιγαίο, το Μεταναστευτικό, το Κυπριακό, τις Μειονότητες, τη Λιβύη, τη Συρία, χωρίς όμως να κάνουν οποιαδήποτε αναφορά επί της ουσίας των θεμάτων. Ο κ. Γεραπετρίτης, μάλιστα, αρκέστηκε να απαντήσει ότι στην Ελλάδα υπάρχει ισονομία για τα μέλη της μειονότητας, όταν ο κ. Φιντάν ανέφερε ότι η Τουρκία έχει ικανοποιήσει τα… αιτήματα της «ρωμαίικης» κοινότητας, ενώ για το Κυπριακό ο έλληνας υπουργός αρκέστηκε να εκφράσει τη στήριξή του στην επανάληψη των συνομιλιών, χωρίς την οποιαδήποτε αναφορά στην πάγια θέση της Ελλάδας για συνομιλίες που θα έχουν στόχο την επίλυση του Κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΣΑ του ΟΗΕ και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, στο πλαίσιο μιας δικοινοτικής – διζωνικής ομοσπονδίας. Γιατί, δυστυχώς, η θέση απλώς και μόνο για στήριξη συνομιλιών δεν εκφράζει την εθνική γραμμή, μιας και η Τουρκία επιζητεί συνομιλίες, αλλά στη βάση των δύο κρατών.
Οι κ. Γεραπετρίτης και Φιντάν έθεσαν το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας που αποφάσισαν στο Βίλνιους οι κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν. Έτσι, μετά τη συνάντηση της Νέας Υόρκης θα υπάρξει έναρξη του πολιτικού διαλόγου στην Αθήνα, όπου επικεφαλής από ελληνικής πλευράς θα είναι η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, ενώ θα υπάρξει η διαδικασία των ΜΟΕ αλλά και η προώθηση της θετικής ατζέντας, που έχει αναλάβει ο έτερος υφυπουργός Κώστας Φραγκογιάννης, με στόχο να προετοιμαστεί μέχρι τέλος του χρόνου η συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας μεταξύ των δύο κυβερνήσεων στη Θεσσαλονίκη.
Από τις δηλώσεις των δύο ΥΠΕΞ δεν έλειψαν οι μεγαλοστομίες, και από τουρκικής πλευράς, για τη διάθεση καλών σχέσεων και επίλυσης των προβλημάτων μέσω «εποικοδομητικού διαλόγου» (!), αλλά επί της ουσίας δεν έχει διαφανεί καμιά αλλαγή που πραγματικά να δικαιολογεί τους χαρακτηρισμούς περί «ιστορικής ευκαιρίας» (Γιώργος Γεραπετρίτης) ή «νέας εποχής» (Χακάν Φιντάν).
Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται έτοιμη να μπει σε αχαρτογράφητα νερά, με μόνο εχέγγυο τη διακοπή υπερπτήσεων από την Τουρκία και τα «καλά λόγια» του Ταγίπ Ερντογάν τους τελευταίους μήνες.
Φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται τον λόγο για τον οποίον ο τούρκος ηγέτης έχει αλλάξει τακτική, καθώς βρίσκεται εν μέσω ενός μεγάλου παζαριού με Αμερικανούς και Ευρωπαίους, θέλοντας να αποσπάσει όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα, με την υπόσχεση ότι θα παραμένει στην τροχιά της Δύσης, παρά τον σφιχτό εναγκαλισμό του με τον Πρόεδρο Πούτιν, τη στενή σχέση με την Κίνα και το Ιράν και την εντελώς αυτονομημένη πολιτική του τόσο στο Ουκρανικό όσο και σε μια σειρά περιφερειακών κρίσεων.
Ο Ερντογάν προσπαθεί να πουλήσει προς τη Δύση και την «καλή διάθεσή» του έναντι της Ελλάδας και την πρόθεσή του να… επιλύσει τα προβλήματα με τη χώρα μας.
Αυτό το «στόρι» φάνηκε έτοιμη να το αγοράσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, η οποία, δυστυχώς, δεν φαίνεται να αρκείται στο μοναδικό όφελος που θα είχε, δηλαδή την παράταση αυτού του μορατόριουμ στο Αιγαίο, αλλά δείχνει έτοιμη να κάνει το επόμενο μετέωρο βήμα και να προσέλθει σε μια διαδικασία που αποτελούσε παγίως διαχρονική επιδίωξη της Τουρκίας: την πολιτική αντιμετώπιση και την πολιτική διαπραγμάτευση αυτών που η Τουρκία θεωρεί διαφορές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, έχοντας την ευθύνη των πολιτικών επαφών, θα αναλάβει και τη διεξαγωγή αυτών των διαπραγματεύσεων, που θα αντικαταστήσουν τις διερευνητικές επαφές. Με πρόσχημα ότι εκτός των τεχνοκρατών απαιτείται και πολιτική απόφαση σε κάθε στάδιο της διαδικασίας αυτής, η Ελλάδα σύρεται σε μια διαπραγμάτευση επί των διεκδικήσεων της Τουρκίας, η οποία πλέον δεν θα γίνεται από ομάδα τεχνοκρατών (που δεν δεσμεύουν με τις θέσεις τους τη χώρα) αλλά από επίσημο εκπρόσωπο της Ελληνικής Πολιτείας!
Η κυβέρνηση έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να εξηγήσει, όπως θα όφειλε, τι ακριβώς σημαίνει ο πολιτικός διάλογος με την Τουρκία και εάν σε αυτόν τον διάλογο δεν θα δεχθεί, ρητά και κατηγορηματικά, να τεθούν στο τραπέζι των συνομιλιών θέματα που αφορούν την ελληνική κυριαρχία.
Τι διαφορετικό θα προσφέρει η δυνατότητα άμεσης λήψης αποφάσεων σε έναν διάλογο που η Τουρκία θέτει βεβαίως όχι μόνο θέματα οριοθέτησης (που και αυτά είναι προβληματικά, καθώς κινούνται εκτός πλαισίου του Δικαίου της Θάλασσας) αλλά και παρεμπίπτοντα ζητήματα, όπως είναι οι «γκρίζες ζώνες», ο εναέριος χώρος και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών; Άραγε, το πρόβλημα μέχρι τώρα, και μετά από δύο δεκαετίες διερευνητικών συνομιλιών, ήταν η απουσία από τις διαπραγματεύσεις πολιτικού εκπροσώπου της εκτελεστικής εξουσίας, που θα λάμβανε αποφάσεις; Τι θα έκανε, δηλαδή, ένας υπουργός ή ένας υφυπουργός Εξωτερικών όταν η τουρκική πλευρά θα έθετε όλα αυτά τα θέματα στο τραπέζι; Και μόνο η συζήτησή τους σε πολιτικό και όχι σε τεχνοκρατικό επίπεδο θα δημιουργούσε ένα σοβαρό τετελεσμένο εις βάρος των συμφερόντων της χώρας.
Η κυβέρνηση μπαίνει σε ένα πραγματικά σκοτεινό μονοπάτι είτε πιστεύοντας πραγματικά ότι μπορεί να βρεθεί λύση στα ελληνοτουρκικά, με παρούσες στο τραπέζι τις τουρκικές διεκδικήσεις, το casus belli, τις «γκρίζες ζώνες» και τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, είτε ελπίζοντας ότι θα αγοράσει χρόνο. Και στις δύο περιπτώσεις το κόστος θα είναι μεγάλο για την Ελλάδα και η κυβέρνηση θα πρέπει να προετοιμάζεται για την επόμενη ημέρα της κατάρρευσης αυτής της διαδικασίας με υπαιτιότητα της Τουρκίας, που θα αφήσει πίσω της, όμως, οδυνηρά τετελεσμένα για τη χώρα μας.