Ζητούν υποχωρήσεις στα ελληνοτουρκικά – Άρχισε το «μασάζ» στην κοινή γνώμη

Του
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΑΚΑΛΟΥ


Τις τελευταίες μέρες είναι σε εξέλιξη μια διόλου τυχαία επιχείρηση εξοικείωσης της κοινής γνώμης με το σχέδιο που αποκάλυψε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο Βίλνιους, μετά τη συνάντησή του με τον Ταγίπ Ερντογάν, για ανάγκη παραχωρήσεων από τις διαπραγματευτικές θέσεις ώστε να επιλυθεί η σημαντικότερη εκ των γεωπολιτικών διαφορών, η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.

Από μεγάλα δημοσιογραφικά συ­γκροτήματα έχει δοθεί βήμα σε πρώην συνεργάτες του Κώστα Σημίτη, σε εκπροσώπους του ΕΛΙΑΜΕΠ, σε καθηγητές που συνδέο­νται και εργάζονται σε τουρκικά πανεπιστήμια και σε κάθε λογής αναλυτές, για να πείσουν την ελληνική κοινή γνώμη ότι η Ελλάδα είναι αυτή που πρέπει να προβεί σε παραχωρήσεις προκειμένου να πεισθεί η Τουρκία να προσέλθει σε συνομιλίες για την επίλυση της διαφοράς ή την παραπομπή της στη Χάγη.

Είναι το ίδιο σκηνικό που είδαμε να εκτυλίσσεται προκειμένου να εξωραϊσθεί ο χειρισμός των Ιμίων, η Συμφωνία της Μαδρίτης, η Συμφωνία του Ελσίνκι αλλά και η προώθηση, και από την τότε ελληνική κυβέρνηση, του Σχεδίου Ανάν. Σκηνικό που εντάσσεται στη λογική κατευνασμού της Τουρκίας και στην εμμονή ότι το υποκριτικό ενδιαφέρον που δείχνει τώρα ο κ. Ερντογάν για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας του θα μπορούσε να οδηγήσει σε συναινετική επίλυση της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας, αν συνδυαστεί με χαλάρωση των ελληνικών θέσεων και με κλείσιμο του ματιού για κάποιες παραχωρήσεις.
Αυτή η συνταγή με τις συνεχείς υποχωρήσεις κατέληξε, εν έτει 2023, στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδας και μια γενικευμένη αμφισβήτηση όχι μόνο κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά και της ελληνικής κυριαρχίας επί βραχονησίδων, νησίδων, ακόμη και μεγάλων νησιών!

Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επιχειρείται να δημιουργηθεί νομιμοποιεί τελικά τις διεκδικήσεις της Τουρκίας και θεωρεί ως όρο για την επίλυση της διαφοράς τις… αναγκαίες ελληνικές υποχωρήσεις. Και αυτό συμβαίνει αγνοώ­ντας επιδεικτικά το γεγονός ότι η Τουρκία επιδιώκει και φαίνεται να επιτυγχάνει την έναρξη πολιτικής διαπραγμάτευσης, όπως διαχρονικά ζητούσε, με μια ατζέντα που περιλαμβάνει όλο το φάσμα των όλο και μεγαλύτερων διεκδικήσεών της εναντίον της Ελλάδας, ενώ η Ελλάδα απλώς μπαίνει σε γραμμή άμυνας, οπότε το παζάρι το οποίο θα ακολουθήσει θα έχει ετεροβαρές εκ των πραγμάτων αποτέλεσμα για την Ελλάδα, η οποία δεν διεκδικεί τίποτα από την Τουρκία, παρά μόνο όσα δικαιούται από το Δίκαιο της Θάλασσας.

Ο καταιγισμός της αρθρογραφίας των τελευταίων ημερών στα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα αναδείκνυε τη σημασία εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων (για την οποία κανείς δεν διαφωνεί), αλλά επέμενε στην ανάγκη «ρεαλισμού» εκ μέρους της Ελλάδας, κάτι που σημαίνει, βεβαίως, υποχωρήσεις έναντι των τουρκικών διεκδικήσεων.

Διαβάσαμε τις απόψεις γνωστών καθηγητών, συνδεόμενων με το ΕΛΙΑΜΕΠ, οι οποίοι συναινούσαν στην απευθείας συζήτηση με την Τουρκία όσον αφορά το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων και την επέκτασή τους. Μια από τις ιδέες που διατυπώθηκαν ήταν να προσφερθεί περιορισμένη επέκταση εκεί που δεν θα έχει αντιρρήσεις η Άγκυρα, με… αντάλλαγμα την κατάργηση του casus belli! Όμως η άσκηση του δικαιώματος επέκτασης των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 ν.μ. αποτελεί αναφαίρετο κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας, το οποίο ασκείται μονομερώς. Η διαπραγμάτευσή του με την Τουρκία θα έδινε από την αρχή το μήνυμα ότι η άσκηση της κυριαρχίας της χώρας εξαρτάται και υπόκειται στην έγκριση τρίτης χώρας.

Πέραν αυτού, ακριβώς ο πυρήνας του casus belli είναι να μην επιτρέψει στην Ελλάδα να ασκήσει από μόνη της το δικαίωμα που της δίνει το διεθνές δίκαιο, αλλά να το συνδιαμορφώσει με την Τουρκία. Έτσι, μια τέτοια αντίληψη απλώς θα έρχονταν να δικαιώσει το casus belli μετά από 28 χρόνια!

Στις άλλες «ιδέες» που διατυπωθήκαν είδαμε και αυτή που παραπέμπει στις συμφωνίες με την Ιταλία και την Αίγυπτο και ζητά να υπάρξει διμερής διαπραγμάτευση και με την Τουρκία και να εφαρμοστεί η μειωμένη επήρεια νησιών που εφαρμόστηκε στις δύο άλλες συμφωνίες. Κατ’ αρχάς, όσον α­φορά την Ιταλία, όπου υπήρξε μειωμένη επήρεια σε ένα νησί δόθηκε αντίστοιχα μεγαλύτερη επήρεια σε άλλο, προκειμένου να υπάρξει ισορροπία.

Σε ό,τι αφορά την Αίγυπτο, όπου πράγματι υ­πήρξε μια προβληματική αποδοχή μείωσης επήρειας τόσο για Ρόδο και Κάρπαθο όσο και για την ίδια την Κρήτη, λησμονούν ότι η μερική συμφωνία έγινε υπό την πίεση ανακάλυψης ενός ισχυρού αντίβαρου στο τουρκολιβυκό μνημόνιο και κατοχύρωσης, σε έναν βαθμό, μιας απρόβλεπτης εξέλιξης με απευθείας οριοθέτηση Τουρκίας – Αιγύπτου. Επίσης, όπως έχει καταγραφεί από επανειλημμένες δηλώσεις του πρώην ΥΠΕΞ Νίκου Δένδια, ο οποίος διαπραγματεύτηκε τη συμφωνία, οι ρυθμίσεις της δεν αποτελούν πρόκριμα για οποιαδήποτε άλλη συμφωνία, ούτε αποτελούν κάποιας μορφής κεκτημένο για μελλοντική διαπραγμάτευση ή ακόμη και κρίση του Δικαστηρίου της Χάγης.

Εξάλλου, είναι σαφές ότι είναι εντελώς διαφορετική η υπόθεση της οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, όπου η θυσία ενός τμήματος μερικών τετραγωνικών χιλιομέτρων ΑΟΖ προσέφερε ανάχωμα στην Ελλάδα απέναντι στο τετελεσμένο του τουρκολιβυκού μνημονίου, και εντελώς διαφορετικό να γίνει αποδεκτή εκ προοιμίου μια τέτοια ρύθμιση στην οριοθέτηση της ΑΟΖ από τις εκβολές του Έβρου μέχρι το Καστελλόριζο.

Εάν κριθεί ότι τα νησιά πρέπει να έχουν περιορισμένες θαλάσσιες ζώνες πέραν των 6 ν.μ., αυτό ας το κρίνει και ας το αποφασίσει η Χάγη. Και όχι να αποτελέσει μια τέτοια υποχώρηση το… εισιτήριο που θα πληρώσει η Ελλάδα για να δεχθεί να συνομιλήσει μαζί της η Τουρκία.

Όσο για τις ιδέες περί μερικής οριοθέτησης με την Τουρκία μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτή θα ήταν μια τραγική επιλογή, καθώς εκεί θεωρητικά, λόγω της νομολογίας, η Ελλάδα θα βρεθεί σε δυσχερέστερη θέση και δεν θα είναι δυνατή η εξισορρόπηση που θα επιδιώξει ένα Διεθνές Δικαστήριο, ώστε απώλειες στη μια περιοχή να εξισορροπηθούν σε άλλη, και έτσι η Ελλάδα θα κινδύνευε να μείνει απλώς με τις απώλειες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Και φυσικά παραμένει μείζον θέμα το πώς η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει πιθανή έγερση θέματος αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Αν κρίνουμε από τις δηλώσεις του κ. Ερντογάν, αυτό το θέμα θα μπει στο τραπέζι από την Τουρκία, είτε απαιτώντας την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών είτε ζητώντας πρόσθετες υποχωρήσεις στη συμφωνία οριοθέτησης προκειμένου να το βγάλει από το τραπέζι…

Τα ελληνοτουρκικά πολλές φο­ρές αντιμετωπίστηκαν ως παίγνια επί χάρτου και ως πρακτικές ασκήσεις στο μάθημα επίλυσης των διαφορών. Και όλοι γνωρίζουμε πού κατέληξαν αυτές οι θεωρητικές προσεγγίσεις, καθώς δεν λάμβαναν υπόψη τους το πιο σημαντικό: τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, που έχει πλέον λάβει μόνιμα και στρατηγικά χαρακτηριστικά…


ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Σχολιάστε εδώ