Ο κοινωνικός ρόλος της αξιοπιστίας – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
[email protected]
Ο λαός έχει μια περίφημη φράση: «Καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Ο χαρακτηρισμός «αναξιόπιστος» έχει μεγαλύτερο κόστος από εκείνο της απώλειας της πιο σημαντικής αισθήσεως, της όρασης.
Το 2010 η χώρα μας χαρακτηρίστηκε από τους πιστωτές της ως αναξιόπιστη. Δεν είχαν άδικο. Άλλα λέγαμε ότι ίσχυαν και άλλα μετρούσαμε. Η αναξιοπιστία της επιβαρύνθηκε ιδιαίτερα, όμως, όταν στην προσπάθεια των πιστωτών να οδηγήσουν την αναξιόπιστη Ελλάδα σε ένα επίπεδο μελλοντικής αξιοπιστίας, η συμπεριφορά μας χαρακτηρίστηκε από υπεροψία. Οι σύμβουλοι του τότε υπουργού Οικονομικών Ευ. Βενιζέλου (M. Gulati και J. Zettelmeyer) πρότειναν σκληρή γραμμή: πλήρη διαγραφή του δημοσίου χρέους, με βάση το ότι το μεγαλύτερο τμήμα των δανείων ακολουθούσε το εθνικό δίκαιο. Η άποψη των πιστωτών ήταν αντίθετη. Ο Charles Dallara αντιπρότεινε διεθνή διακανονισμό με διαγραφή του 72% του χρέους, αναδιάρθρωση του υπόλοιπου 28% και πρόγραμμα με εγγύηση την Ευρωζώνη (σύντομα θα κυκλοφορήσει το βιβλίο στα αγγλικά και θα μάθουμε λεπτομέρειες). Ευτυχώς, ο Ευ. Βενιζέλος πήρε τη σωστή απόφαση να ακολουθήσει μια διαδικασία αποκαλούμενη και «ρήτρα καθολικής δράσης».
Δυστυχώς, η υψιπετής ελληνική λογική επέστρεψε την περίοδο Γ. Βαρουφάκη, όταν προτείναμε να διαπραγματευτούμε και πάλι, γεγονός που διορθώθηκε με την περίφημη ΣΥΡΙΖΑϊκή «κυβίστηση».
Από εκείνη τη στιγμή το 2015 μέχρι σήμερα ζούμε την προσπάθεια της χώρας να ανατρέψει τις προσδοκίες των πιστωτών και να μετατρέψει το αναξιόπιστη χώρα σε αξιόπιστη. Στον χρόνο που διέρρευσε (2010 – 2023), παράλληλα με την αξιοπιστία προστέθηκε και η έννοια «ανθεκτικότητα». Για να είναι η Ελλάδα μέλος της Ευρωζώνης, δεν απαιτείται να είναι μόνο αξιόπιστη στη διαχείριση του δημοσίου χρέους αλλά και ανθεκτική. Στα χρόνια που θα έρθουν θα μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος;
Ανθεκτική είναι μια χώρα όταν μπορεί να πείσει τους πιστωτές της ότι, αν συμβεί μια ισχυρή διαταραχή, έχει την ικανότητα με κάποιο κόστος να την ξεπεράσει και να μην την πιάσει «πανικός». Στην ουσία, να ξαναανακαλύψει τον εαυτό της. Όταν, δηλαδή, μπορεί εκ των υστέρων να ανασχεδιάσει την πορεία της ώστε να επανέλθει στον δρόμο της αξιοπιστίας.
Αντί, λοιπόν, να μιλάμε για επενδυτική βαθμίδα, ας εξετάσουμε πώς προσδιορίζεται από τους πιστωτές το ότι μια χώρα είναι αξιόπιστη και παράλληλα ανθεκτική για να αντεπεξέλθει στους δημοσιονομικούς κινδύνους.
Ένα πρώτο κριτήριο είναι να μπορεί να αποπληρώνει τους τόκους που απαιτούνται για να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος και ένα δεύτερο να αναπτύσσεται περισσότερο από την αύξηση του χρέους. Το πρώτο γιατί δεν θέλουν να γίνονται οι απλήρωτοι τόκοι νέο χρέος και το δεύτερο γιατί, αν το νέο χρέος αυξάνεται ποσοστιαία λιγότερο από το ονομαστικό ΑΕΠ, μειώνεται ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ. Υπογραμμίζουμε, μάλιστα, ότι αυτό που ενδιαφέρει κάθε πολίτη είναι να στηρίζει την προσωπική του αξιοπιστία στην εθνική, αφού μια αναξιόπιστη Ελλάδα ουσιαστικά σημαίνει πολίτης χωρίς μάτια.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο υπουργός Οικονομικών –ο Κ. Χατζηδάκης εν προκειμένω– είναι ένας απλός οικογενειάρχης που συζητάει με τη γυναίκα του πώς θα τα βγάλουν πέρα. Ο υπολογισμός είναι απλός για την –όπως οι περισσότερες γυναίκες– συντηρητική σύζυγο. Τόσα τα έσοδα, μείον τα έξοδα, χωρίς τους τόκους για το κατασκευαστικό δάνειο, υπάρχει και ένα υπόλοιπο. Αν με αυτό το υπόλοιπο μπορούμε να αποπληρώσουμε τους τόκους των δανείων και περισσεύει και κάτι, μπορούμε ή να δημιουργήσουμε άλλες δαπάνες ή να αποταμιεύσουμε.
Αν δεχθούμε ότι ο κάθε υπουργός Οικονομικών λειτουργεί με αυτό το σκεπτικό, εύκολα δεχόμαστε ότι, αν οι τόκοι αποπληρώνονται και δεν προσθέτουν νέο χρέος, ο συγκεκριμένος υπουργός – οικογενειάρχης είναι αξιόπιστος. Όσο η Ελλάδα υπάρχει και αναπτύσσεται τόσο ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών θα είναι αξιόπιστος. Αν, μάλιστα, η αξία της Ελλάδας αυξάνεται σταθερά, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στο μέλλον η εθνική οικονομία θα παραμένει ανθεκτική στις όποιες διαταραχές, αρκεί έγκαιρα να αναπροσαρμόζει κατάλληλα την πολιτική της.
Σύμφωνα με τα γνωστά στοιχεία, η χώρα, σε μακροχρόνιο ανάπτυγμα, χωρίς διαταραχές και με συντηρητική συμπεριφορά, θα έχει σε ετήσια βάση περίπου 6 δισ. αποπληρωμή τόκων. Για φέτος, συγκεκριμένα, οι τόκοι είναι 5 δισ. και από το περίσσευμα είχαν αποπληρωθεί μέχρι τον Ιούλιο τα 3,5 δισ. Δηλαδή, στην πλέον ισχυρή για έσοδα περίοδο Αυγούστου – Δεκεμβρίου απαιτείται πλεόνασμα 1,5 δισ. Η πλέον συντηρητική πρόβλεψη είναι για 2,5 με 3 δισ., ιδιαίτερα αν υπολογιστεί το έσοδο από τον τουρισμό. Απλή διαχείριση, χωρίς να υπολογίζουμε έκτακτα έσοδα από πώληση περιουσιακών στοιχείων, όπως δίκτυα, λιμάνια και δρόμους, αφού άλλωστε αυτά πάνε για αποπληρωμή του υπάρχοντος χρέους. Με βεβαιότητα, λοιπόν, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον για το 2023 η χώρα ανακτά την αξιοπιστία της στο δημόσιο λογιστικό.
Πόσο ανθεκτική είναι, όμως, η οικονομία στις εθνικές και διεθνείς διαταράξεις και πόσο αξιόπιστη στο να κινηθεί με σοβαρότητα στη συνετή πορεία που επιβάλλεται για κάθε χώρα στη ζώνη ενός ισχυρού νομίσματος όπως το ευρώ;
Ποια δεδομένα την κατατάσσουν στην κατηγορία των αξιόπιστων και συνάμα ανθεκτικών οικονομιών;
Θα συνεχίσει να έχει δημοσιονομικό πλεόνασμα και στο μέλλον, κι αν ναι, ποιες είναι εκείνες οι πηγές που το εξασφαλίζουν σε μόνιμη βάση;
1.Η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ ταχύτερα από την αύξηση του χρέους. Αν, για παράδειγμα, το χρέος παραμένει σταθερό, ή ακόμη και μειούμενο, και το ονομαστικό ΑΕΠ αυξάνεται, η οικονομία καθίσταται όλο και περισσότερο ανθεκτική.
2.Η αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ είναι προφανές ότι αυξάνει τα έσοδα. Με αμετάβλητους τους φορολογικούς συντελεστές, η απόδοση θα είναι σημαντική, ανεξάρτητα από την αύξηση του κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών από το Δημόσιο.
3.Η συμβολαιοποίηση του ιδιωτικού χρέους προς το Ελληνικό Δημόσιο. Γράφτηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο απαιτεί συνολικά 124,5 δισ. από χρέη προς αυτό και προσαυξήσεις. Όση κι αν είναι η διαγραφή, δεν είναι δυνατόν να είναι 124,5 δισ. Ένα τμήμα αυτής θα γίνει μακροχρόνια απαίτηση, που ή θα αποπληρωθεί εντόκως ή θα ρευστοποιηθούν οι εξασφαλίσεις για να αποπληρωθεί το υπόλοιπο.
4.Ετησίως το Δημόσιο χάνει περίπου 8 – 10 δισ. από τα νόμιμα φορολογικά έσοδα. Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ο διαρκής αγώνας για μείωση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής είναι δεδομένο ότι θα αποδώσουν νέους πόρους. Δεν θα ήταν υπερβολή να δεχθούμε ότι σε ωρίμαση αυτό το ποσό μπορεί να είναι και 2 δισ. ετησίως. Δηλαδή, το 30% από το ετήσιο επιτοκιακό κόστος. Δεν είναι και λίγα.
5.Τέλος, για τουλάχιστον 4 – 5 χρόνια ακόμη η κυβέρνηση θα συνεχίσει να εισπράττει έσοδα από την αποκρατικοποίηση του πανίσχυρου δημόσιου πλούτου. Για παράδειγμα, η πώληση της κρατικής συμμετοχής στο τραπεζικό σύστημα δεν είναι δυνατόν να μην εισφέρει ένα ικανοποιητικό μέγεθος για την εξασφάλιση της οικονομικής ανθεκτικότητας της χώρας.
Για να μη μας ξαναβγεί, λοιπόν, το κακό όνομα και να ανακτήσουμε την όρασή μας, ας προσαρμόσουμε τις απαιτήσεις μας και τη στρατηγική μας σύμφωνα με τους κανόνες μιας συνετής, αξιόπιστης και ανθεκτικής δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να επανέλθουμε ισχυροί πολιτικά στην ανάπτυξη της χώρας. Γιατί τελικά αυτό είναι το κυρίαρχο στοιχείο του κοινωνικού ρόλου της εθνικής αξιοπιστίας, και όχι η επενδυτική βαθμίδα.