Βήματα στα τυφλά από την κυβέρνηση στα ελληνοτουρκικά

Βήματα στα τυφλά από την κυβέρνηση στα ελληνοτουρκικά

Με τις οδηγίες των «ορφανών» του Σημίτη

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Στο σκοτάδι κρατά τον ελληνικό λαό η κυβέρνηση Μητσοτάκη για τα επόμενα βήματα και τη γραμμή με την οποία θα προσέλθει στον ελληνοτουρκικό διάλογο, ο οποίος προετοιμάζεται εντατικά στο παρασκήνιο, ενώ τα «ορφανά» του Σημίτη και οι «ντουντούκες» του ΕΛΙΑΜΕΠ προσπαθούν όχι μόνο να θέσουν την ατζέντα αλλά και να προκαθορίσουν και να υπαγορεύσουν τα όρια των ελληνικών… υποχωρήσεων.

Η Αθήνα αναζητεί ημερομηνίες για να πραγματοποιηθεί η πρώτη συνάντηση Γεραπετρίτη – Φιντάν, η οποία θα προετοιμάσει μια ακόμη συνάντηση κορυφής μεταξύ Μητσοτάκη και Ερντογάν, στο πλαίσιο της ΓΣ του ΟΗΕ στα τέλη Σεπτεμβρίου. Και η πρώτη ευκαιρία θα δοθεί πιθανότατα στο Άτυπο Συμβούλιο ΥΠΕΞ της ΕΕ που θα γίνει τέλη Αυγούστου στο Τολέδο, εφόσον τελικά κληθεί να συμμετέχει σε αυτό και ο τούρκος ΥΠΕΞ. Σε διαφορετική περίπτωση, η συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών θα γίνει στα μέσα Σεπτεμβρίου, όταν και οι δύο θα βρίσκονται στη Νέα Υόρκη για τη ΓΣ του ΟΗΕ.

Πολλά ερωτηματικά έχει δημιουργήσει το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινωθεί εάν έχει συσταθεί νέα διαπραγματευτική ομάδα, η οποία θα εμπλακεί στις συνομιλίες υποβοηθητικά στον έλληνα υπουργό, καθώς από τη σύνθεσή της θα μπορούσε να διαγνωστεί η διαπραγματευτική γραμμή και οι διαθέσεις της ελληνικής πλευράς.

Βεβαίως, θα είναι ακόμη χειρότερο να χειριστεί μόνος του το μείζον αυτό ζήτημα ο υπουργός Εξωτερικών, καθώς, παρά την εγκυρότητά του ως νομικού, είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση η διαπραγμάτευση με την Τουρκία.

Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης φρόντισε πάντως πριν ξεκινήσει αυτή η διαδικασία να κλείσει ορισμένα μέτωπα, με πρώτο αυτό της Κύπρου. Έτσι, η καθυστερημένη επίσκεψή του στη Λευκωσία χρησιμοποιήθηκε επικοινωνιακά για να προβληθεί η «συμπόρευση» των δύο χωρών και η «συναντίληψη» σχετικά με την εξέλιξη των σχέσεων με την Τουρκία. Το προηγούμενο διάστημα είχε δημιουργηθεί η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι θα θυσιαστεί το Κυπριακό στον βωμό του ξαφνικού φλερτ Μητσοτάκη – Ερντογάν, καθώς είναι προφανές ότι όταν ο Ερντογάν δηλώνει ότι θέλει επαναπροσέγγιση με τους γείτονες εξαιρεί καθαρά την Κύ­προ. Καθώς μάλιστα είναι δεδομένο ότι Ελληνοτουρκικά και Κυπριακό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα, ο πρωθυπουργός δεν θα ή­θελε μια σκληρή γραμμή της Λευκωσίας να σταθεί εμπόδιο στην προσπάθειά του για επαναπροσέγγιση με τον Ερντογάν.

Στην Κύπρο βεβαίως ο κ. Μητσοτάκης θέλησε να στείλει καθησυχαστικά μηνύματα και δήλωσε ότι «δεν είμαστε αφελείς» σε ό,τι αφορά την προσέγγιση με την Τουρκία και ότι στο Κυπριακό στηρίζει πλήρως την επιδίωξη του Νίκου Χριστοδουλίδη για επανέναρξη συνομιλιών στη βάση των αποφάσεων του ΣΑ του ΟΗΕ και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, δηλώνοντας κατηγορηματικά πάντως ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή παρουσία κατοχικών στρατευμάτων ούτε εγγυήσεις. Μια θέση η οποία είναι ευθέως αντίθετη με τη βασική θέση της Τουρκίας και του Ταγίπ Ερντογάν για λύση, ουσιαστικά, δύο κρατών.

Το Κυπριακό αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο στη στρατηγική που φαίνεται να διαμορφώνεται στην Αθήνα, την επιδίωξη, δηλαδή, προσφοράς ανταλλαγμάτων σε επίπεδο ΕΕ προς την Τουρκία, ώστε να τονωθεί η ευρωπαϊκή στροφή Ερντογάν και έτσι να καταστεί η Τουρκία περισσότερο… ελαστική στις συνομιλίες με την Ελλάδα. Μια στρατηγική η οποία είναι βεβαίως ανεδαφική, όχι μόνο γιατί δεν μπορεί να παρακαμφθεί το Κυπριακό από μια ελληνική κυβέρνηση αλλά και για τον απλούστατο λόγο ότι η Τουρκία δεν έχει δώσει κανένα δείγμα μεταστροφής και αλλαγής πολιτικής, πέραν της αλλαγής ρητορικής. Και θα ήταν αφελές να πιστεύει κανείς ότι έστω και με αντάλλαγμα την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης ο Ερντογάν θα συναινέσει σε μια συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα στη βάση του Δικαίου της Θάλασσας, που εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει και σε ακύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου.

Η Αθήνα δικαιολογημένα δηλώνει ότι θα πρέπει, και για λόγους που έχουν να κάνουν με τις πιέσεις συμμάχων και εταίρων, να εξαντλήσει τα περιθώρια για μια ενδεχόμενη συνεννόηση με την Τουρκία, ώστε να μη βρεθεί εκτεθειμένη, δίνοντας την εντύπωση ότι αρνείται τη «χείρα φιλίας» που τείνει ο Ερ­ντογάν. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να επιτρέψει να εξελιχθεί η διαδικασία διαλόγου, που θα διεξάγεται πλέον σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο, σε διαπραγμάτευση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, προκειμένου να… εξαντλήσει τα περιθώρια.

Ήδη οι «συστάσεις» στις οποίες προχωρούν διάφοροι αναλυτές και καθηγητές (πολλοί εκ των οποίων επιχειρούν να φανούν αρεστοί στην κυβέρνηση, ώστε να τους συμπεριλάβει στη διαπραγματευτική ομάδα) ξεπερνούν τα όρια, καθώς εμφανίζουν ως πανάκεια τον διάλογο που θα ξεκινήσει και ουσιαστικά ενοχοποιούν κάθε κίνηση ή θέση που θα μπορούσε να ενισχύσει την ελληνική διαπραγματευτική θέση.

Έτσι, επιχειρούν να διαμορφώσουν κλίμα ηττοπάθειας και να μεταφέρουν την ελληνική κόκκινη γραμμή πίσω ακόμη και από την υφιστάμενη σημερινή κατάσταση. Διαβάσαμε, έτσι, ότι θα ήταν μονομερής διεκδίκηση, αντίστοιχη με εκείνες της Τουρκίας, η πραγματοποίηση συνομιλιών για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας Ελλάδας – Κύπρου ή η άσκηση του δικαιώματος που της δίνει το Δίκαιο της Θάλασσας για επέκταση των χωρικών υδάτων έως τα 12 ν.μ. Οι «ιδέες» αυτές, που θεοποιούν την πολιτική που ακολούθησε ο Κώστας Σημίτης –ξεχνώντας προφανώς ότι με τη Δήλωση της Μαδρίτης αποδέχτηκε «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα» της Τουρκίας στο Αιγαίο, ενώ στο Ελσίνκι αποδέχτηκε διαδικασία για την επίλυση «μεθοριακών διαφορών» και ότι διαπραγματεύτηκε με την Τουρκία την κλιμακωτή επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, ώστε να έχει την… έγκριση της Άγκυρας– και κατηγορούν την τότε πολιτική Καραμανλή – Μολυβιάτη για εγκατάλειψη του Ελσίνκι… Παραβλέπουν, βεβαίως, και πάλι ότι ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης δεν μπόρεσε να προχωρήσει σε συνεννόηση με την Τουρκία πριν από τις εκλογές του 2004, παρά τις παραχωρήσεις που είχε κάνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, γιατί πολύ απλά η Τουρκία τα ήθελε όλα και αφού είδε μέχρι πού υποχωρεί η κυβέρνηση Σημίτη ήρθε και έβαλε στο τραπέζι τις «γκρίζες ζώνες».

Ο μπούσουλας για τον διάλογο που ξεκινά η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι το «άγχος» ότι τώρα είναι η «τελευταία ευκαιρία» για τη λύση των ελληνοτουρκικών. Γιατί, πολύ απλά, ακόμη δεν έχουμε δει καν την… ευκαιρία!


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ