Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το Βίλνιους – Ερωτηματικά και ανησυχίες
Του
ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ
Πρέσβη ε.τ.
Με την περάτωση των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ (10 – 11 Ιουλίου) στην πρωτεύουσα της Λιθουανίας, το Βίλνιους, είχαμε προβεί σε μια πρώτη εκτίμηση των αποτελεσμάτων αυτής, βασιζόμενοι, κυρίως, στο μακροσκελέστατο Κείμενο Συμπερασμάτων (82 άρθρα!), σε δηλώσεις ηγετών χωρών-μελών, καθώς και νατοϊκών αξιωματούχων.
Είχαμε, σκοπίμως, παραλείψει να αναφερθούμε στη συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη με τον τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν, εν αναμονή περισσότερων πληροφοριών σχετικά με το τι ακριβώς συζητήθηκε μεταξύ τους είτε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο είτε από τοποθετήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και σχόλια του ελληνικού και διεθνούς Τύπου. Κυρίως μας ενδιέφεραν σχόλια και παρατηρήσεις για τις δηλώσεις του έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος τόνισε ότι «οι ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο είναι γεωπολιτικής και όχι νομικής φύσεως» και ότι για την επίλυσή τους απαιτούνται υποχωρήσεις και από τα δύο μέρη».
Οι δηλώσεις πέρασαν, σχεδόν, απαρατήρητες σε πολιτικό επίπεδο, ενώ υπήρξαν περιορισμένα σχόλια στα ειδησεογραφικά Μέσα Ενημέρωσης. Ο όρος «γεωπολιτική» –άλλη μια ελληνική λέξη με διεθνή χρήση– εισήχθη στο διεθνές πολιτικό λεξιλόγιο αρχές του περασμένου αιώνα, από σουηδούς και γερμανούς πολιτικούς επιστήμονες, και δηλώνει τον ρόλο και τη σημασία της γεωγραφίας και της γεωγραφικής θέσης για την οικονομία, την ασφάλεια και την ισχύ μιας χώρας. Ιδιαίτερα, ο γερμανός Χαουζχόφερ προσπάθησε να αιτιολογήσει τις γεωπολιτικές αξιώσεις της Γερμανίας έναντι άλλων χωρών, θεωρία που αργότερα εκμεταλλεύθηκε και στην οποία στηρίχθηκε το Γ’ Ράιχ όσον αφορά τις επεκτατικές και κατακτητικές διαθέσεις του έναντι γειτονικών και τρίτων χωρών, με τις γνωστές επιδιώξεις και ενέργειες για απόκτηση «ζωτικού χώρου», το γνωστό «leben raum». Μήπως και στον σύγχρονο κόσμο δεν συμβαίνουν ίδια ή παρόμοια φαινόμενα, με επεμβάσεις μεγάλων δυνάμεων σε τρίτες χώρες, με στόχο την αύξηση της επιρροής τους και τον έλεγχο ευαίσθητων στρατηγικά περιοχών ή την πρόληψη εξελίξεων, όπως η περίπτωση της Ρωσίας του Πούτιν με την εισβολή στην Ουκρανία, με στόχο να αποτρέψει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ…
Αντίθετα με την έννοια της γεωπολιτικής, η νομική έννοια σημαίνει ότι βάση της επίλυσης των διμερών ή πολυμερών διαφορών αποτελεί η εφαρμογή των διατάξεων διμερών ή πολυμερών συμβάσεων και συνθηκών με αξίωμα την αρχή pacta sunt servanda (οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται). Εν προκειμένω, σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο, που η Ελλάδα τις εντοπίζει μόνο στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, το Δίκαιο της Θαλάσσης της Συμφωνίας της Γενεύης του 1958 και του Μοντέγκο Μπέι του 1982. Η Τουρκία δεν έχει υπογράψει καμία από τις δύο, αλλά πολλές από τις διατάξεις και των δύο συμφωνιών, όπως, π.χ., ότι τα νησιά έχουν και αυτά υφαλοκρηπίδα, ως διατάξεις εθιμικού δικαίου, ισχύουν erga omnes. Επίσης, δεν απέκρυψε ποτέ ότι κύρια επιδίωξή της στο Αιγαίο είναι η αλλαγή του status quo, που έχει καθιερωθεί με τις προαναφερόμενες διεθνείς συνθήκες, όπως και τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής, δημιουργεί συνεχώς προβλήματα με παραβιάσεις του θαλασσίου και εναερίου χώρου, με προκλήσεις και απειλές, όπως και casus belli αν η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Εγείρει, επίσης, σωρεία άλλων θεμάτων μιλώντας για «γκρίζες ζώνες», αμφισβητώντας την ελληνική κυριαρχία σε νησίδες και βραχονησίδες, κατηγορώντας συγχρόνως την Ελλάδα ότι παραβιάζει τη Συνθήκη της Λωζάννης με τη στρατιωτικοποίηση των νήσων.
Η Ελλάδα δέχεται ως μόνη διαφορά στο Αιγαίο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και προτείνει, σε περίπτωση αδυναμίας να συμφωνηθεί σε διμερές επίπεδο, την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτή είναι και η θέση της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης, όπως επανειλημμένως έχει εκφραστεί από τους υπουργούς Εξωτερικών και άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Να γιατί εκφράστηκαν απορίες και ερωτηματικά για το νόημα των δηλώσεων του πρωθυπουργού περί «γεωλογικής και όχι νομικής φύσης» των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο. Μέχρι στιγμής δεν έχουν παρασχεθεί επαρκείς διευκρινήσεις όσον αφορά τις πρωθυπουργικές δηλώσεις, που έγιναν ευθύς μετά τη συνάντηση στο Βίλνιους με τον τούρκο Πρόεδρο. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η Ελλάδα δέχεται να συζητήσει ορισμένες αποκλίσεις από την αρχή της ευθείας γραμμής οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, παράκαμψης νησίδων και βραχονησίδων ή και συνεκμετάλλευσης ενεργειακών πηγών ή και αμοιβαίων περιορισμών και απομάκρυνσης εκατέρωθεν στρατιωτικών δυνάμεων. Όλα είναι υποθέσεις που μένει να αποδειχθούν. Όμως τα ερωτηματικά και οι ανησυχίες παραμένουν.
Ακόμα δεν έχουν αναγγελθεί ημερομηνίες για διεξαγωγή διαπραγματεύσεων, οι οποίες από υπηρεσιακό επίπεδο πρέσβεων αναβαθμίζονται σε υπουργικό, συγκεκριμένα των υπουργών Εξωτερικών, γεγονός που αυξάνει τα ερωτηματικά και τις απορίες. Η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας για το status quo στο Αιγαίο δεν είναι γνώρισμα μόνο του καθεστώτος Ερντογάν. Χρονολογείται ήδη από την επομένη της εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974. Η διαφορά με τις προηγούμενες τουρκικές κυβερνήσεις έγκειται στο γεγονός ότι ο Ερντογάν τις προώθησε περαιτέρω και εμπράκτως, ευνοούμενος από τις διεθνείς συγκυρίες, με την αναβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στην περιοχή λόγω, κυρίως, του Ουκρανικού. Συνδυάζεται, δε, με τις φιλοδοξίες του Ερντογάν να καταστήσει την Τουρκία μεγάλη περιφερειακή δύναμη, βαφτίζοντας την περίοδο της δεύτερης Προεδρίας του «Αιώνα της Τουρκίας». Ο τούρκος Πρόεδρος και οι σύμβουλοί του ασφαλώς γνωρίζουν ότι οι φιλοδοξίες και τα σχέδιά τους δεν μπορούν να εκπληρωθούν αν άλλη χώρα έχει τον απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου και μέρος της περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Ατυχώς, βρίσκει υποστηρικτές στην Ευρώπη και κυρίως πέραν του Ατλαντικού, που στην πράξη ασπάζονται την έννοια της γεωπολιτικής. Λογικά και θεμιτά τα ερωτηματικά και οι ανησυχίες για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο μετά τη Νατοϊκή Σύνοδο Κορυφής.