Η Θράκη, πεδίο μάχης ασύμμετρων συγκρούσεων
Του
Δρος ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΣΤ. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗ
Βουλευτή ΝΔ Ροδόπης, πρώην Υπουργού,
Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου
Από το 2020 άρχισε να διαφαίνεται η σταδιακή μεταβολή της Θράκης σε πεδίο ασύμμετρων συγκρούσεων και υβριδικών απειλών από δυνάμεις που ποτέ δεν δέχτηκαν την επιτυχία και την πληρότητα του μοντέλου ανοιχτής διαπολιτισμικής κοινωνίας που λειτουργεί στην περιοχή.
Σε έναν βαθμό, δυστυχώς δικαιώθηκαν οι αναλύσεις και οι προβλέψεις που έκανα με τη μελέτη μου, που δημοσιεύτηκε το 2016, με τίτλο «Θράκη: Το επόμενο βήμα…», από τις Εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ, την οποία βεβαίως είχα ολοκληρώσει νωρίτερα, έχοντας μελετήσει διαχρονικά την τουρκική παρεμβατικότητα στην περιοχή αλλά και τις επιτυχημένες ή αποτυχημένες πολιτικές των μεταπολιτευτικών ελληνικών κυβερνήσεων, που σε κάθε περίπτωση, δυστυχώς, χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα και απουσία συνέχειας και συνέπειας, δηλαδή από έλλειψη «στρατηγικού βάθους», που θα έλεγε και ο Αχμέτ Νταβούτογλου.
Το 2020 εργαλειοποιήθηκε το Μεταναστευτικό και χρησιμοποιήθηκε όλο το διεθνές δίκτυο λαθροδιακινητών, σε μια προσπάθεια, μέσω του Έβρου και της Θράκης, να δημιουργηθεί μια ανεξέλεγκτη δίοδος παράνομων μεταναστών προς την Ελλάδα και την Ευρώπη. Στόχος, εκτός από τη διεθνή κερδοσκοπία εμπορίας ανθρώπων, που ξεπέρασε το εμπόριο όπλων και ναρκωτικών σε τζίρους, η αποσταθεροποίηση και η συκοφάντηση της Ελλάδας και η κατάρρευση των εθνικών και ευρωπαϊκών συνόρων, με τραγικές επιπτώσεις στην άμυνα και στην ασφάλεια της πατρίδας. Αιφνιδιάζοντας τους αιφνιδιαστές, η Θράκη άντεξε και σήκωσε πραγματικά στις πλάτες της όλο το βάρος, χάρη στον δυναμισμό και στην αποφασιστικότητα του ακριτικού Ελληνισμού, που σε δεύτερο χρόνο στηρίχτηκε συγκροτημένα από το κράτος και την ΕΕ.
Την περίοδο των περιορισμών της Covid-19 επιδιώχθηκε, για λόγους υγειονομικής ασφάλειας, ο απόλυτος αποκλεισμός της περιοχής με σφράγισμα των συνόρων. Χρειάστηκε δυναμική αντίδραση από πλευράς μας για να συνειδητοποιηθεί εντέλει από την Αθήνα η ανάγκη ανοίγματος του Συνοριακού Σταθμού της Νυμφαίας στην Κομοτηνή, που με 1,9 εκατομμύρια διελεύσεις ΙΧ αυτοκινήτων, αλλά χωρίς πούλμαν, επειδή απαγορεύονται, κράτησε οικονομικά όρθιους τους παράκτιους νομούς της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, συγκρατώντας σημαντικό μέρος του νέου πληθυσμού, που είχε αρχίσει να φυλλορροεί προς το εξωτερικό λόγω ανεργίας.
Κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης και των επιπτώσεων που αυτή είχε στο επίπεδο διαβίωσης των κατοίκων της περιοχής λόγω και των καιρικών συνθηκών, πολλές επιχειρήσεις δεν άντεξαν, παρά τις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης.
Η Διακομματική Επιτροπή της Βουλής επιχείρησε να διορθώσει την απουσία στοχευμένων πολιτικών ειδικά για την ευαίσθητη Θράκη, κάτι που όμως δεν πρόλαβε να λειτουργήσει, με αποτέλεσμα την απώλεια ενός ακόμα σημαντικού τμήματος του ενεργού πληθυσμού. Δεν λειτούργησαν νέες σχολές στο Δημοκρίτειο, όπως η Εργοθεραπεία στην Κομοτηνή, που είχαν εξαγγελθεί προεκλογικά, δεν ενισχύθηκε το ΔΠΘ για να μη χαλάσει η ισορροπία με τους καθηγητάδες, που ήθελαν την ένταξη κάποιων τμημάτων στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, δεν εντάχθηκε κανένα έργο, όπως το φράγμα του Ιάσμου, στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», παρά την ύπαρξη ώριμων μελετών, κ.λπ. Εγκληματική αμέλεια, γραφειοκρατική καθυστέρηση, πολιτική αδιαφορία;
Ό,τι κι αν ισχύει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και ελπίζουμε γρήγορα να διορθωθεί από τους αρμόδιους.Η Θράκη βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δημογραφική απειλή και με τη σταδιακή ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των σύνοικων στοιχείων, χριστιανών και μουσουλμάνων, που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί απαράδεκτα η τουρκική παρεμβατικότητα. Το θράσος, η συστηματικότητα και η ψυχολογική κυριαρχία του τουρκικού κράτους και παρακράτους στην περιοχή στοχεύουν στην εργαλειοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας και, με εμβληματικές ή ουσιαστικές κινήσεις, στην εδραίωση μιας αντίληψης «συνδιοίκησης» εντός της ακριτικής ελληνικής επικράτειας.
Το νοσηρό αυτό κλίμα επιδοτείται επικίνδυνα από απαράδεκτες συμπεριφορές χριστιανών αυτοδιοικητικών αρχόντων ή επίδοξων αρχόντων, όλων των πολιτικών αποχρώσεων, που για μια χούφτα ψήφους δεν διστάζουν να τινάξουν στον αέρα κάθε εθνική αναπτυξιακή πολιτική, χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσους στην επικοινωνία τους με τους έλληνες μουσουλμάνους ψηφοφόρους ακόμα και τουρκικούς ή τουρκοκίνητους μηχανισμούς.
Οι φωτογραφίες με ψευδομουφτήδες, οι δημόσιες εμφανίσεις με τον τούρκο πρόξενο, οι βουβές-μουγκές και μοιραίες παρουσίες αιρετών σε δημόσιες εκδηλώσεις της μουσουλμανικής μειονότητας, που ανέχονται ή νομιμοποιούν απειλητικές και περιφρονητικές συμπεριφορές της τουρκικής διπλωματίας προς μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου, χριστιανούς ή μουσουλμάνους, αποθρασύνουν την άλλη πλευρά και δημιουργούν την αίσθηση της απουσίας ή της αδιαφορίας της κρατικής διοίκησης για την περιοχή.
Αυτό το πρωτόγνωρο φαινόμενο δεν το προσπερνά καθόλου αδιάφορα η θρακιώτικη κοινωνία, η οποία βίωσε έντονα στις τελευταίες εκλογές τη σκληρή δημόσια αντιπαράθεση του έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για τον προσδιορισμό της μειονότητας και την προκλητική εκλογική παρεμβατικότητα των τουρκικών μηχανισμών στη Θράκη. Οι Θρακιώτες αναμένουν τη συνέχεια αυτής της πολιτικής με πράξεις και έργα.
Το τοπίο επιδεινώθηκε πρόσφατα με τη μέγα πυρκαγιά, που ξεκίνησε από τη Δαδιά του Έβρου και έφτασε να απειλεί ακόμα και οικισμούς της Δυτικής Ροδόπης. Δεκαέξι μέρες πύρινης κόλασης, που κατέστρεψε μια σπάνια φύση, καθώς και αρκετές περιουσίες. Η Πολιτεία έσπευσε με όλες της τις δυνάμεις να αντιμετωπίσει τις φωτιές και να αποζημιώσει τους πληγέντες. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό προς διερεύνηση: Πώς γίνεται δεκάδες μέτωπα φωτιάς να ανάβουν το ένα μετά το άλλο σε μεγάλη απόσταση, τη στιγμή ακριβώς που οι καιρικές συνθήκες επιδεινώνονται πολύ, διασπώντας τις εναέριες δυνάμεις και εξαντλώντας τα πεζοπόρα τμήματα της Πυροσβεστικής και των εθελοντών;
Πόσο συμπτωματικό είναι οι εστίες να αναπτύσσονται κατά μήκος των ορεινών μονοπατιών, από όπου διέρχονται μαζικά οι παράνομες μεταναστευτικές ροές, και την ίδια ώρα κυκλώματα λαθροδιακινητών να εισέρχονται επαναλαμβανόμενα στο αντίθετο ρεύμα της Εγνατίας Οδού, συνιστώντας απειλή για τους διερχόμενους και προκαλώντας θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα; Πόσο απειλητικές καθίστανται πυρκαγιές που ξεσπούν δίπλα σε στρατόπεδα, αποθήκες πυρομαχικών ή αποψιλώνουν αμυντικές θέσεις του 4ου Σώματος;
Πόσο σοβαροί μπορεί να είναι κάποιοι τοπικά αρμόδιοι, ένστολοι ή μη, όταν εξωραΐζουν την κατάσταση, εμφανίζοντας τα πάντα ιδανικά καμωμένα, «τις παράνομες διελεύσεις να μειώνονται, τις συλλήψεις να αυξάνονται, τις ανάγκες να καλύπτονται» (sic). Εδώ χρειάζεται σε βάθος έρευνα, όπως άλλωστε είπε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη Βουλή, από όλες τις κρατικές υπηρεσίες. Τόσες πολλές συμπτώσεις σε μια τόσο περίεργη συγκυρία;
Από τη στιγμή που η ελληνική κυβέρνηση επιδίωξε, και ορθώς, τη γεωστρατηγική και αναπτυξιακή αναβάθμιση της Θράκης ως εμπορικού, γεωπολιτικού και ενεργειακού bypass του Βοσπόρου, συμμαχώντας στρατηγικά με τον αμερικανικό παράγοντα και δίνοντας ενεργό ρόλο στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, κάποιοι ενοχλήθηκαν και φυσικά δεν το έκρυψαν. Ποιοι είναι αυτοί; Είναι κράτη; Είναι διεθνή δίκτυα; Είναι κυκλώματα εκμετάλλευσης ανθρώπων; Την απάντηση πρέπει να τη δώσουν αυτοί που ξέρουν και έχουν την αρμοδιότητα. Οι Θρακιώτες δεν προσχωρούμε επ’ ουδενί σε θεωρίες συνωμοσίας. Ούτε όμως μπορούμε να προσπερνούμε αδιάφορα την «πυρπόληση» της πατρίδας μας και τη μετατροπή της σε «ξέφραγο αμπέλι» και σε πεδίο σύγκρουσης διεθνών και διακρατικών συμφερόντων ή παγκόσμιων εγκληματικών κυκλωμάτων λαθροδιακινητών και εμπόρων ανθρώπινων ψυχών.
Η Θράκη χρειάζεται το έμπρακτο ενδιαφέρον της Πολιτείας σε όλα τα επίπεδα. Συνεχώς, συστηματικά και στη βάση μια ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, όχι αποσπασματικά, όχι πρόχειρα και, κυρίως, όχι μόνο προεκλογικά.
Η ευθύνη όλων καθίσταται μεγαλύτερη, όσο οι απειλές εκδηλώνονται με αυξημένη ένταση, με διαφορετικούς τρόπους και σε καινούρια πεδία. Η θρακιώτικη κοινωνία, οι ακρίτες της Ελλάδας και της ΕΕ ζητούν από τον πρωθυπουργό να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλίες, όπως έπραξε στο παρελθόν, συντονίζοντας αποτελεσματικά την εφαρμογή μιας ολιστικής εθνικής πολιτικής στην περιοχή και αφουγκραζόμενος τη φωνή της τοπικής κοινωνίας.