Ο κίνδυνος εξωραϊσμού της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας και η προσπάθεια περιθωριοποίησης του Κυπριακού

Ο κίνδυνος εξωραϊσμού της αναθεωρητικής πολιτικής της Τουρκίας και η προσπάθεια περιθωριοποίησης του Κυπριακού

–Η παγίδα που στήνουν…

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Με τα ελληνοτουρκικά να κινούνται στο σκοτάδι και την Αθήνα να δείχνει να επαναπαύεται και να επενδύει απλώς στα καλά λόγια των Ερντογάν και Φιντάν, δίπλα στις αμετακίνητες τουρκικές θέσεις αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας, πλησιάζοντας το φθινόπωρο αρχίζει να προβάλλει στον ορίζοντα το μεγάλο και ανυπέρβλητο, όπως όλα δείχνουν, «εμπόδιο» του Κυπριακού.

Έχοντας δημιουργήσει κλίμα αυξημένων προσδοκιών για την πορεία των ελληνοτουρκικών και υποβαθμίζοντας τις υπάρχουσες διεκδικήσεις της Τουρκίας, που παραμένουν στο τραπέζι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να θέλει να περιθωριοποιήσει το Κυπριακό. Θεωρεί, προφανώς, ότι μπορεί να υπάρξει παράλληλη πορεία, ώστε τα ελληνοτουρκικά να προχωρούν ανεξάρτητα από το Κυπριακό. Αλλά και αν ακόμη υπάρξει διασταύρωσή τους, επικοινωνιακά θα υπάρξει ο ισχυρισμός ότι δεν είναι οι χειρισμοί της κυβέρνησης που οδήγησαν σε αποτυχία στα ελληνοτουρκικά και οι ευθύνες θα επιρριφθούν στη Λευκωσία και στην αποτυχία λύσης του Κυπριακού.

Πάντως είναι προφανές ότι σε όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας και από την Άγκυρα θα επιχειρηθεί να αποδοθεί ευθύνη στην κυπριακή κυβέρνηση για τη μη πρόοδο, με στόχο να απαλλαχθεί από τις κυπρογενείς υποχρεώσεις της αλλά και να φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα.

Ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Χριστοδουλίδης από την πρώτη στιγμή της εκλογής του έχει ταχθεί υπέρ της επανέναρξης των συνομιλιών για το Κυπριακό και έχει ζητήσει, μάλιστα, και τον διορισμό ειδικού απεσταλμένου της ΕΕ για το Κυπριακό. Οι προσπάθειες αυτές προς το παρόν δεν φαίνεται να αποδίδουν, καθώς η τουρκική πλευρά όχι μόνο δεν δείχνει διάθεση να προσέλθει σε συνομιλίες, αλλά αντιθέτως επιχειρεί να επιβάλει στο τραπέζι οποιασδήποτε συνεννόησης και την προοπτική της λύσης των δύο κρατών, προωθώντας τη λεγόμενη κυριαρχική ισότητα και το ισότιμο διεθνές στάτους του ψευδοκράτους ως προϋπόθεση για την έναρξη συνομιλιών.

Ο ίδιος ο τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ, πάντως, με δηλώσεις του την προηγούμενη Τρί­τη τόνισε: «Δεν θα υποκύψουμε ποτέ σε πιέσεις που θα μας οδηγήσουν σε οποιαδήποτε συμφωνία στο μέλλον και για να είναι μια συμφωνία μόνιμη για εμάς, η συνέχιση της κυριαρχικής ισότητας, το ισότιμο διεθνές καθεστώς, οι εγγυήσεις της μητέρας πατρίδας και η παρουσία των τούρκων στρατιωτών στο νησί είναι ζωτικής σημασίας και είναι οι μόνες εγγυήσεις για να ζήσουμε με ειρήνη, ηρεμία και ασφάλεια σε αυτήν τη χώρα».

Είναι προφανές ότι με αυτήν τη θέση, την οποία υιοθετεί βεβαίως και η Άγκυρα, δεν μπορεί να συ­ντηρηθεί διαδικασία διαλόγου ού­τε και για ένα μικρό διάστημα.

Σε αυτό το σημείο θα είναι αναγκαία, όμως, και η ανοιχτή, καθαρή τοποθέτηση της Αθήνας, καθώς ως εγγυήτρια δύναμη θα πρέπει να εκφράσει ρητά τη θέση για κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων, κάτι που θα αποτελέσει ένα ακόμη σημείο ρήξης με την Άγκυρα.

Το Κυπριακό, όμως, θα βρεθεί μπροστά στην Αθήνα και στο πλαίσιο της ΕΕ.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, υιοθετώντας την πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας και σε μια προσπάθεια να δελεάσουν τον Ταγίπ Ερντογάν ώστε να παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο, δεν έχουν καμιά διάθεση να εμπλακεί η ΕΕ ενεργά στις συνομιλίες για το Κυπριακό και αναζητούν τρόπους ώστε να ξεπεραστεί το «εμπόδιο» της Κύπρου σε αποφάσεις που θα πρέπει σύντομα να ληφθούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την Τουρκία.

Καμιά απόφαση για την τελωνειακή ένωση ή για νέες χρηματοδοτήσεις προς την Τουρκία δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς τη συναίνεση της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας. Η Αθήνα, παρά το γεγονός ότι θέλει να φανεί ότι έχει καλές διαθέσεις έναντι της Τουρκίας, δεν μπορεί εύκολα να ξεπεράσει τις εθνικές υποχρεώσεις της στο Κυπριακό και απέναντι στον Κυπριακό Ελληνισμό.

Έτσι, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση που προγραμματίζουν να έχουν στη Νέα Υόρκη οι κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν, όταν θα έχει αρχίσει η προετοιμασία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτωβρίου, η Αθήνα θα πρέπει να τοποθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τα ευρωτουρκικά.

Η μοναδική λύση θα ήταν να υπάρξει προεργασία, ώστε να διασυνδεθεί κάθε ευρωπαϊκό βήμα προς την Τουρκία με ανταλλάγματα και κινήσεις για τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό –κάτι για το οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει θετική προδιάθεση στην ΕΕ–, που απλώς θα παραπέμπει σε παλαιότερες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι οποίες ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Διαφορετικά, η μοναδική επιλογή για Α­θήνα και τη Λευκωσία θα είναι το μπλοκάρισμα των ευρωτουρκικών. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα αφήσει ανεπηρέαστο το κλίμα στις συνομιλίες Γεραπετρίτη – Φιντάν, οι οποίες πρόκειται να ξεκινήσουν τον Σεπτέμβριο και θα υποκαταστήσουν τις διερευνητικές επαφές για τη σύνταξη συνυποσχετικού και παραπομπή της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας στη Χάγη.

Για την Αθήνα όμως, όσο κι αν το Κυπριακό προβληθεί ως το μοναδικό πρόβλημα, δεν μπορεί να είναι αποδεκτή η οποιαδήποτε αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων όσο παραμένει το ca­sus belli και η ευθεία αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Γιατί προς το παρόν δεν υ­πάρχει η οποιαδήποτε ένδειξη ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να δεχθεί τη συζήτηση της μίας και μόνης διαφοράς που αναγνωρίζει η Ελλάδα, της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, αλλά αντιθέτως θέ­λει μια συζήτηση που θα παραπέμπει τελικά, έστω και εμμέσως, στη Χάγη ακόμη και θέματα κυριαρχίας της Ελλάδας.

Αυτή είναι ίσως η παγίδα στην οποία θέλει να εγκλωβίσει την ελληνική κυβέρνηση η Άγκυρα, ώ­στε, με πρόσχημα την προβολή της σημασίας του ελληνοτουρκικού διαλόγου και του «καλού κλίματος», να ζητηθούν από τους ευρωπαίους εταίρους ορισμένες προκαταβολικές παραχωρήσεις από την Ελλάδα και την Κύπρο προς την Τουρκία.

Όμως, μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε σοβαρή ήττα για την ελληνική διπλωματία, κα­θώς θα της στερούσε το μοναδικό όπλο για άσκηση της όποιας πίεσης στην Τουρκία και θα οδηγούσε στη νομιμοποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων.

Αν και οι νυν θιασώτες της πολιτικής του Ελσίνκι επιμένουν ότι θα πρέπει να υπάρξει κατευναστική πολιτική έναντι της Τουρκίας τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο και στο Κυπριακό, δεν αντιλαμβάνο­νται ότι η Τουρκία του 1999 και του 2002 είναι εντελώς διαφορετική από τη σημερινή ερντογανική Τουρκία, που διεκδικεί περιφερειακό ρόλο και προνομιακή σχέση, χωρίς υποχρεώσεις, με την ΕΕ.

Καλή η πολιτική δημοσίων σχέσεων με τον Ερντογάν, αλλά ας αντιληφθεί, έστω και τώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι η ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία δεν μπορεί να γίνει με συνεχείς παραχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά, και με την περιθωριοποίηση του Κυπριακού, που απλώς εξωραΐζουν την εικόνα της Τουρκίας και ενισχύουν τελικά τη διπλωματική θέση της έναντι της Ελλάδας…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Φωτό: politis.com.cy


Σχολιάστε εδώ