Η Ελλάδα μπροστά σε παλαιές και νέες προκλήσεις

Η Ελλάδα μπροστά σε παλαιές και νέες προκλήσεις


Γράφει ο
ΠΕΡΙΚΛΗΣ  ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.


Το φετινό καλοκαίρι θα μείνει άσβηστο στη συλλογική μνήμη από τις απίστευτες φωτιές που κατέκαψαν ολόκληρη την Ελλάδα, με κορυφαία καταστροφή τη 15ήμερη φωτιά στη Θράκη. Καταριθμήθηκαν πάνω από οκτακόσιες φωτιές σ’ όλη τη χώρα και η εξήγησή τους με την κλιματική αλλαγή δεν είναι ούτε λογική ούτε πειστική.

Η χώρα έδωσε την εντύπωση ότι υπέστη υβριδικό πόλεμο. Το λυπηρό στην περίπτωση αυτή είναι η αδυναμία της χώρας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτήν την πρόκληση, οποιαδήποτε κι αν είναι η αιτία των πυρκαγιών. Δεν είναι, προφανώς, η πρώτη φορά που η χώρα καίγεται. Η εφετινή όμως διάσταση υπερέβη κάθε άλλη, ενώ θα ανέμενε κανείς ότι, με τη συσσώρευση της πείρας των προηγούμενων ετών και με την υποτιθέμενη καλύτερη προετοιμασία, η αντιμετώπιση των πυρκαγιών θα ήταν και καλύτερη και αποτελεσματικότερη.

Είναι παρήγορο, πάντως, ότι, αναλογικά με το μέγεθος των πυρκαγιών, ήταν περιορισμένες οι απώλειες ανθρώπινων ζωών. Αυτό όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως άλλοθι για την αποτυχία της προστασίας των δασών και του περιβάλλοντος της χώρας, ούτε, χειρότερα ακόμη, να αναγορεύεται ως πολιτική η προστασία μόνο των οικισμών και να εγκαταλείπεται ουσιαστικά στην καταστροφή το δάσος και το περιβάλλον.

Σε ό,τι αφορά το δέον γενέσθαι για το μέλλον, είναι προφανές ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην πρόληψη και τη συνεχή επιτήρηση, με τη συστηματική χρήση μη επανδρωμένων αεροχημάτων, τα οποία μπορούν να ανιχνεύουν σε πραγματικό χρόνο την εκδήλωση μιας φωτιάς ή την απαρχή ενός εμπρησμού και να κινητοποιούν άμεσα τα πυροσβεστικά μέσα. Η κατάσβεση μιας πυρκαγιάς είναι εύκολη και εφικτή στο αρχικό στάδιο της εκδηλώσεώς της. Όταν αφεθεί ανεξέλεγκτη να προσλάβει μέτωπο πολλών χιλιομέτρων, οποιαδήποτε πυροσβεστικά μέσα είναι ανεπαρκή για την αντιμετώπισή της. Μόνη εξαίρεση είναι το Ρωσικό πυροσβεστικό αεροσκάφος Beriev, που είναι ικανό να μεταφέρει τεράστια ποσότητα νερού. Η κάθετη, όμως, αντι-Ρωσική πολιτική της κυβερνήσεως, με αφορμή τον πόλεμο της Ουκρανίας, απέκλεισε κάθε σκέψη για την προμήθεια ή την ενοικίασή του.

Απομένουν, βεβαίως, πολλά να γίνουν στον τομέα της πολιτικής και της πρακτικής οργανώσεως της δασοπυροσβέσεως. Η ιδέα της αναθέσεως της δασοπυροσβέσεως στην Πυροσβεστική, που είναι εξειδικευμένη για την κατάσβεση πυρκαγιών σε αστικούς χώρους, είναι λάθος. Η δασοπυρόσβεση πρέπει να είναι οργανικό μέρος ενός συνολικού συστήματος δασοπροστασίας, το οποίο συντρέχει επικουρικά και η πυροσβεστική. Η δασοπροστασία, όπως το υπονοεί το όνομά της, περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη πολιτική για το δάσος, που ασκείται ολόχρονα και προετοιμάζει, μεταξύ άλλων, τα μέσα και τις υποδομές για την προστασία από πυρκαγιές.

Ένα νέο στοιχείο, που καθίσταται πρόδηλο και επιτακτικό από τις καταστροφές των δασών και του περιβάλλοντος των τελευταίων ετών, είναι η ανάγκη απαντήσεως στην καταστροφή με μαζικές αναδασώσεις, εκεί που χρειάζονται. Αυτό σημαίνει πως πρέπει, πρώτ’ απ’ όλα, τα καμένα να προστατευθούν και να μη μετατραπούν σε οικόπεδα ή γήπεδα για δήθεν πράσινη ανάπτυξη, χωρίς πράσινο. Σημαίνει, κατά δεύτερο, ότι εκεί που δεν αναμένεται φυσική αναγέννηση του δάσους θα πρέπει να αναληφθούν προγράμματα μαζικών αναδασώσεων. Οι προσεχείς Δημοτικές και Περιφερειακές εκλογές είναι μια ευκαιρία ώστε υποψήφιοι Δήμαρχοι και Περιφερειάρχες να διακηρύξουν τέτοια προγράμματα και να διαπαιδαγωγήσουν το κοινό προς αυτήν την κατεύθυνση.

Δεν πρόλαβε η χώρα να βγάλει στεναγμό ανακουφίσεως από τη δοκιμασία της φωτιάς και ήρθε μια νέα πρόκληση, με τις πρωτοφανείς πλημμύρες, στο τέλος του καλοκαιριού. Από μια άποψη, τα δύο φαινόμενα, της φωτιάς και της πλημμύρας, είναι αλληλένδετα. Και αν δεν μεσολαβούσε η καταιγίδα «Δανιήλ», οι πλημμύρες θα ήταν πάλι στην επικαιρότητα, κατά τους προσεχείς μήνες, λόγω της αποψιλώσεως των βουνών από τις πυρκαγιές. Το μέγεθος της καταιγίδας αυτής της εβδομάδας υπερβαίνει κατά πολύ τα προβλήματα της ανεπάρκειας των πολιτικών και των υποδομών. Είναι μια εικόνα που συνδέεται με μια σοβαρή διαταραχή του κλίματος και των καιρικών συνθηκών, για την οποία, όσο δύσκολο και αν είναι, πρέπει η χώρα να προβληματισθεί σοβαρά και να προετοιμασθεί.

Κοντά στις φυσικές καταστροφές, η χώρα είναι μονίμως αντιμέτωπη, δυστυχώς, και με άλλες προκλήσεις, που συνδέονται με την εθνική της ασφάλεια και τη διαχείριση των εθνικών της θεμάτων. Έλαβε χώρα, προσφάτως, η συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν για να προετοιμάσει έναν οδικό χάρτη συναντήσεων, συνομιλιών και Μέτρων Οικοδομήσεως Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ), με στόχο την προώθηση λύσεων στα Ελληνοτουρκικά θέματα, με κύρια επιδίωξη την παραπομπή στη Χάγη της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα. Η τελευταία είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζει η Ελληνική πλευρά. Στο πνεύμα αυτό, η συνάντηση είχε επίσης ως στόχο την προετοιμασία της συναντήσεως Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, με την ευκαιρία της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ.

Έγινε προσπάθεια και από τις δύο πλευρές να διατηρηθεί ένα καλό κλίμα και απεφεύχθησαν δηλώσεις που θα μπορούσαν να οξύνουν τα πράγματα και να σκιάσουν εξαρχής τις προοπτικές. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών έδωσε με Λακωνικό και κωδικό τρόπο την ουσία των Τουρκικών διεκδικήσεων. Προέβαλε το σύνθημα «δίκαιος διαμοιρασμός» στο Αιγαίο και «συζήτηση χωρίς όρους».

Μίλησε επίσης, αναφερόμενος στη Θράκη, για «ομογενείς», ο εστί μεθερμηνευόμενο ότι οι Μουσουλμάνοι της Θράκης είναι Τούρκοι. Αν αποκωδικοποιήσει κανείς τα συνθήματα του «δίκαιου διαμοιρασμού» και της «συζητήσεως χωρίς όρους», είναι προφανές ότι παραπέμπουν στις γνωστές Τουρκικές θέσεις «ελάτε να μοιράσουμε ‘‘δίκαια’’ την Ελληνική υφαλοκρηπίδα», εφόσον, κατά την Τουρκική άποψη, τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα. Σημαίνουν επίσης συζήτηση-παζάρι, εκτός του πλαισίου του διεθνούς θαλασσίου δικαίου.

Η Τουρκία ενδιαφέρεται, ασφαλώς, για μια ύφεση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις στη σημερινή συγκυρία. Είναι σε δύσκολη θέση από οικονομική άλλα και στρατηγική άποψη. Επιδιώκει, στον διαπραγματευτικό αυτό γύρο, να απομονώσει την Κύπρο για να προωθήσει εκεί το σχέδιο επιβολής λύσεως δύο κρατών. Να ολοκληρώσει, χωρίς ενστάσεις και εμπόδια από την Ελλάδα, την αναβάθμιση της τελωνειακής ενώσεως και την προώθηση γενικά των Ευρω-Τουρκικών σχέσεων. Να αποδεσμεύσει τα F-16 και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, προβάλλοντας τη διαδικασία προσεγγίσεως με την Ελλάδα. Να προωθήσει, τέλος, όσο μπορεί, την αναγνώριση από την Ελλάδα, έστω σιωπηρά, των αξιώσεών της για τα χωρικά ύδατα και την υφαλοκρηπίδα – ΑΟΖ.

Τι επιδιώκει η Ελληνική πλευρά, με τη σημερινή κυβέρνηση; Πιστεύει, πραγματικά, ότι η Άγκυρα είναι διατεθειμένη να παραιτηθεί από οποιαδήποτε από τις αυθαίρετες αξιώσεις της;

Έχει συνειδητοποιήσει η σημερινή κυβέρνηση πού οδηγεί η φρενήρης ανάπτυξη της Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, που αντιμετωπίζεται μέχρι τώρα με απάθεια και αδράνεια από την Ελληνική πλευρά;

Γι’ αυτήν όμως την πρόκληση, όπως και για την καλπάζουσα λαθρομετανάστευση, παρά τις δήθεν πολιτικές αποτροπής, θα αναφερθούμε στο επόμενο άρθρο μας.


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ