Αυτοδιοίκηση και αυτοδιοικητικοί – Του Ν. Γ. Χαριτάκη
Υπό
Ν. Γ. ΧΑΡΙΤΑΚΗ
πρώην Επίκουρου Καθηγητή Οικονομικών του ΕΚΠΑ
Η Αυτοδιοίκηση για την ελληνική πολιτική σκηνή είναι κάτι σαν τις ιερές αγελάδες των Ινδουιστών. Υπάρχει, κινείται και τρέφεται, αλλά κανείς δεν της ζητάει την ευθύνη για το όποιο κόστος δημιουργεί στην κοινωνία. Η διοίκηση είναι αιρετή από τους στενά ενδιαφερόμενους πολίτες, αλλά, σε αντίθεση με άλλα αιρετά σώματα, η αξιολόγησή της προκύπτει από την κομματική στήριξη. Έχουμε εθιστεί στο να επιλέγουμε τον ρόλο της Αυτοδιοίκησης περίπου όπως επιλέγουμε το κόμμα που θα μας κυβερνήσει.
Έτσι, λοιπόν, οι θέσεις μας, για παράδειγμα, στην εξωτερική πολιτική ή στην ασφάλεια της χώρας ή βέβαια στην κατανομή των φορολογικών εσόδων αντιστοιχούν, κατ’ αναλογία, στην Αυτοδιοίκηση, στη συλλογή των σκουπιδιών και στον καθαρισμό των δρόμων. Η φράση «πες το στον δήμαρχο», από τη στιγμή που μας υποδεικνύουν τα πολιτικά κόμματα τους υποψήφιους αυτοδιοικητικούς άρχοντες, χάνει το νόημά της. Αποφεύγουμε να ασκούμε κριτική στην Αυτοδιοίκηση και ρίχνουμε την ευθύνη στην πολιτική παράταξη που έχει προτείνει τους υποψηφίους.
Ενώ, λοιπόν, στις βουλευτικές εκλογές έχουμε τη δυνατότητα, μετά το κόμμα που θα υποστηρίξουμε, να επιλέγουμε τον βουλευτή της αρεσκείας μας, στην Αυτοδιοίκηση, δημαρχιακής και περιφερειακής επιλογής, διαλέγουμε στρατηγικά. Πώς θα φανεί ότι το κόμμα μας μέτρησε στις εκλογές, πώς θα φανεί ότι η κυβερνητική παράταξη επλήγη από την ήττα της στον δήμο ή στην περιφέρεια και γενικά πώς –με δεδομένο το πολιτικό αποτέλεσμα– θα συνεχίσουμε να εκφράζουμε τη συνοχή μας ή την αντίθεσή μας στην πολιτική αντιπαλότητα.
Και όμως η Αυτοδιοίκηση είναι ένα επίπεδο εξουσίας ανεξάρτητο από την εκτελεστική, την οποία ασκεί η κεντρική διοίκηση. Και η ανεξαρτησία της προκύπτει κατ’ αρχάς από το γεγονός ότι είναι αιρετή και όχι διορισμένη και στη συνέχεια ότι έχει την ευθύνη να αναλαμβάνει και να διαχειρίζεται την ορθή εκτέλεση των τοπικών δημοσίων αγαθών. Εκεί, λοιπόν, που έχουμε πρόβλημα είναι στην ικανότητα των αυτοδιοικητικών αρχόντων να αντιλαμβάνονται, να ενημερώνουν και να αυτενεργούν στην περίπτωση που, κατά την κρίση τους, το «πες το στον δήμαρχο» δεν λειτουργεί.
Μερικά παραδείγματα θα μας επιτρέψουν να ξεκαθαρίσουμε τις ευθύνες και, ως συνεπαγωγή, τις ουσιαστικές αρμοδιότητες της Αυτοδιοίκησης, είτε αφορά μια περιφέρεια είτε έναν δήμο. Η τοπική κοινωνία θέλει καλύτερα σχολεία, καθαρότερα και ποιοτικά ανώτερα. Οι οικογένειες της γειτονιάς δυσκολεύονται να πληρώνουν, για παράδειγμα, τα φροντιστήρια. Και διερωτώμεθα: Τι εμποδίζει την περιφέρεια ή τον δήμο να δαπανήσει δημοτικούς πόρους ώστε να πληρώσει στους καθηγητές των σχολείων της περιοχής ένα ειδικό επίδομα για βοήθεια των μαθητών τους; Και αν όχι στις κανονικές ώρες λειτουργίας του σχολείου, σε μεταγενέστερο χρόνο ή σε χρόνο σχολικής αργίας (π.χ. το καλοκαίρι)…
Ναι, ξέρω, θα μας πουν ότι δεν τους επιτρέπεται δημοσιονομικά. Ε, ας αυτοδιοικήσουν, ας τολμήσουν να παραβούν τις στρεβλώσεις του δημοτικού λογιστικού και ας τους πάει το υπουργείο Εσωτερικών στον εισαγγελέα για παράβαση καθήκοντος. Και τότε θα δούμε τι θα αποφασίσει η δικαιοσύνη.
Το ίδιο ισχύει για την αστυνόμευση και τις υπηρεσίες υγείας σε τοπικό επίπεδο. Ειλικρινά, ποιος υπεύθυνος δημόσιος λειτουργός θα αντιτεθεί σε μια δαπάνη και αυτενέργεια των τοπικών διαχειριστών της εξουσίας πάνω σ’ αυτά τα φλέγοντα για τους πολίτες θέματα; Πυρόσβεση και προστασία των παραλιών. Κάθε καλοκαίρι μας απασχολούν τα δύο αυτά θέματα. Ας ξεκινήσουμε με την απλή υπόθεση εργασίας ότι οι αρμόδιοι υπουργοί είναι άχρηστοι. Ας δεχτούμε ότι το μόνο που γνωρίζουν είναι να ζητούν εκ των υστέρων συγγνώμη. Και λοιπόν τι; Οι δήμαρχοι και η τοπική κοινωνία δεν έχουν καμιά ευθύνη, ηθική και εκτελεστική, για την προστασία της τοπικής περιουσίας; Γιατί η φωτιά σ’ ένα δάσος αφορά τον πολίτη μιας άλλης περιοχής και δεν αφορά πρωτίστως τους δημότες;
Και αν ο δήμαρχος θεωρεί ότι οι ψηφοφόροι του θέλουν να μετατρέψουν τη δασική έκταση σε βοσκοτόπι, ας αναλάβει την ευθύνη έναντι της χώρας. Ας μας πει ότι η προστασία ενός δάσους Natura ή των αρχαιολογικών χώρων αποτελεί υποχρέωση της κεντρικής διοίκησης. Σε τελική ανάλυση, θα δώσουμε και δίκιο στο Βρετανικό Μουσείο, που πεισματικά θέλει να δεχτούμε ότι τα Ελγίνεια είναι ιδιωτική περιουσία και όχι παγκόσμια. Τώρα που έρχονται οι εκλογές ας ξεκαθαρίσουν οι αυτοδιοικητικοί ότι αναγνωρίζουν τις αδυναμίες, αλλά δεν έχουν λύσεις ή χρήματα για να δραστηριοποιηθούν ανάλογα. Ας μας εξηγήσουν τις προθέσεις, τις λύσεις και την πολιτική αντίδραση για τις κατ’ αυτούς προτεινόμενες παρεμβάσεις.
Ας πάμε, λοιπόν, στην ουσία της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης. Και ας ξεκαθαρίσουμε ότι η επιλογή ανήκει στους ψηφοφόρους και όχι στα κόμματα που τους εκπροσωπούν στη Βουλή. Αυτή η επιλογή τελείωσε με τις πρόσφατες εκλογές και θα αποφασίσουμε ξανά μετά από τέσσερα χρόνια. Ας ξεκαθαρίσουμε ότι κομματική στήριξη δεν πρέπει να υπάρχει, ανεξάρτητα αν χορεύει ή δεν χορεύει καλά ο περιφερειάρχης. Ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και τα κομματικά στελέχη έχουν, ως ελεύθεροι πολίτες, το δικαίωμα ατομικά να εκφράζουν τις προτιμήσεις τους. Σε καμιά περίπτωση, όμως, αυτό δεν αποτελεί πυλώνα κομματικής πειθαρχίας.
Και ας προχωρήσουμε τώρα σε δεύτερο επίπεδο, αναφερόμενοι στην πολιτική θέση των υποψηφίων. Για κάθε αυτοδιοικητικό, η γνώση των τοπικών προβλημάτων και αδυναμιών αποτελεί μια πολιτική θέση. Την εκφράζει και ως πολίτες των δήμων την αποδεχόμαστε ή την απορρίπτουμε. Για παράδειγμα, μια τοπική κοινωνία εξαρτάται από την αγροτική γη και από τα βοσκοτόπια. Ας τοποθετηθούν λοιπόν οι υποψήφιοι για το πώς θα λύσουν το πρόβλημα. Ή, καλύτερα, για το πώς θα διεκδικήσουν την προτεινόμενη λύση. Αν τους ενοχλεί η ισχύουσα πολεοδομική νομολογία, ας μας πληροφορήσουν πώς σκοπεύουν να τη μεταρρυθμίσουν. Αν πιστεύουν ότι όλα στην περιοχή τους είναι άριστα και πως για τα προβλήματά της ευθύνεται η κεντρική εξουσία και η κυβέρνηση, ας προτείνουν παρεμβάσεις του τύπου «εμείς θα δημιουργήσουμε πόρους και θα πραγματοποιήσουμε την προτεινόμενη λύση». Η λέξη «άρχων» (τοπικός ή μη) έχει σαφή ερμηνεία στην ελληνική γλώσσα.
Μόνιμη επωδός σε πολλές τοπικές αναποτελεσματικότητες είναι η θέση της θεσμικής δουλείας έναντι της κεντρικής. Μια επιπρόσθετη στρέβλωση έχει να κάνει με τη διάχυτη ανευθυνότητα που διατρέχει τον δημόσιο βίο της χώρας. Πετύχαμε το φυσικά αδύνατο. Οι ευθύνες έναντι του δημοσίου χώρου να μην αποδίδονται σε κανέναν, γιατί υπηρέτες και άρχοντες έγιναν όλοι δημόσιοι υπάλληλοι. Χωρίς πειθαρχικό έλεγχο και έλεγχο αποτελεσματικότητας.
Και ας πούμε ότι ο υφιστάμενος έχει τη δικαιολογία ότι συνδέει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα της εργασίας του με την ανταμοιβή. Δεν τον ικανοποιεί ο μισθός σε σχέση με την εργασία του και γι’ αυτό ενσυνείδητα αδιαφορεί. Οι αυτοδιοικητικοί, όμως, πώς δικαιολογούν την αδράνειά τους; Ποιος τους υποχρέωσε να ζητήσουν την ψήφο μας και την επομένη να στηριχθούν στην κομματική ομπρέλα για να αποφύγουν τις ευθύνες τους;
Ειλικρινά, πώς θα ακουγόταν στον μέσο πολίτη, αν ένας υπουργός έλεγε ότι «πήγα διακοπές» ή ότι «ασχολούμαι κυρίως με την επαγγελματική μου εξέλιξη γιατί ο μισθός του υπουργού δεν με καλύπτει».
Ειλικρινής μεν τοποθέτηση, αλλά πρόκειται για εξαπάτηση, μετεκλογικά.
Με αυτά τα ολίγα λοιπόν ας προβληματιστούν τα κόμματα για τις επιλογές τους, εν αναμονή των αποτελεσμάτων της επικείμενης εκλογικής αυτοδιοικητικής αναμέτρησης. Πρωτίστως οι ψηφοφόροι αλλά και όσοι θα διεκδικήσουν το χρίσμα. Αυτό που θα μετρήσει λοιπόν δεν είναι το ποια κομματική οργάνωση τους στηρίζει, ούτε, βέβαια, τι έκαναν την προηγούμενη τετραετία, αλλά το τι θέλουν και πώς θα το πετύχουν, για το καλό του δήμου ή της περιφέρειας και τη μεταρρύθμιση της τοπικής κοινωνίας.